January 20, 2015

«Ευτυχία» σοροπιαστή


Το έργο. Τέλος του Μεσοπολέμου, παραμονές του Δεύτερου Παγκοσμίου και ο αριστοκράτης βαρόνος Γκέοργκ φον Τραπ, πλοίαρχος του αυστροουγγρικού Πολεμικού Ναυτικού χωρίς πλοίο και αντικείμενο πια, μια και η συρρικνωμένη σε Αυστριακή Δημοκρατία τέως Αυστροουγγρική Μοναρχία έχει χάσει τη διέξοδό της προς τη θάλασσα, χήρος που η γυναίκα του πολύ του λείπει, εκτονώνει την καταπιεσμένη δυναμική του άπρακτου στρατιωτικού στα επτά παιδιά του, ηλικίας δεκαέξι έως πέντε ετών. Που τα μεγαλώνει στο μέγαρό του στο Ζάλτσμπουργκ, πλάι στα αλπικά βουνά, με πειθαρχία στρατιωτική η οποία αγγίζει τα όρια της υπερβολής ενώ οι γκουβερνάντες διαδέχονται ολοταχώς η μία την άλλη μη αντέχοντας τις σκανδαλιές των παιδιών. Ώσπου, σταλμένη από το γειτονικό μοναστήρι, έρχεται για την -και πάλι...- κενή θέση της γκουβερνάντας η Μαρία, νεαρή δόκιμη μοναχή, ορφανή, φτωχή, με αγάπη στη μουσική, καλλίφωνη, που η αγάπη της στον Θεό δεν φαίνεται να υπερνικά την έλλειψη πειθαρχίας στους κανόνες της μοναστικής ζωής, πράγμα που την κάνει ακατάλληλη για μοναχή.
Η Μαρία θα κερδίσει την αγάπη των παιδιών, θα ανατρέψει τη σιδηρά πειθαρχία που έχει επιβάλει ο πλοίαρχος, θα τον φέρει πιο κοντά στα παιδιά του -που πολύ τους λείπει με τις διαρκείς απουσίες του και με την απόσταση στην οποία τα κρατάει- και θα φέρει ξανά στο σπίτι τη μουσική -όλα τα παιδιά τραγουδούν- που μετά το θάνατο της μητέρας τους είχε εξοριστεί. Θα κερδίσει όμως και τον έρωτα του πλοίαρχου, που είναι ανομολόγητος αλλά αμοιβαίος.
Η Μαρία, τρομοκρατημένη από αυτό που δεν θέλει να παραδεχτεί και καθώς ο Γκέοργκ ήδη προετοιμάζεται να κάνει δεύτερη γυναίκα του την πλούσια βαρόνη Σρέιντερ, το σκάει και γυρίζει στο μοναστήρι. Αλλά η ανοιχτόμυαλη ηγουμένη τής συστήνει να επιστρέψει στους φον Τραπ και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα μια και ο έρωτας δεν αντιβαίνει στην αγάπη προς τον Θεό. Η Μαρία θα επιστρέψει, η βαρόνη Σρέιντερ, που αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει, θα διαλύσει τον αρραβώνα που έχει κάνει στο μεταξύ μαζί της ο φον Τραπ και η Μαρία, ενώ οι Γερμανοί εισβάλλουν στην Αυστρία και επιβάλλουν το Άνσλους -την ένωση των δύο χωρών-, παντρεύεται με τον πλοίαρχο.
Ο φον Τραπ, φανατικός Αυστριακός, αρνείται κάθε σχέση με τους χιτλερικούς. Οι οποίοι, για να τον εκβιάσουν και να τον φέρουν προ τετελεσμένων, τον διορίζουν αρχιπλοίαρχο στον γερμανικό στόλο. Ο βαρόνος δεν έχει άλλη λύση: πρέπει να φύγει κρυφά στο εξωτερικό. Οι φον Τραπ σύσσωμοι θα διαφύγουν στην Ελβετία, αμέσως μετά την πρώτη εμφάνισή τους ως χορωδιακού συνόλου -το οποίο έχουν στο μεταξύ συγκροτήσει- σε διαγωνισμό στο Φεστιβάλ του Κάλτσμπέργκ, όπου κερδίζουν, μάλιστα, το πρώτο βραβείο, σε μία περιπετειώδη απόδραση μέσα από τα βουνά, με τη βοήθεια του φίλου και ατζέντη τους Μαξ, γενικού γραμματέα του αυστριακού υπουργείου Πολιτισμού, και των μοναχών του μοναστηριού της Μαρίας.

