January 23, 2015

Όταν η λάβα δεν κοχλάζει



Το έργο. Ο συνταξιούχος, πια, καθηγητής πανεπιστημίου Σερεμπριακόφ, παντρεμένος σε πρώτο γάμο με την Βέρα Πετρόβνα, αδελφή του Βάνια, η οποία πέθανε, και πατέρας της Σόνιας, έχει παντρευτεί, σε δεύτερο γάμο, με την πολύ νεότερή του Γιελένα. Εδώ και μήνες μένουν στο κτήμα που έχει κληρονομήσει από την πρώτη γυναίκα του και στο οποίο ζει η Σόνια με το θείο της Βάνια και τη γιαγιά της, μητέρα του Βάνια και της μητέρας της, Μαρία Βασίλιεβνα.
Η ζωή αυτή έχει γίνει δύσκολη. Ο καθηγητής που πάσχει και από ποδάγρα, φαφλατάς, ιδιότροπος, εγωκεντρικός, είναι αφόρητος και τα ωράριά του έχουν ανατρέψει τα πάντα στο κτήμα. Όπου Βάνιας και Σόνια εργάζονται σκληρά και από τα έσοδά του, ουσιαστικά, ζει, εδώ και χρόνια, ο καθηγητής. Στον οποίο είναι ταμένη, θαυμάζοντάς τον απεριόριστα και έχοντας ευαγγέλιο τα βιβλία του, η ψευτοδιανοούμενη γιαγιά. Ο Βάνιας, που κάποτε πίστευε κι αυτός στον καθηγητή -μέχρι και ξένα βιβλία μετέφραζε με τη μητέρα του για χάρη του-, τον έχει απομυθοποιήσει εντελώς θεωρώντας τον ένα μηδενικό.

Ρόλο έχει παίξει και πως είναι ερωτευμένος -χωρίς ανταπόκριση -με την Γιελένα, την όμορφη γυναίκα του. Με την Γιελένα όμως είναι ερωτευμένος και ο φίλος του, ο γιατρός Άστροφ, που συχνά-πυκνά βρίσκεται στο σπίτι. Τον Άστροφ, έναν άντρα με οράματα που τα έχει πνίξει στη βότκα, έχει ερωτευτεί απελπισμένα η ασχημούλα Σόνια -ένας έρωτας κρυφός. Εκείνος δείχνει -ή θέλει να δείχνει- πως δεν το έχει αντιληφθεί. Η Γιελένα, που, αντίθετα το έχει καταλάβει και της το εξομολογείται η Σόνια, αποφασίζει να μεσολαβήσει και να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Ο Άστροφ είναι κάθετα αρνητικός -δεν νοιώθει τίποτα για την Σόνια- αλλά θετικότατος να εξομολογηθεί στην Γιελένα τον δικό του έρωτα. Της ορμάει, εκείνη ανθίσταται, μολονότι ο Άστροφ της αρέσει, αλλά ο Βάνιας τους βλέπει.
Ο καθηγητής ανακοινώνει πως σχεδιάζει να πουλήσει το κτήμα γιατί θεωρεί πως είναι οικονομικά η καλύτερη λύση -για τον ίδιο, βέβαια... Ο Βάνιας, εκτός εαυτού, τον πυροβολεί αλλά αστοχεί. Ο καθηγητής παίρνει πίσω την πρόταση και με την προτροπή της Γιελένα -που έχει τους δικούς της λόγους...- φεύγουν από το κτήμα αλλά αφού εκείνη και ο Άστροφ, σε ένα ξέσπασμα πάθους, δίνουν ένα τελευταίο φιλί.
Η «τάξη» αποκαθίσταται στο κτήμα και η ζωή συνεχίζεται ανιαρή -ίσως, γι αυτούς που μένουν, κατά ένα κάποιο τρόπο, και δημιουργική.

