Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια... 206
Εθνική Λυρική Σκηνή / Φεστιβάλ Αθηνών 2013 / Ηρώδειο: «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι * Εθνική Λυρική Σκηνή / Μέγαρο Μουσικής Αθηνών 2015/2016: «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι * Εθνική Λυρική Σκηνή / Φεστιβάλ Αθηνών 2017 / Ηρώδειο: «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι * Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» 2020/2021: «Μαντάμα Μπατερφλάι» του Πουτσίνι. Μέσα σε δέκα χρόνια η Λυρική
ανεβάζει για πέμπτη φορά την όπερα (1904) του Πουτσίνι -κάθε δυο χρόνια κατά μέσο όρο. Ναι, το έργο είναι υπέροχο, μελωδικότατο. Ναι, είναι λίαν δημοφιλές. Και, ναι, γεμίζει το Ηρώδειο. Αλλά όχι κι έτσι. Κάπως έλλειψη φαντασίας στον προγραμματισμό μού υποδηλώνει.
Βέβαια, τη φορά αυτή, έκανε καινούργια παραγωγή. Κι έφερε γι αυτό ένα σκηνοθέτη-όνομα, τον Γάλο Ολιβιέ Πι. Ο οποίος θέλησε να τονίσει το πολιτικό στοιχείο που ανίχνευσε στην όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι, μέσα απ’ την -μέσω μεσίτη- «αγορά» της 15χρονης Γιαπονέζας Τσο-Τσο-Σαν -της Μαντάμα Μπατερφλάι- απ’ τον υποπλοίαρχο του αμερικάνικου
Πολεμικού Ναυτικού Πίνκερτον, με πλασματικό γάμο που πρόκειται να κρατήσει όσο το πλοίο του θα ναυλοχεί στο λιμάνι του Ναγκασάκι: την πολιτισμική επιβολή των ΗΠΑ στην Ιαπονία -την πολιτισμική ισοπέδωσή της, ουσιαστικά-, όπως έχουν κάνει και σ’ όλο τον κόσμο. Πολύ ενδιαφέρουσα άποψη. Βρήκα, όμως, τα μέσα του εύκολα και καθόλου μελετημένα: αποϊαπονοποίησε την «Μαντάμα
Μπατερφλάι»! Όλοι οι επί σκηνής Ιάπονες δεν ενδιαφέρει να φαίνονται Ιάπονες -το αντίθετο- πλην του ιερέα Μπόνζο και της Τσο-Τσο-Σαν (που είναι Νοτιοκορεάτισσα). Έχουν εξαμερικανιστεί. Έως κι η Μπατερφλάι εμφανίζεται με κιτς ξανθιά περούκα α λα Μέριλιν.
Κι αυτό σε συνεργασία με το σκηνογράφο-ενδυματολόγο Πιερ-Αντρέ Βάιτς. Η κάλυψη του τοίχου του Ηρωδείου με διαφημιστικά μπάνερ σύγχρονων αμερικάνικων εταιριών στο πρώτο μέρος, με φωτογραφίες απ’ τη μεταγενέστερη
της εποχής του έργου ρίψη της αμερικάνικης ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι και την ερήμωσή του μου φάνηκαν ευρήματα αφελή. Το ίδιο κι οι ημίγυμνοι, ολόσωμα ασπροβαμμένοι, «πρόγονοι» που πετάγονται απ’ το βαλιτσάκι της Μπατερφλάι ως τρικ από βαλιτσάκι «μάγου» του βαριετέ και πρωταγωνιστούν στην παράσταση.
Αλλά κι η διαμόρφωση του χώρου, με την ορχήστρα του έργου πίσω, επί σκηνής, και τη δράση του έργου να λαμβάνει χώρα στην ορχήστρα του θεάτρου, πάνω σε μια στρογγυλή εξέδρα αλλά και σε μια άβολη, στενή πασαρέλα, τριγύρω απ’ τους μουσικούς, με αποτέλεσμα μια αμήχανη μιζ αν πλας -βλέπε τη σκηνή του Μπόνζο που, αν και έξαλλος, περιμένει
καρτερικά τις κυρίες της χορωδίας να κατέβουν προσεκτικά τα σκαλάκια της πασαρέλας- μου φάνηκε πως δεν έχει λόγο... Συν τ’ ανάκατα κοστούμια, συν η εντελώς άχαρη χορογραφία με την οποία ο Ντανιέλ Ιζό φόρτωσε εκνευριστικά το υπέροχο ιντερμέτζο της αναμονής στη δεύτερη πράξη. Εν ολίγοις, μια παράσταση που περισσότερο φλύαρη πεθαίνεις. Άλλος ένας σκηνοθέτης ο οποίος θέλει, πάση θυσία, να κάνει αισθητή την παρουσία του...
Το αποτέλεσμα αναβαθμίζει η ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής -αν και η θέση που την έχουν τοποθετήσει δεν τη βοηθάει. Απ’ το πόντιουμ ο Βασίλης Χριστόπουλος, που μας έχει συνηθίσει σε δυναμικές επιλογές, εδώ ανέσυρε επιτυχώς όλο το λυρισμό και την ηδύτητα του Πουτσίνι.
Αλλά κι οι τρεις μετακλημένοι πρωταγωνιστές, διαφορετικής σχολής ο καθένας, δε δένουν. Ικανοποιητικός, με όρια, πάντως, ο Πίνκερτον του ιταλού τενόρου Αντρέα Καρέ. Βέβαια, «Μαντάμα Μπατερφλάι» είναι ο επώνυμος ρόλος -ο άξονας του έργου. Χωρίς Μπατερφλάι η όπερα μπατάρει. Κι η Νοτιοκορεάτισσα σοπράνο Άννα Σον δεν είναι κακή αλλά είναι λίγη. Λίγη υποκριτικά, λίγη είναι κι η
φωνή της, με σκληρότητες και με δυσκαμψία στην ψηλή περιοχή. Φορτσάρει κι αυτό γίνεται αισθητό. Την παράσταση, άνετα, κλέβει, στο ρόλο της Σουτζούκι, υπηρέτριας της Τσο-Τσο-Σαν, η ροσίδα μέτζο Αλίσα Κολόσοβα: φωνή μεγάλη,
με εύρος, που βγαίνει αβίαστα, θερμό φωνητικό μέταλλο της ρόσικης σχολής αλλά και σκηνικά εκφραστικότατη. Τόσο που, τελικά, εκ του αποτελέσματος, η όπερα θα μπορούσε, στη συγκεκριμένη
παράσταση, να πάρει τον τίτλο «Μαντάμα Σουτζούκι». Ας ελπίσουμε ότι θα ξανακούσουμε την Κολόσοβα σ’ έναν μεγάλο ρόλο. Όπως της αξίζει (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος)
No comments:
Post a Comment