December 14, 2014

Άγαλμα απατηλό... ή Η πατρίς ευγνωμονούσα με λοβιτούρες



Στρατηγός ε.α. Δεκαβάλλας Λάμπρος. Ήρως των Βαλκανικών και του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Και έντιμος άνθρωπος. Ζει -πρώτα μεταπολεμικά χρόνια- με τη γυναίκα του, την Ειρήνη, και την κόρη του, την Πόπη, πέντε χρόνια αρραβωνιασμένη με έναν νεαρό οδοντίατρο χωρίς οδοντιατρείο, τον Κώστα. Στα όρια της φτώχειας.
Σύνταξη πενιχρή -έως και το ηλεκτρικό δυσκολεύονται να πληρώσουν, έως και για τα φάρμακα δεν φτάνουν τα χρήματα, έως και στον παλιατζή καταφεύγει η κυρία Ειρήνη που αποπειράται να ξαποστείλει για λίγα τάλιρα την παλιά, τρυπημένη από σφαίρα χλαίνη, τις μπότες και το ιστορικό σπαθί του στρατηγού ο οποίος όμως το αντιλαμβάνεται εγκαίρως, την προγκίζει και την αποτρέπει.
Στα δύσκολα και ο Κώστας -όχι πολύ καθαρή περίπτωση... Θέλει να ξεκινήσει καριέρα αλλά λεφτά για οδοντιατρείο και εξοπλισμό δεν υπάρχουν. Οι σπόντες που ρίχνει στα πεθερικά του για ενίσχυση δεν μπορούν, έτσι κι αλλιώς, να έχουν αποτέλεσμα -πού να τα βρουν; Και τότε παίζει το χαρτί της Αυστραλίας: θα φύγει μετανάστης και η Πόπη θα πρέπει κι άλλα χρόνια να τον περιμένει για γάμο...
Στο μεταξύ από το πουθενά εμφανίζεται ο Απόστολος Δεκαβάλλας. Εξάδελφος του στρατηγού. Που πιάστηκε καλά στην Κατοχή -λίρα με ουρά... Εμφανίζεται με χαρμόσυνα νέα: η πατρίς ευγνωμονούσα, μέσω ενός κάποιου υπουργείου Εθνικής Αποκαταστάσεως, θυμήθηκε ξαφνικά την ηρωική δράση του στρατηγού και το αίμα που έχυσε για να την υπερασπιστεί και αποφάσισε να δώσει το όνομά του στην πλατεία μπροστά από το σπίτι του μετονομάζοντάς την και να στήσει στο κέντρο της άγαλμά του και μάλιστα έφιππου. Ο Απόστολος, ως φίλος στενός του ιδιαίτερου του υπουργού, μεσολαβεί. Ο στρατηγός κολακεύεται.
Η τελετή των αποκαλυπτηρίων, με φιλαρμονικές, προσκόπους, μαθητές σχολείων, πλήθος κόσμου και τον υπουργό να βγάζει λόγο τιμητικό, τον κολακεύουν και τον συγκινούν ακόμα περισσότερο. Κι ας έχουν στηρίξει με παραμάνες το παντελόνι της επίσημης στολής του μην του πέσει... Μόνο που, μόλις τα ταρατατζούμ τελειώσουν, θα τελειώσουν και οι ψευδαισθήσεις. Ο πεινασμένος αλλά και πειναλέος γλύπτης-δημιουργός του αγάλματος, που ξεμένει στο σπίτι του για τα κεφτεδάκια της κυρίας Ειρήνης, τού αποκαλύπτει τη γυμνή αλήθεια: ο Απόστολος και ο ιδιαίτερος, «ειδικευμένα» λαμόγια, έστησαν, χρησιμοποιώντας το όνομα που φέρει ο στρατηγός ως ήρωας πολέμων και με μοχλό το άγαλμα και την πλατεία και τις παράτες, άλλη μία λοβιτούρα -υπερκοστολογήσεις κλπ...- για να αρμέξουν κρατικά εκατομμυριάκια. Και στον ίδιο το γλύπτη έριξαν ένα κόκαλο ως αμοιβή, υποχρεώνοντάς τον μάλιστα να υπογράψει απόδειξη για πολλαπλάσιο ποσό. Ο στρατηγός, εμβρόντητος.
Παράλληλα με τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος αλλά και της απάτης γίνονται και άλλα αποκαλυπτήρια: ο Κώστας έχει σχέση με την Τζούλια, την κόρη του Απόστολου -που αυτός διαθέτει λεφτά για να του εξασφαλίσει οδοντιατρείο...- και παρατάει την Πόπη που καταρρέει.