Η πραγματική ιστορία της οικογένειας φον Τραπ, που βρήκε τελικά καταφύγιο στις ΗΠΑ όπου και διέπρεψε ως χορωδία δωματίου, έγινε βιβλίο το 1948 από την Μαρία φον Τραπ που εξέδωσε την αυτοβιογραφία της. Από το βιβλίο αυτό προέκυψε (1959) το μιούζικαλ «Η μελωδία της ευτυχίας». Οι Χάουαρντ Λίντσεϊ και Ράσελ Κράους έγραψαν, βάσει συνταγής, ένα ροζ, γλυκερό, σοροπιαστό, χαριτωμένο λιμπρέτο, με τα παιδάκια να παίζουν ρόλο πρωταγωνιστικό, το οποίο φυσικά ηρωποιεί τον Τραπ και εξαγιάζει την Μαρία χωρίς σκιές και αμφιβολίες, ό,τι έπρεπε για τη σκηνή του Μπρόντγουέι και μάλιστα της δεκαετίας του ’50. Πάνω σ’ αυτό ο Ρίτσαρντ Ρότζερς συνέθεσε μελωδικές και αγαπησιάρικες μουσικές και πολλά ωραία, αναγνωρίσιμα τραγούδια σε βολικούς, ταιριαστούς, ανάλογου ύφους στίχους του Όσκαρ Χάμερστάιν ΙΙ -το τελευταίο μιούζικαλ που συνυπέγραψαν και το οποίο θριάμβευσε συνεχίζοντας και κορυφώνοντας το θριάμβό του όταν μεταφέρθηκε (1965) από τον Ρόμπερτ Γουάιζ στον κινηματογράφο. Δεν είμαι καθόλου θαυμαστής του γλυκερού αυτού μιούζικαλ αλλά δεν παύω να το θεωρώ μία απόλυτα επαγγελματική δουλειά που κορυφώνεται έξυπνα με την απόδραση των Τραπ ενώ αναμένονται τα αποτελέσματα του διαγωνισμού.
Η παράσταση. Η Θέμις Μαρσέλλου ανέβασε το έργο, σε δική της, πολύ σωστή απόδοση του κειμένου και των στίχων, νοικοκυρεμένα αλλά χωρίς μεγάλη έμπνευση -μία αίσθηση ερασιτεχνισμού είχα κάποιες στιγμές και ότι το σκηνοθετικό χέρι δεν είναι αποφασιστικό. Η παράσταση είναι εύρυθμη, τσουλάει αλλά αφήνεται σε ευκολίες και ποντάρει πολύ στα παιδιά τονίζοντας τις αφέλειες του κειμένου -σαν να επιδιώκει να φέρει το αποτέλεσμα περισσότερο κοντά στα παιδικά γούστα.
Οι σκηνές με την υπηρέτρια που την πέφτει στον Μαξ και η παρουσίαση της Σρέιντερ ως εντελώς σαχλής είναι αφελή έως και φτηνά ευρήματα. Αντίθετα, οι σκηνές της «αποχώρησης» της Βαρόνης και του ξανασμιξίματος Τραπ-Μαρίας, από τις καλύτερες.
Η Μαίρη Τσαγκάρη έχει κάνει ευέλικτα, εξυπηρετικά σκηνικά που τα  βοηθούν οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη ενώ το video design και τις προβολές υπογράφουν οι Grou³. Βρήκα άνισα τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού -μερικά ατυχή και ευτελή, όπως στη σκηνή της δεξίωσης του φον Τραπ. Επαρκείς οι χορογραφίες της Άννας Αθανασιάδη.
Η παράσταση κερδίζει πόντους από τη μουσική πλευρά. Είναι συγκροτημένη μουσικά με τρόπο πυκνό και ουσιαστικό. Προφανώς πολλά οφείλονται στον Γιάννη Αντωνόπουλο που είχε τη μουσική διεύθυνση, έκανε τη φωνητική διδασκαλία και διευθύνει μία νευρώδη, νεανική ορχήστρα αλλά και στον Βασίλη Αξιώτη που δίδαξε φωνητική στα παιδιά.

