January 18, 2015

Οι καρέκλες που συντρίβουν την Καρένινα


Το έργο. Η Άννα Καρένινα, γυναίκα του κόμη Καρένιν, ανώτερου κυβερνητικού στελέχους, είκοσι χρόνια μεγαλύτερού της, και μάνα ενός μικρού γιου, ερωτεύεται τον αξιωματικό του ιππικού κόμη Βρόνσκι. Ο έρωτας γίνεται πάθος που φτάνει στον παροξυσμό και το σκάνδαλο ξεσπάει στην «υψηλή κοινωνία» της Αγίας Πετρούπολης. Η Άννα προσπαθεί να πάρει διαζύγιο. Ο Καρένιν τής το αρνείται. Όταν αποκτήσει ένα κοριτσάκι από τον Βρόνσκι θα της προτείνει να το παρουσιάσουν για δικό του, αρνούμενος πάντα το διαζύγιο. Τότε η Άννα θα εγκαταλείψει το σπίτι της και θα φύγει με τον Βρόνσκι και το παιδί τους στο εξωτερικό. Όταν γυρίσουν αρχίζει η κατάρρευση της σχέσης. Η Άννα εξοστρακίζεται από την αριστοκρατική κοινωνία και αρχίζει να υποπτεύεται πως ο Βρόνσκι την απατάει. Η κατάθλιψη τη συντρίβει. Θα αυτοκτονήσει πέφτοντας στις γραμμές του τρένου.

Αυτή είναι, σε πολύ αδρές γραμμές, η βασική πλοκή που μαζί με άλλες υποπλοκές συγκροτούν το αριστούργημα του Λιεφ Νικολάιεβιτς Ταλστόι «Άννα Καρένινα» (1873-1877, πρώτη έκδοση σε βιβλίο 1878), μία συγκλονιστική νωπογραφία της ρωσικής κοινωνίας του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, που θεωρείται από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί.
Η παράσταση. Η «Άννα Καρένινα» έχει μεταφερθεί στο θέατρο, στον κινηματογράφο, έχει γίνει χορόδραμα... Η Λιθουανή Αντζέλικα Χόλινα τη χορογράφησε/σκηνοθέτησε και πάλι (πρώτο ανέβασμα με την ομάδα της «Αντζέλικα Χόλινα» 2010 / πρώτη παράσταση στο Θέατρο «Βαχτάνγκοφ» 2012). Ακουμπώντας πάνω σε ένα μουσικό χαλί τέλεια εναρμονισμένο με τον παροξυσμό του πάθους στο έργο, χαλί που το συνθέτουν, βασικά, συγκλονιστικές μουσικές -κυρίως από το Κοντσέρτο γκρόσο αρ. 1- του Άλφρεντ Σνίτκε (στο πρόγραμμα, περιέργως, δεν αναφέρεται τίποτα για τη μουσική, για τον Σνίτκε υπάρχει αναφορά μόνο -κακώς- σε ένα σημείωμα στη ηλεκτρονική σελίδα του «Βαχτάνγκοφ»), η Χόλινα δημιούργησε μία αφηγηματική χορογραφία -ένα χορόδραμα.
«Αφηγηματική χορογραφία στον 21ο αιώνα της αποδόμησης;» είναι το πρώτο ερώτημα που εύλογα δημιουργείται. Αν ο σκηνοθέτης/χορογράφος έχει τις ικανότητες να εμφυσήσει στη δουλειά του έμπνευση, απαντώ ανεπιφύλακτα «ναι». Και η Χόλινα τις διαθέτει με το παραπάνω. Έχει δημιουργήσει, δένοντας ηθοποιούς που χορεύουν αλλά και άλλους που δεν χορεύουν αλλά απλώς η κίνησή τους στη σκηνή είναι στενά δεμένη με τη μουσική, μία παράσταση πυκνή, εξαιρετικής σκηνικής οικονομίας, δυναμική -με μία εσωτερική δύναμη εκρηκτική. Που κάποιες στιγμές μου θύμισε χορογραφίες του Μπορίς Έιφμαν («Κόκκινη Ζιζέλ»).