Ο στρατηγός, αντιμετωπίζοντας πλέον την αλήθεια κατάματα, θα τους διαολοστείλει όλους -συμπεριλαμβάνομένης της κυρίας που έρχεται, επίσης εκ μέρους του Απόστολου, με σκοπό να παραλάβει το σπαθί του για να το εκθέσουν σε έκθεση εθνικών κειμηλίων, που τα έσοδα από τα εισιτήριά της θα πάνε «για φιλανθρωπικούς σκοπούς»...- και θα τους πετάξει έξω από το σπίτι του. Που δεν έχει πια φως. Γιατί η ηλεκτρική εταιρεία, λόγω απλήρωτου λογαριασμού, τους το έκοψε. Την ίδια ώρα που, πρώτη βραδιά, το άγαλμα  φωταγωγείται με προβολείς οι οποίοι καταυγάζουν την πλατεία Λάμπρου Δεκαβάλλα...
Ο Αλέκος Σακελλάριος και ο Χρήστος Γιαννακόπουλος με το «Ένας ήρωας με παντόφλες» («Ένας ήρως με παντούφλες» ο πρωτότυπος τίτλος, 1947) έδωσαν μία από τις καλύτερες, τις πιο ολοκληρωμένες κωμωδίες τους -μία δραματική κωμωδία για να ακριβολογώ. Υφολογικά συγγενική με τη χρονολογικά κοντινή (1949) «Δεσποινίς ετών 39». Μία κωμωδία λίγο πικρή, λίγο μελαγχολική που αντικατοπτρίζει την απογοήτευση και τις διαψεύσεις της εποχής. Καταγράφοντας τη μικροαστική κοινωνία των ημερών τους και την παθολογία της. Το έργο είναι γραμμένο προσεκτικά, με εξαιρετική γνώση της δραματικής οικονομίας, με μαστόρικη  χρήση του διαλόγου, πλέκει επιδέξια τα δύο παράλληλα θέματά του -του στρατηγού και της κόρης του- και συνδυάζει στις σωστές δόσεις το γέλιο με τη μελαγχολία για να γίνει συγκινητικό στο τέλος. Και είναι γραμμένο με ήθος που σπανίζει σήμερα.
Η παράσταση. Ο Γιάννης Μπέζος ακολούθησε τη γραμμή που είχε τηρήσει όταν ανέβασε το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» του Γιώργου Τζαβέλλα: σεβάστηκε -οι ελάχιστες επεμβάσεις του στο κείμενο ήταν αναγκαίες- και τίμησε το έργο. Το σκηνοθέτησε με μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες προσθέτοντας, με μέτρο, πινελιές που χαρακτηρίζουν την εποχή -αρχή του Εμφύλιου-, όπως το κουμπούρι του Απόστολου, χωρίς να εξυπνακίσει σκηνοθετικά με περιττές προσθήκες. Η παράστασή του έχει πολύ καλούς ρυθμούς, έχει ωραία ευρήματα -αποδοτικότατα, πανέξυπνα, απολαυστικότατα τα μουσικά γκαγκς που παραπέμπουν σε κινούμενα σχέδια, όταν ο στρατηγός μαθαίνει τα «χαρμόσυνα νέα»- και έχει γνήσιο χιούμορ χωρίς ποτέ να γίνεται φτηνή. Και το κυριότερο: δεν παρασύρθηκε ο Γιάννης Μπέζος από το ύφος της δραματικής κωμωδίας για να γλιστρήσει σε μελοδραματισμούς υπερτονίζοντας τα δραματικά στοιχεία της αλλά κράτησε τους χαμηλούς, μελαγχολικούς τόνους της.
Στα λίγα ατοπήματα της παράστασης, ο τρόπος που υπερτονίστηκαν επιθεωρησιακά ο παλιατζής και η κυρία που έρχεται να πάρει το σπαθί. Ανατρέπουν χωρίς λόγο το ύφος της.
Ο Γιώργος Πάτσας δημιούργησε, με συνεργάτιδα την Τότα Πρίτσα, ένα λειτουργικό σκηνικό -μόνο το άγαλμα βρήκα δυσανάλογα μικρό-, σωστά φωτισμένο από τον Χρήστο Τζιόγκα, και ιδιαίτερα καλαίσθητα κοστούμια που θα τα ήθελα λιγότερο «κυριακάτικα» όμως...