Στον «Θείο Βάνια» (1898), το ένα από τα τέσσερα κύρια μεγάλα έργα του, ο Αντόν Τσέχοφ, χρησιμοποιώντας μία πλοκή προσχηματικά συμβατή με το θέατρο της εποχής του -έρωτες που κρυφοβράζουν-, παίζει πάνω στα μοτίβα που είναι τα ίδια σε όλα τους: μία ζωή πληκτική, ανούσια, μία ελπίδα για ένα άδηλο μέλλον που μπλέκεται με μία συνειδητή παραδοχή πως μέλλον δεν υπάρχει, ένα επιφανειακό τίποτα το οποίο πότε-πότε σκάει με μικρές εκρήξεις σαν της λάβας ενός ηφαιστείου που σιγοβράζει αλλά ποτέ δεν φτάνει στη μεγάλη έκρηξη. Η λάβα, όμως, που κοχλάζει είναι πάντα από κάτω. Όλα τα ασήμαντα που λέγονται κρύβουν ένα κείμενο ανείπωτο μεν, καίριο δε. Και τα ανείπωτα είναι τα σημαντικότερα στον Τσέχοφ. Εκεί βρίσκεται η υπαρξιακή αναζήτησή του.
Η αναγωγή αυτών των προσώπων, των τραγικά γελοίων ή γελοία τραγικών, σε σύμβολα -εμείς είμαστε αυτά τα πρόσωπα- καθιστά τον «Θείο Βάνια», όπως και τα άλλα τρία βασικά έργα του Τσέχοφ, κείμενα παντός καιρού: ακατάλυτα, αξεπέραστα, ανεξάντλητα. Ανοιχτά να διαβαστούν κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, ανοιχτά κάθε φορά να ανακαλύψεις μέσα τους κάτι καινούργιο.

