November 24, 2022

Στο Φτερό / Ο Καλιγούλας είμαστε εμείς ή Τέσσερις καρέκλες, τέσσερα πρόσωπα, ένα πάθος

 

«Καλιγούλας» (Αλμπέρ Καμί) του Τσέζαρις Γκραουζίνις / Σκηνοθεσία: Τσέζαρις Γκραουζίνις. 
 
Γάιος Ιούλιος Κέσαρας Αύγουστος Γερμανικός (12-41 μ.Χ.): ο τρίτος ρομέος αυτοκράτορας (37-41 μ.Χ.), ο επονομαζόμενος Καλιγούλας. Ελάχιστες έγκυρες  ιστορικές πληροφορίες γι αυτόν σώζονται. Όσες σώζονται τον φέρουν ως έναν, αρχικά, συνετό κυβερνήτη που, σύντομα, έχασε τον έλεγχο -οι περισσότεροι τον αναφέρουν ως παρανοϊκό- και, μετά από, 
περίπου τέσσερα χρόνια, δολοφονήθηκε από συγκλητικούς και πρετοριανούς. Ο Καλιγούλας ενέπνευσε τον Γάλο συγγραφέα (γεννημένο στην Αλγερία από γάλο πατέρα και ισπανίδα μητέρα) Αλμπέρ Καμί για το έργο του «Καλιγούλας» (1938, πρώτη έκδοση 1944, πρώτη παρουσίαση 1945): ο Καλιγούλας 
του Καμί, ο οποίος άντλησε από το έργο του ρομέου ιστορικού Σουιτόνιου «Περί του βίου των Κεσάρων», είναι ένας ιδανικός ηγέτης, αγαπητός από το λαό του, που, σύντομα, μετά τον
πρόωρο θάνατο της αδελφής του Δρουσίλας με την οποία τον συνδέει και αιμομικτική σχέση, χάνει την ισορροπία του,
εξαφανίζεται για λίγες μέρες από την Ρόμη και, όταν επιστρέφει, έχει μία ριζικά μεταμορφωμένη προσωπικότητα -έχει μεταβληθεί σε έναν παράλογο, αιμοσταγή, κλονισμένο νοητικά τύραννο που δεν βρίσκει πια κανένα νόημα στη ζωή, θεωρεί παράλογη την ανθρώπινη ύπαρξη, καταχράται την εξουσία του και αφήνει πίσω του κάθε περιορισμό και κάθε αξία επιζητώντας ξέφρενα την «απόλυτη ελευθερία» και το «αδύνατο». Διατάσσει τη θανάτωση νέων ανθρώπων χωρίς αποχρώντα λόγο δημεύοντας τις περιουσίες τους, δολοφονεί πατρίκιους/συγκλητικούς, εξορίζει, κρατικοποιεί τα 
μπορντέλα και υποχρεώνει τις συζύγους των συγκλητικών να εκδίδονται, προκαλεί λιμό, ζητάει από τον έμπιστό του Ελικώνα το φεγγάρι, εμφανίζεται ως Αφροδίτη, κάνει διαγωνισμό ποίησης με θέμα το θάνατο, στραγγαλίζει την τέταρτη σύζυγό του Κεσόνια που προσπαθεί να τον λογικέψει όταν αρχίζει να
σκέπτεται τον εαυτό του ως θεό, αδιαφορεί για τη συνωμοσία που ξέρει ότι καταστρώνουν οι συγκλητικοί εναντίον του και, βουτηγμένος στη μοναξιά, συνειδητοποιεί το λάθος του και αποδέχεται το αναπόφευκτο του θανάτου που δεν μπορεί να το ανατρέψει καμία «απόλυτη ελευθερία». Στο τέλος, με επικεφαλής τον Χερέα, τον δολοφονούν χωρίς να αντιδράσει. Είναι ένα είδος αυτοκτονίας. Ο Αλμπέρ Καμί έχει συνθέσει ένα έργο που αγγίζει το παράλογο πάνω σε
φιλοσοφικές βάσεις: στην ύπαρξή μας  -πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως- ενυπάρχει το τετελεσμένο του θανάτου. Και ο Καλιγούλας του Καμί είναι το τέρας που μπορούμε όλοι να γίνουμε, ιδιαίτερα όταν αποκτήσουμε εξουσία, όπως μπορούμε να γίνουμε και άγγελοι. Ο εγκατεστημένος στην Ελλάδα λιθουανός σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις,