Μέσα σε μία αχλή, σε μία θολή ατμόσφαιρα, σε ημίφωτα, τα τεντωμένα σαν τόξα, «άκαμπτα» κορμιά που καταγράφουν τη συντηρητική ακαμψία της ρωσικής κοινωνίας της εποχής, τα ίδια κορμιά που μετατρέπονται σε νευρόσπαστα, το πάθος που, ανεξέλεγκτο, δονεί, σπαράσσει την Καρένινα, η απόλυτα ευρηματική, εκφραστική κίνηση που αντλεί από το κλασικό μπαλέτο χωρίς να αδιαφορεί για τον σύγχρονο χορό αλλά πάνω απ
όλα εκφράζει την ψυχολογία των χαρακτήρων, οι πολλές, βασικά σύντομες, σκηνές που, συχνά, στο τέλος τους παγώνουν σε ταμπλό βιβάν, τα εξαιρετικά σύνολα εν είδει Χορού αρχαίου δράματος -μία πινακοθήκη τεράτων-, η θεατρικότητα που κυριαρχεί συγκροτούν ένα άρτιο, ένα πλήρες, ένα συναρπαστικό, ένα εμπνευσμένο αποτέλεσμα.
Το άλλο μεγάλο ατού τού οποίου είναι η αισθητική του: ο σκηνογράφος Μάριους Γιατσόβσκις με τα απόλυτα λιτά, αυστηρά, σκηνικά του -πολυέλαιοι, φανοστάτες, μία οροφή, ένα ευέλικτο, στενόμακρο τραπέζι, ένα πιάνο, μία πολυθρόνα, πολλές καρέκλες...-, ο Γιουόζας Στατκεβίτσους με τα κοστούμια του -μία συμφωνία μαύρου κυρίως, λευκού και λίγου κόκκινου, βασικά σε μονοχρωμίες και με στενά περιγράμματα που μέσα τους ασφυκτιούν τα γυναικεία κορμιά- και τα μακιγιάζ του- οι σφιχτές, σκληρές, επίσης αυστηρές κομμώσεις- 
και, πάνω από όλους, ο Τάντας Βαλέικα, με τους φωτισμούς του που με άφησαν άφωνο και που αποτελούν από μόνοι τους ένα γεγονός καλλιτεχνικό, μοιάζει να έχουν δουλέψει με ένα μυαλό, με ένα σώμα και με μία κοινή γλώσσα για να εκτοξεύσουν στο άπειρο την παράσταση.
Από την πρώτη στιγμή, όταν η αυλαία ανοίγει σαν να πέφτει κεραυνός, με το παγωμένο σύνολο που με παρέπεμψε σε εικόνες από τον «Επιθεωρητή» του Μέγιερχόλντ, μέχρι την τελευταία, τη σκηνή της αυτοκτονίας -που εμένα με έκανε να ξεσπάσω σε λυγμούς-, όπου το τρένο είναι μόνον ήχος -ήχος που παράγουν οι ηθοποιοί με καρέκλες που τις βροντούν στο σανίδι με ρυθμό ατμομηχανής, τι εύρημα!-, μόνο σκηνές ανθολογίας έχω να σημειώσω: η σκηνή με τον μικρό Σεργκέι να παίζει πιάνο σε τρίτο πλάνο μέσα σε ημίφως, τον Καρένιν στην πολυθρόνα του, πλάτη, επίσης υποφωτισμένο, σε δεύτερο πλάνο, να τον ακούει βυθισμένος στις σκέψεις του και σε πρώτο πλάνο την Άννα, με μία καρέκλα -οι καρέκλες συμπρωταγωνιστούν στην παράσταση-, φωτισμένη πιο έντονα, να παλεύει με τις Ερινύες της, 
η σκηνή με την πολυθρόνα του Καρένιν, που ο ήχος της, καθώς την κοπανάει στη σκηνή, εκφράζει όλη την απροσμέτρητη οργή του, η σκηνή του γάμου της Κίτι και του Λέβιν -πάλι οι καρέκλες...-, η σκηνή όπου οι καρέκλες γίνονται διάδρομος από τον οποίο η Καρένινα τρυπώνει κρυφά στο μέγαρό τους από όπου είναι πια αποκλεισμένη με σκοπό να αγκαλιάσει για μία στιγμή το γιο της, για να αναποδογυριστούν, να συντριβούν, μετά, από την πετρουπολίτικη κοινωνία και κάθε δίοδος να κοπεί, η σκηνή ρίγους της Όπερας, με την Καρένινα να συναντάει την Τατιάνα του «Γιεβγκένι Ανιέγκιν» μέσα από τη σοπράνο που τραγουδάει την Άρια του Γράμματος της Τατιάνας από την όπερα του Τσαϊκόφσκι ενώ όλοι της γυρίζουν την πλάτη, είναι ανάμεσα σ’ αυτές που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Οι ερμηνείες. Ένας κι ένας, οι ηθοποιοί που, για ορισμένους, δεν μπορώ να πιστέψω πως δεν είναι διακεκριμένοι χορευτές: με επικεφαλής την εκπληκτική Όλγκα Λέρμαν-Άννα, τον Ντμίτρι Σαλομίκιν-Βρόνσκι και τον Γιεβγκένι Κνιάζεφ-Καρένιν, ένα σύνολο υψηλού επιπέδου -ξεχώρισα την Μπέτσι της Αναστασία Βασίλιεβα.
Το συμπέρασμα. Μία αριστουργηματική παράσταση. Μην τη χάσετε!

Θέατρο «Badminton», από το Κρατικό Ακαδημαϊκό Θέατρο «Γιεβγκένι Βαχτάνγκοφ», 16 Ιανουαρίου 2015.

1 comment:

  1. Πραγματικά εξαιρετική παράσταση με δύο ωστόσο σημαντικές ελλείψεις. Την μία πολύ σωστά αναφέρατε και ο ίδιος: δεν υπήρχε πουθενά και περιέργως καμμία αναφορά στο τίνος ήταν η μουσική που συνόδευε την παράσταση (ούτε στο πρόγραμμα ούτε στην ιστοσελίδα της παράστασης). Η δεύτερη έλλειψη ή πρόβλημα γενικότερο κατά τη γνώμη μου, είναι η ακουστική στο Badminton, η κακή ακούστική. Πολλές φορές ο ήχος -ιδίως των βιολιών- "έτριζε" φρικτά από τα μεγάφωνα, δίνοντας την αίσθηση ότι ο ήχος μεταδίδεται όπως από μεγάφωνο σε λαϊκό πανηγύρι (κακή μίξη ήχου;). Θεωρώ ότι η κακή ακουστική έπληξε σε πολλά σημεία την κατά τα λοιπά πραγματικά εξαιρετική και απολαυστική αυτή παράσταση από κάθε άποψη αισθητικής.

    ReplyDelete