Η παράσταση. Η σκηνοθέτρια Λίλλυ Μελεμέ -της οποίας πολλές παραστάσεις έχω εκτιμήσει- νομίζω πως φοβήθηκε το έργο και τον Τσέχοφ. Και δεν μιλώ για αποδομήσεις και μεταδραματικά κόλπα. Μιλώ για ένα σκάψιμο πιο βαθιά. Επιχείρησε, πάνω στην έξοχη και ακόμα ισχυρή -καθώς, επιπλέον, αναθεωρήθηκε από τη μεταφράστρια, ειδικά για την παράσταση-, μετάφραση τη Χρύσας Προκοπάκη (που έγινε το 1989 για τον «Θείο Βάνια» του Λευτέρη Βογιατζή, σε συνεργασία με τον Δημήτρη Σπάθη και το σκηνοθέτη), μία ανάγνωση στρωτή, συντηρητική, ακολουθώντας την άποψη για έναν δραματικό Τσέχοφ και συγκρατώντας το χιούμορ του. Δεν ένοιωσα, δεν είδα κάτω από τη (μη) δράση να αναδύεται το υπο-κείμενο. Δεν ένοιωσα το γελοίο που κρύβεται μέσα σ’ αυτό που οι ήρωες -και εμείς- θεωρούν δράμα -μόνο, λίγο, στην ειρωνεία του Βάνια. Είδα εντάσεις, δάκρυα, άκουσα κορόνες που μου φάνηκαν να αντίκεινται στο τσεχοφικό πνεύμα. Είδα και άκουσα σόλι, δεν είδα σύνολα. Σαν ο καθένας να λέει το μονόλογό του, να λέει την ατάκα του ερήμην των επί σκηνής άλλων.
Όλα μοιάζουν πολύ καλά τακτοποιημένα, πολύ δουλεμένα αλλά σαν παράγωγα μιας πολύ καλής τεχνικής προετοιμασίας, όχι από τα σωθικά βγαλμένα. Ίσως να φταίει η αντίληψη που έχω για τον Τσέχοφ. Ίσως να φταίει ότι δεν μπορώ, είκοσι έξι χρόνια μετά, να ξεχάσω τον «Θείο Βάνια» του Λευτέρη Βογιατζή -μοντέλο, για μένα, τσεχοφικής παράστασης στην Ελλάδα. Ίσως γιατί πρόσφατα είδα τον κινηματογραφικό «Θείο Βάνια» του Αντρέι Καντσαλόφσκι...
Αποφασιστικό ρόλο στη γνώμη μου για την παράσταση έπαιξαν και οι μουσικές του Σταύρου Γασπαράτου. Έχω, καταρχάς, την πεποίθηση πως Τσέχοφ και Πίντερ δεν τη θέλουν καθόλου τη μουσική, την ενέχουν. Πέραν αυτού, υψηλής ποιότητας από μόνες τους, έχουν υποταχτεί στη σκηνοθετική άποψη περί μελαγχολίας των καιρών και απογοήτευσης και θλίψης και δράματος ενισχύοντας τη σχετική ατμόσφαιρα. Διαφωνώ.
Η Αριάδνη Βοζάνη έχει κάνει ένα καλόγουστο, λειτουργικό, μοντέρνο σκηνικό που το έχει φωτίσει εξαιρετικά η Μελίνα Μάσχα. Ειδική μνεία για τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα: ανάλαφρα, αέρινα, σε υπέροχους γαιώδεις, χρωματικούς συνδυασμούς, βοηθούν και αναδεικνύουν τους ηθοποιούς, ειδικά τις κυρίες, προσδίδοντας μία τσεχοφική ανάσα.
Οι ερμηνείες. Η διανομή διαθέτει οκτώ ηθοποιούς τουλάχιστον καλούς έως και εξαιρετικούς. Αλλά, εκτός και από τις κάποιες ηλικιακά λανθασμένες επιλογές που εκτινάξαν πολύ προς τα πάνω τις ηλικίες των ηρώων, φοβάμαι πως και η σκηνοθεσία δεν τους αξιοποίησε, δεν τους τιθάσευσε, δεν τους έδεσε μεταξύ τους -δεν τους οδήγησε προς τα μέσα αλλά προς τα έξω.
Ο Γιάννης Φέρτης, με το κύρος του, τονίζει την ειρωνεία του κειμένου αλλά δεν τον ένοιωσα να βαθαίνει το ρόλο -εκείνο το «μπαμ» του Βάνια, όταν το όπλο του δεν εκπυρσοκροτεί, θα έπρεπε να συμπυκνώνει όλον τον Τσέχοφ. Γιατί τον συμπυκνώνει. Ακόμα πιο εξωτερικό και κάπως υποτονικό, εκτός από λίγες στιγμές στη δεύτερη πράξη, βρήκα τον Στέλιο Μάινα-Άστροφ. Η Αλεξία Καλτσίκη, ηθοποιός εξαίρετη, κάνει το καλύτερο σε μία δραματική εκδοχή του ρόλου, που γίνεται ακόμα βαρύτερη στο φινάλε. Η επίσης έξοχη Μαρίνα Ψάλτη έχει οδηγηθεί, με κίνηση μεθυσμένη, σε μία ερμηνεία που «δείχνει» όλα όσα, κατά τη γνώμη μου, θα έπρεπε να μένουν κρυμμένα. Η Μελίνα Βαμβακά -άλλη πολύ καλή ηθοποιός-, επίσης. Ο Χάρης Χαραλάμπους έχει κάνει γραφικό ένα βαθιά τσεχοφικό πρόσωπο όπως ο Τελιέγκιν. Βρήκα πιο πειστικό, αν και κάπως αδύναμο, τον Γιάννη Βόγλη και, ίσως, καλύτερη όλων -συγκινητική- την Μαρίνα της Έρσης Μαλικένζου.

Το συμπέρασμα. Μία παράσταση που δεν θα σας απέτρεπα να τη δείτε αλλά που πιστεύω πως δεν αντιμετωπίζει κατάματα τον Τσέχοφ.

Θέατρο «Δημήτρης Χορν», 21 Ιανουαρίου 2015. 

(Φωτογραφίες: Τάσος Βρεττός).

No comments:

Post a Comment