που υπογράφει και τη δραματουργία, σ’ αυτό το στοιχείο βασίστηκε. Συνέθεσε ένα δικό του κείμενο, εμπνευσμένο από το θεατρικό έργο του Καμί. Στο οποίο έδωσε αφηγηματική μορφή ενσωματώνοντας διαλόγους με μία τολμηρή ιδιαιτερότητα: ο Καλιγούλας στον «Καλιγούλα» του Γκραουζίνις, ως πρόσωπο δεν υπάρχει. Στη δραματουργία του κράτησε τέσσερα, μόνον, από τα πρόσωπα: τον συγκλητικό Χερέα, την Κεσόνια, τον Ελικώνα και τον νεαρό πατρίκιο ποιητή Σκιπίονα τον Νεότερο οι
οποίοι αφηγούνται, διαλέγονται ελάχιστα και, όταν απαιτείται, γίνονται ο Καλιγούλας. «Κωμική περφόρμανς» και «φιλοσοφική stand up κωμωδία» χαρακτηρίζει ο Γκραουζίνις την παράστασή του ακολουθώντας, με ιδιοφυή, κατά τη γνώμη μου, τρόπο τη μπρεχτική μέθοδο: οι τέσσερις ηθοποιοί του, καθισμένοι σε τέσσερις καρέκλες με μεταλλικό σκελετό, σε εντελώς γυμνή σκηνή, αντίκρυ στο κοινό, αυτοπαρουσιάζονται ως ρόλοι, στο κοινό απευθύνονται, με συχνά αναμμένα τα φώτα πλατείας (απόλυτα εξυπηρετικοί οι φωτισμοί της Ευσταθίας
Δρακονταειδή), με το κοινό «συνδιαλέγονται», στο κοινό αναζητούν, μετά τη δολοφονία του, τον Καλιγούλα -ένα φινάλε που αιφνιδιάζει και προξενεί ρίγος. Ο Καλιγούλας είμαστε εκείνοι, είμαστε εμείς, είμαστε όλοι. Αυτή η σκηνοθετική άποψη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «θεατρικό αναλόγιο» ή θα μπορούσε να θεωρηθεί βαρετή. Συμβαίνει, κατά τη γνώμη μου, ακριβώς το αντίθετο: ο Τσέζαρις Γκραουζίνις έχει αποστάξει, χωρίς να το προδώσει, το πρωτότυπο κείμενο και έχει κρατήσει την αλμπερκαμική ουσία διδάσκοντας ολόσωστα τους ηθοποιούς του, ποιών μουσική με τους ρυθμούς -αλλά παράλληλα και με το κείμενο, όπου επαναλαμβάνει κάποιες φράσεις ως leitemotiv (λάιτμοτίφ/κύρια, καθοδηγητικά θέματα)- και κρατάει, όπως διαπίστωσα, το κοινό καθηλωμένο. 
Ο Κέννυ ΜακΛέλαν με την απόλυτη λιτότητα, την ανυπαρξία θα έλεγα του σκηνικού του και με τα μαύρα, ουδέτερα -ασφαλώς μπρεχτικά- κοστούμια που έχει ντύσει τους ηθοποιούς και ο Χάρης Πεγιάζης με τις διακριτικές μουσικές του σιγοντάρουν με επιτυχία τη σκηνοθετική γραμμή. Και, βέβαια, οι ηθοποιοί: εξαιρετικοί οι Ελένη Γεωργακοπούλου, Αλέξανδρος Κουκιάς, Αλέξανδρος Τσίτσος αλλά θα ξεχωρίσω
τον Φάνη Δίπλα. Με θερμό φωνητικό μέταλλο που, όμως, δεν το χρησιμοποιεί ναρκισιστικά, με έγκυρο λόγο που πατάει γερά, με αμεσότητα που ποτέ δεν γίνεται αγοραία, με κάθε προσοχή στη λεπτομέρεια, κατεβάζει, ως όφειλε στην παράσταση αυτή, το κείμενο στην πλατεία αφοπλιστικά. Μία ιδιοφυής σκηνοθετική άποψη άψογα υλοποιημένη. 
Είναι προς τιμήν του ένας θίασος της περιφέρειας να έχει ανεβάσει την παράσταση αυτή η οποία τιμά και την αρμόδια επιτροπή του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού που την έχει επιχορηγήσει για το πρώτο της (σεζόν 2021/2022) ανέβασμα στην Πάτρα, στο «Λιθογραφείον». Μην τη χάσετε! Ειδικά αν σας ενδιαφέρει η μοντέρνα -όχι η δήθεν μοντέρνα- έκφραση στο σύγχρονο θέατρο.
 
(Η παράσταση, δυστυχώς, δεν διαθέτει έντυπο πρόγραμμα).  
 
Θέατρο «Τζένη Καρέζη», «Βιομηχανική», 19 Νοεμβρίου 2022.

No comments:

Post a Comment