December 2, 2014

Ο Μιχαήλ που έμαθε «από τι ζουν οι άνθρωποι» ή Η αγάπη είναι Θεός


Το έργο. Ο Συμεών είναι παπουτσής. Καλός παπουτσής. Αλλά φτωχός παπουτσής -όλοι του χρωστούν. Ένα απόγευμα που το κρύο περουνιάζει βγαίνει στους δρόμους, φορώντας το -πολύ παλιό- παλτό που μοιράζονται με τη γυναίκα του, την Ματριόνα, για να μαζέψει κάτι από τα χρεωστούμενα -ούτε να ψωνίσουν από τον μπακάλη δεν έχουν πια. 
Χτυπάει πόρτες αλλά ούτε ένα καπίκι δεν καταφέρνει να εισπράξει. Επιπλέον, στο δρόμο του, συναντάει πεσμένο σε μία γωνιά ένα παράξενο ανθρώπινο πλάσμα παγωμένο από το κρύο. Του φοράει το παλτό του(ς) και το πηγαίνει σπίτι του για να το ζεστάνει. Η Ματριόνα κακοδέχεται τον νεοφερμένο -νομίζει πως μπεκροπίνανε μαζί με τον Συμεών. Πόσω μάλλον όταν τον βλέπει να φοράει το μοναδικό παλτό τους -προσπαθεί να του το βγάλει. Αλλά τα λόγια του Συμεών, που της εξηγεί πως τον μάζεψε για να μην τον αφήσει να πεθάνει από το κρύο, την μαλακώνουν. Του δίνει να φάει το τελευταίο κομμάτι ψωμί που τους έχει απομείνει. Ένα φως φωτίζει, ξαφνικά, το πρόσωπο του ξένου.
Τον λένε Μιχαήλ. Δεν τους αποκαλύπτει από πού έρχεται και πώς βρέθηκε στο δρόμο. Ο Συμεών τού προτείνει να μείνει κοντά τους και να του μάθει την τέχνη του. Ο Μιχαήλ γίνεται άσσος μέσα σε λίγες μέρες. Η φήμη του εξαπλώνεται -κανένας δεν ράβει πιο γερά παπούτσια.
Ένας επηρμένος άρχοντας τους επισκέπτεται με δέρμα από αυτί ελέφαντα στα χέρια του -«το ακριβότερο στον κόσμο». Επιτακτικά τους ζητάει από αυτό να του φτιάξουν μπότες «που θα κρατήσουν για πάντα». Ο Μιχαήλ χαμογελάει. Το πρόσωπό του φωτίζεται και πάλι από ένα παράξενο φως.
Όταν όμως παραδίδει στον Συμεών τη δουλειά του εκείνος γίνεται έξαλλος: ο Μιχαήλ κατέστρεψε το δέρμα! Αντί για μπότες έφτιαξε παντόφλες. Και τότε χτυπάει η πόρτα. Είναι ο υπηρέτης του άρχοντα: ο αφέντης του δεν χρειάζεται πια τις μπότες, παντόφλες χρειάζεται. Διότι πέθανε. Και στην Ρωσία παντόφλες φοράνε στους νεκρούς. Ποιος είναι ο Μιχαήλ που το ήξερε; Ο Συμεών και η Ματριόνα κρατούν την ερώτηση για τον εαυτό τους. 
Κατόπιν έρχεται μία γυναίκα και τους παραγγέλλει ένα παπουτσάκι με σίδερα για ένα χωλό παιδί. Τους εξομολογείται πως είναι ένα από τα δύο κοριτσάκια που πήρε κοντά της από μωρά και τα ανάστησε, όταν η μάνα τους πέθανε αμέσως μετά τη γέννα, λίγες μέρες ύστερα από το θάνατο και του πατέρα τους. Το πρόσωπο του Μιχαήλ φωτίζεται για άλλη μία φορά. Αλλά τη φορά αυτή το φως απλώνεται σε όλο το δωμάτιο. Ποιος είναι; Και τι είναι το φως αυτό; Έφτασε η στιγμή να τον ρωτήσουν. 
Ήταν άγγελος. Που εξέπεσε. Δεν εκτέλεσε την εντολή του Θεού όταν τον έστειλε να πάρει την ψυχή μιας λεχώνας που είχε γεννήσει δίδυμα κοριτσάκια. Τη λυπήθηκε. Ο Θεός τον έστειλε πίσω να εκτελέσει την εντολή του. Η λεχώνα, ξεψυχώντας, έπεσε πάνω στο ένα μωρό και του σακάτεψε το ποδαράκι -είναι αυτό που του έφτιαξαν το ειδικό παπούτσι. Και μετά ο Θεός τιμώρησε τον Μιχαήλ για την παρακοή του -να μείνει στη γη σαν άνθρωπος μέχρι να μάθει τρεις αλήθειες: τι υπάρχει μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, τι δεν ξέρει ο άνθρωπος και από τι ζουν οι άνθρωποι. Τώρα έχει πάρει πια τις απαντήσεις: ότι στην καρδιά του ανθρώπου υπάρχει καλοσύνη, ότι δεν ξέρει τι μπορεί να του συμβεί την επόμενη στιγμή και ότι οι άνθρωποι ζουν από την αγάπη. Και μπορεί να επιστρέψει στον ουρανό.
