June 11, 2023

Στο Φτερό / Εφιάλτης αυγουστιάτικης νύχτας ή Μήπως φταίνε τα μύδια;

 

«Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» του Μάριους φον Μάγενμπουργκ / Σκηνοθεσία: Γιώργος Κουτλής. 

 

Αύγουστος. Ζέστη. Νύχτα. Σε μία απροσδιόριστη, σκοτεινή, έρημη, απειλητική πόλη. Με όλα τα παντζούρια των σπιτιών κλειστά. Και το χρόνο σταματημένο -το ρολόι μόνιμα δείχνει 5 05΄. Που μοιάζει με SOS. Ο Μ έχει χάσει το δρόμο του

-ούτε ξέρει πού βρίσκεται. Δεν υπάρχει κανείς για να ρωτήσει. Θα βρει, μόνον, έναν Άντρα που κρατάει το κομμένο λουρί του σκύλου του και τον ψάχνει. Ο σκύλος έκοψε το λουρί του και το έσκασε. Ο Άντρας τον ψάχνει -ο σκύλος κινδυνεύει: αγέλες λύκων από τη γειτονική στέπα έχουν φτάσει πολύ κοντά στην πόλη. Ξαφνικά, όμως, βγάζει ένα μαχαίρι και μαχαιρώνει τον Μ. Η μαχαιριά δεν είναι βαθιά. Αν και μπορεί να μολυνθεί. Ο Μ, που έχει πια ξεχάσει και ποιος είναι, στρέφει το μαχαίρι και μαχαιρώνει εκείνος τον Άντρα -τον σκοτώνει. Στη συνέχεια θα βρεθεί σε ένα δωμάτιο με τις δύο Αδελφές του ανθρώπου που μαχαίρωσε, την Μικρή και την Μεγάλη, θα μαχαιρώσει την Μεγάλη, αφού κάνει σεξ μαζί της, ενώ η Μικρή εμφανίζεται με έναν Αστυνομικό. Ο Αστυνομικός θα προτείνει στον Μ να τον φιλοξενήσει στο αστυνομικό τμήμα μέχρι να ξημερώσει. Εκείνος δέχεται αλλά εκεί βρίσκεται κρατούμενος. Προς εκτέλεση. Θα μαχαιρώσει τον Αστυνομικό και θα αποδράσει, με τη βοήθεια ενός Δικηγόρου που εμφανίζεται στο κελί του  

από το πουθενά -όπως όλα τα πρόσωπα του έργου-, αρχικά ως Εγκληματίας συγκρατούμενος. Θα βρεθούν σε ένα παράξενο νοσοκομείο. Όλοι οι άνθρωποι αυτής της πόλης, εκτός από τον Μ που έχει φάει μύδια, πεινούν. Και θέλουν να φάνε ανθρώπινη σάρκα, να πιουν 

αίμα. Ο Μ θα μαχαιρώσει τον Δικηγόρο, θα μαχαιρώσει -θα σκοτώσει- μία Νοσοκόμα που ρουφάει λαίμαργα αίμα από την πληγή του, έναν Γιατρό και, για δεύτερη φορά, τον Αστυνομικό που επανεμφανίζεται. Και στο τέλος θα καταφύγει, μαζί με την 

Μικρή Αδελφή που του παραστέκεται, στη στέπα, καταδιωκόμενος από λύκους και ανθρώπους. Ο Σκύλος, που το είχε σκάσει και που έχει προσχωρήσει στους λύκους, τον καλεί να ενσωματωθεί στην αγέλη. Ο Μ αρνείται και τον μαχαιρώνει. Και μένει με το κορίτσι. Υποπτεύεται ότι και αυτή πεινάει. Και ότι θέλει να τον φάει. Αφήνεται. Το δάγκωμά της που περιμένει γίνεται, όμως, φιλί. Οι λύκοι, πάντως, ακούγονται κοντά. Ο Γερμανός

Μάριους φον Μάγενμπουργκ με το έργο του (2008) «Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» επιστρέφει στη βία, την αγριότητα και το αίμα των ελισαβετιανών και ιακωβιανών τραγωδιών. Αλλά το μαχαίρι που εύκολα χώνεται στη σάρκα, το αίμα που χύνεται άφθονο, οι φόνοι, η ανθρωποφαγία, ο