Εξαίρετες οι μουσικές επιλογές -εμβατήρια κλπ.-, με τον Εθνικό Ύμνο ειρωνικά, σαρκαστικά σχεδόν να κυριαρχεί σε παραλλαγές του, με αποθέωση το φινάλε -ριγείς, ανατρέχοντας στο σήμερα... Σαν μία ακόμα ένδειξη της ιδιαίτερης προσοχής που έχει δοθεί από τη σκηνοθεσία να αναφέρω την εκτέλεση του Εθνικού Ύμνου που ακούγεται από την πλατεία στην off σκηνή των αποκαλυπτηρίων: δεν είναι μία άψογη, εξωπραγματική εκτέλεση αλλά μία μέτρια, όπως ακριβώς θα ήταν η εκτέλεση στη συγκεκριμένη περίπτωση από μία μέτρια δημοτική φιλαρμονική.
Ερμηνείες. Ο Γιάννης Μπέζος επιπλέον έκανε μία πολύ καλή διανομή αλλά και δίδαξε καλά τους ηθοποιούς του. Όχι «χοντρικά» αλλά με προσοχή στις αποχρώσεις, αναδεικνύοντας και τους μικρούς ρόλους. Η ικανή Δάφνη Λαμπρόγιαννη, αν και ούτε αρκετά μεγάλης ηλικίας για το ρόλο, ούτε αρκετά μικροαστή για να παίξει τη στρατηγίνα της δεκαετίας του ’40, εκτίμησα πολύ ότι άφησε κατά μέρος τη μανιέρα που έχει αναπτύξει και έπαιξε το ρόλο μαλακά, ήπια, διακριτικά,  με προσοχή στις λεπτομέρειες δίνοντάς του υπόσταση. Την ίδια προσοχή είδα και στην Αμαλία Νίνου. Παίζει και όταν δεν μιλάει επί σκηνής. Η Πόπη της, εξαιρετική. Ταλαντούχα ηθοποιός. Αλλά πρέπει να δουλέψει τη φωνή της. Πειστικότατος Κώστας και ο καλός Αλμπέρτο Φάις. Ο Δημήτρης Κανέλλος έδωσε το λαμόγιο με μέγεθος. Το κολπάκι με το γκαλόπ στο βηματισμό του που βρήκε, μαζί  με το σκηνοθέτη προφανώς, χαρακτήρισε άψογα το ρόλο. Γράφει -απολαυστικός- ως πειναλέος γλύπτης Σωτήρης ο Κώστας Φλωκατούλας που, ώριμος πια, ξέρει να εκμεταλλευτεί και ένα σύντομο -αλλά χαρακτηριστικό- ρόλο.
Ο Τάσος Γιαννόπουλος αντίθετα δεν έκανε κάτι με τη δική του μανιέρα και καταφεύγει σε υπερβολές. Πειστικότερος στην τελευταία σκηνή του -της αποπομπής του. Άπειροι ακόμα η Ντένια Στασινοπούλου και ο Δημήτρης Λιόλιος που υπερβάλλει στον Παλιατζή του. Η Ελένη Τσιμπρικίδου φαίνεται να έχει πλούσιο μπουφόνικο τάλαντο α λα Σοφία Φιλιππίδου. Πρέπει, όμως, να μάθει να πατάει φρένο. Εδώ αφήνει ανεξέλεγκτο το τάλαντο αυτό και ο ρόλος της Κυρίας που ζητάει το σπαθί εκτρέπεται σε καρικατούρα.
Ο Γιάννης Μπέζος κάνει, κατά τη γνώμη μου, την καλύτερη ερμηνεία του στο θέατρο. Χωρίς να παρασυρθεί από την ερμηνεία του Βασίλη Λογοθετίδη για τον οποίο έχει γραφτεί ο ρόλος, ερμηνεία που κάπως έχει διασωθεί μέσω της μεταφοράς του έργου στον κινηματογράφο, χωρίς να τον μιμηθεί, δημιουργεί με καινούργια υλικά το ρόλο του Στρατηγού Δεκαβάλλα. Με χιούμορ, με μέτρο, με εσωτερικό ρυθμό, με συγκρατημένη δραματικότητα και με μία ενέργεια με την οποία ποτέ, ίσως, δεν τον έχω δει στη σκηνή. Οι σκηνές όταν πληροφορείται από τον Απόστολο πως θα τιμηθεί με άγαλμα, όταν μαθαίνει πως έχει χρησιμοποιηθεί ως δόλωμα για λουμπινιά και η συγκινητικά, απέραντα τρυφερή με την κόρη του που έχει πάθει σοκ από την απάτη του αρραβωνιαστικού της μένουν στη μνήμη. Μία άψογη ισορροπία κωμικών και δραματικών στοιχείων. 
Το συμπέρασμα. Μία δραματική κωμωδία γραμμένη από δεξιοτέχνες σε μία παράσταση που την τιμά και με μία ερμηνεία που αξίζει να δείτε. Είναι η δεύτερη περίπτωση φέτος, μετά το «Μου λες αλήθεια;» του Σπύρου Παπαδόπουλου, που νοιώθω πως μπορώ ανεπιφύλακτα να σας προτρέψω να δείτε μία παράσταση στο χώρο του «ψυχαγωγικού» θεάτρου. 

Θέατρο «Βρετάνια», 10 Οκτωβρίου 2014

No comments:

Post a Comment