Το -εκτεταμένο- διήγημα (1885) του Λεβ Νικαλάιεβιτς Τολστόι «Από τι ζουν οι άνθρωποι» είναι ένα έξοχο πεζό κείμενο, μία παραβολή, ένα παραμύθι που σφύζει από τρυφερότητα και συγκίνηση. Μήνυμά του, η αγάπη. Μέσα από το χριστιανικό πρίσμα.
Η παράσταση. Το διήγημα αυτό διασκεύασαν για το θέατρο -αφηγήτρια μία κούκλα-, διατηρώντας τον τίτλο του, η Όλια Λαζαρίδου, ο Γιώργος Νανούρης και ο Ηλίας Κουνέλας οι οποίοι συνυπογράφουν και τη σκηνοθεσία και το ερμηνεύουν. Συνέδεσαν το τολστοϊκό κείμενο με τη γύρω μας σημερινή θλιβερή πραγματικότητα, με κρίκους κάποια αισθαντικά, βαθύτατης ανθρωπιάς, απλά, ταπεινά, καθόλου στομφώδη, ποιητικά κείμενα που έχει γράψει η Όλια Λαζαρίδου και που δένονται γερά με την υπόλοιπη αφήγηση και με τα διαλογικά μέρη. Αυτή τη σφιχτοδεμένη, ελλειπτική διασκευή τους -ένα μεγάλο μονόπρακτο- την παρουσιάζουν με άκρα λιτότητα -κάτι σαν παράσταση κουυκλοθεάτρου. Μία παράσταση που την έχουν ενισχύσει και αναδείξει με τα σκηνικά -έξοχη ιδέα οι τρεις παλιές ξύλινες ντουλάπες που στο κουκλοθέατρο ακριβώς παραπέμπουν -και τα κοστούμια της η Κατερίνα Χριστίνα Μανωλάκου, ο Κωνσταντίνος Βήτα με τις μουσικές του, η Μάρθα Φωκά που κατασκεύασε την κούκλα. Τους φωτισμούς μόνο, που ο ρόλος τους εδώ είναι καίριος, τους περίμενα από την Σοφία Αλεξιάδου πιο αποτελεσματικούς. Μία χειροποίητη παράσταση απλή, καθαρή σα γάργαρο νεράκι, βαθιά συγκινητική, αθώα -ένα παραμύθι.
Οι ερμηνείες. Η πάντα κινούμενη στη σφαίρα του ποιητικού όπου νοιώθει σαν το ψάρι στο νερό -σύμφυτο!- Όλια Λαζαρίδου, ο Γιώργος Νανούρης και ο όντως αγγελικός -ουσιαστικά αγγελικός- Ηλίας Κουνέλας που, όντως, εκπέμπει φως -εξαίρετη επιλογή για το ρόλο του Μιχαήλ- δεν ερμηνεύουν απλώς, ταυτίζονται, γίνονται ένα με το κείμενο που είναι δικό τους έτσι κι αλλιώς.
Το συμπέρασμα. Δηλώνω άθεος. Αλλά το αποστολικό -του Παύλου- «εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκὸς ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον» και το -πρώιμα κομμουνιστικό, κατά τη γνώμη μου- «ο έχων δύο χιτώνας μεταδότω τω μη έχοντι» του Ιησού με αγγίζουν βαθιά. Εφόσον το βαθύτερο μήνυμα που η παράσταση κομίζει είναι αυτό, τότε, ναι, είμαι χριστιανός. Ένα δικό μου είδος χριστιανού. Το «Ο Θεός είναι αγάπη» με το οποίο η παράσταση κλείνει θα το ανέστρεφα σε «Η αγάπη είναι Θεός».
Δείτε την παράσταση αυτή -εγώ την είδα δύο φορές, μία πέρσι και μία φέτος. Και δείτε τη μαζί με παιδιά. Θα σας μαλακώσει, θα σας γλυκάνει την καρδιά.

Θέατρο «Ελληνικός Κόσμος»/«Θέατρον»/Αίθουσα «Ιφιγένεια», 16 Φεβρουαρίου 2014 και Θέατρο «Πορεία», 9 Νοεμβρίου 2014.

No comments:

Post a Comment