κανιβαλισμός μπολιάζονται με ταραντινικό χιούμορ -οι πληγές που ανοίγουν την όρεξη...- συνθέτοντας έναν ιδιαίτερο καφκικό εφιάλτη -δεν είναι τυχαίο το απόσπασμα από την «Δίκη» του Φραντς Κάφκα που προτίθεται στο κείμενο του έργου και που η σκηνοθεσία προβάλλει πάνω στη σκηνή, στην έναρξη της παράστασης, ούτε ότι το κεντρικό πρόσωπο ονομάζεται μόνο με το αρχικό Μ όπως ο Κ της «Δίκης»: ένας άγριος εφιάλτης

που μπορεί όμως να είναι αποτέλεσμα και των μυδιών που έφαγε, Αύγουστο μήνα, βραδιάτικα, ο Μ -η ατάκα επανέρχεται ως σπαρταριστό λάιτ μοτίφ και στις πέντε σκηνές του έργου. Μέσα, όμως, από τα ετερόκλητα στοιχεία του ο Μάγενμπουργκ κάνει ποίηση. Μία άγρια, βίαιη, σουρεαλιστική, παράλογη ποίηση. Και μία παραβολή για τον κανιβαλισμό των ανθρωπίνων σχέσεων -του

homo homini lupus est. Που ο Γιώργος Δεπάστας έχει μεταφέρει, με υποδειγματική ακρίβεια -επιλογή λαμπρών λέξεων- στη μετάφρασή του. Στη μετάφραση αυτή στηρίχτηκε ο σκηνοθέτης Γιώργος Κουτλής. Και συνέθεσε, 

συνεπικουρούμενος από τα κοστούμια και, κυρίως, από το συγκλονιστικό -μία κόλαση, αυτή η χοάνη- σκηνικό της Εύας Γουλάκου, που το βαθαίνουν και το εκτοξεύουν οι φωτισμοί και τα σκοτάδια του Τάσου Παλαιορούτα, τη δονούμενη πρωτότυπη μουσική και τον συναρπαστικό σχεδιασμό ήχου του Jeph Vanger και την επιμέλεια κίνησης του Αλέξανδρου Βαρδαξόγλου -εξαιρετικά ευτυχής συγκυρία-, μία παλλόμενων 

ρυθμών και έντασης, ομιχλώδη, θεοσκότεινη, τρομακτική, παράσταση, με ρωγμές από τις οποίες ξεπηδούν ευεργετικά ψήγματα χιούμορ. Επιπλέον έχει οδηγήσει ιδανικά τους τρεις, εξαίρετους, έτσι κι αλλιώς, ηθοποιούς του -τον Βασίλη Μαγουλιώτη (Μ), την Δήμητρα Βλαγκοπούλου και τον Θάνο Λέκκα -τι στέρεος, καλά «πατημένος» λόγος!-, που ερμηνεύουν όλους τους άλλους γυναικείους και ανδρικούς ρόλους, όπως ο συγγραφέας,  εντάσσοντας ευφυώς

στο κείμενο τις ομοιότητές τους, ζητάει -τέλεια σωματικότητα και κίνηση, ο ένας καλύτερος από τον άλλο. Μόνη ένστασή μου, το υπερβολικό γκροτεσκάρισμα της Νοσοκόμας. Μία πολύ καλή στιγμή του ελληνικού θεάτρου και ένας καινούργιος σκηνοθέτης -ήταν η πρώτη του παράσταση που είδα- ο οποίος υπόσχεται πάρα πολλά. Παρακολούθησα την παράσταση πέρσι, την τελευταία μέρα, και την 

ξαναείδα φέτος, με το φόβο ότι ο περσινός ενθουσιασμός μου μπορεί να ήταν υπερβολικός. Ο φόβος μου εξατμίστηκε. Η παράσταση, που παίχτηκε πέντε βραδιές πέρσι με γεμάτο θέατρο, όπως και φέτος, που παίχτηκε για τέσσερις, πρέπει να γίνει προσπάθεια να συνεχιστεί ή να ξαναπαιχτεί. Είναι κρίμα αυτό το επίτευγμα να χαθεί έτσι εύκολα (Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης).

(Έντυπο πρόγραμμα, ειδικά για την παράσταση, δεν υπάρχει και το βιβλίο-πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου δεν έχει ακόμα εκδοθεί. Δίνεται, δωρεάν, μόνο το συνοπτικό. Το έργο, στη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, έχει εκδοθεί, από την Εταιρεία  Θεάτρου «Συν-Επί» (Σειρά «Από Μηχανής» 2, 2010).

«Πειραιώς 260» / Χώρος Η, Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, 21 Ιουλίου 2022 και 8 Ιουνίου 2023.

(Την παράσταση παρακολούθησα με εισιτήριο). 

No comments:

Post a Comment