Οι ερμηνείες. Η Νάντια Κοντογεώργη σαφώς και είναι τάλαντο ξεχωριστό: έχει έξοχη φωνή, χαριτωμένη παρουσία, ένα πανέξυπνο μουτράκι, λάμψη και το διάβολο μέσα της -το κωμικό στοιχείο αυθόρμητα ξεπηδάει. Το θέμα είναι πως έχει στόφα σουμπρέτας ενώ η Μαρία δεν είναι σουμπρέτα, ενζενί είναι. Η κωμικότητα που αναβλύζει στρέφει κάθε τόσο τη νεαρή ηθοποιό προς μία ερμηνεία με τόνους που δεν ταιριάζουν στο ρόλο. Και δεν υπήρχε προφανώς ισχυρό σκηνοθετικό χέρι να τη συγκρατήσει. Πιστεύω πως, τελικά, ο ρόλος δεν της πηγαίνει και τόσο. Μία «Sweet Charity», για παράδειγμα, θα της ταίριαζε πολύ περισσότερο. Πρέπει, όμως, πολύ να προσέξει, αν την ενδιαφέρει φυσικά, να μην εκτροχιαστεί προς στην κωμωδία με την αγοραία σήμερα στο ελληνικό θέατρο έννοια...

Ο Άκης Σακελλαρίου, ηθοποιός με κύρος, δίνει μία σωστή, συγκρατημένη αλλά λίγο πιο κορδωμένη απ’ όσο χρειαζόταν ερμηνεία του Πλοιάρχου Τραπ. Η Ζέτα Δούκα, μέγα τάλαντο και εκθαμβωτική σκηνική παρουσία -από τις σπάνιες που διαθέτει η ελληνική σκηνή-, με μία μάλλον αποτυχημένη περούκα, κακώς έχει οδηγηθεί σε μία παρώδηση του ρόλου της. Αν η Σρέιντερ είναι τόσο ανόητη, τότε, για την Μαρία, το παιχνίδι να κερδίσει τον Τραπ είναι πανεύκολο... Τελικά οι θετικότερες, ως συνολικό αποτέλεσμα, εντυπώσεις μου είναι για τον Μαξ του Αργύρη Αγγέλου. Εξαίρετος, λεπτός, ανάλαφρος κωμικός, με θαυμάσια κίνηση, μετρημένος, ώριμος πια, πετάει στο ρόλο του. Από τους πολλούς υπόλοιπους ξεχώρισα τον Περικλή Λιανό που δίνει σωστά και με μέτρο τον κρυπτοεθνικοσοσιαλιστή καμαριέρη. Άχρωμη η Λιζλ της Άννας Φιλιππάκη και ιδιαίτερα αδύναμη ως Φράου Σμιτ η σκηνοθέτρια Θέμις Μαρσέλλου που κινεί διαρκώς τα χέρια της αμήχανα, χωρίς να τα ελέγχει.
Αλλά η έκπληξη της παράστασης είναι η ερμηνεία της Μαρίας Γράμψα. Κυριολεκτώ όταν μιλώ για ερμηνεία. Η Μαρία Γράμψα δεν είναι απλώς μία εντυπωσιακή δραματική σοπράνο. Κινείται στη σκηνή και παίζει με μία απλότητα και με μία φυσικότητα δυσεύρετες σε λυρικούς καλλιτέχνες το ρόλο: μία απόλυτα πειστική, γαλήνια και με χιούμορ Ηγουμένη.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση ευπρεπής -και ακόμα καλύτερη μουσικά-, σίγουρα ελκυστική για τα παιδάκια ως εισαγωγή στο μουσικό θέατρο, αλλά που δεν θα ήταν δυνατό να συγκριθεί με παράστασεις μιούζικαλ του Γουέστ Εντ ή του Μπρόντγουέι...

Θέατρο «Παλλάς», 16 Ιανουαρίου 2015.

No comments:

Post a Comment