«Berlin Alexanderplatz» (Άλφρεντ Ντεμπλίν) των Έλσας Ανδριανού, Στάθη Λιβαθινού με τη συμβολή των ηθοποιών της παράστασης / Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός.
Βερολίνο, 1928. Η βραχύβια Δημοκρατία της Βαϊμάρης, γεννημένη στην Γερμανία, το 1919, μετά τη συντριπτική ήττα της στον Μεγάλο Πόλεμο και την αποτυχία της κομμουνιστικής εξέγερσης των Σπαρτακιστών, βαίνει προς τη δύση της, με τους εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ να ανέρχονται ραγδαία αποκτώντας λαϊκό έρεισμα. Η παρακμή, ο πληθωρισμός, η ανεργία, η φτώχεια, η μιζέρια εξαπλώνονται. Στο Βερολίνο, η Αλεξάντερπλατς -η πλατεία Αλεξάνδρου, που πήρε το όνομά της προς τιμήν του τσάρου Αλεξάνδρου Α΄
της Ροσίας, όταν επισκέφθηκε την πρωτεύουσα της τότε Προσίας- έχει εξελιχθεί σε άξονα της νυχτερινής ζωής της πόλης και των συμπαρομαρτούντων: μπράβοι, άνεργοι, άρρωστοι, ζητιάνοι, πεινασμένοι, πουτάνες, νταβατζήδες, χαρτοπαίχτες, μαυραγορίτες, λαθρέμποροι, απατεώνες, κλέφτες, κακούργοι, συμμορίες, δολοφόνοι, ύποπτα πρόσωπα, βία... και, από την άλλη, τρυφηλή ζωή, σεξουαλική ασυδοσία... Ο Χανς Μπίμπερκοφ, άλλοτε εργάτης τσιμέντου και μεταφορέας, συνταγμένος, αφού γύρισε από τα χαρακώματα του Αράς, με τους κομμουνιστές, ο οποίος έχει σκοτώσει στο ξύλο την Ίντα, την αρραβωνιαστικιά του που την είχε βγάλει στο κλαρί και έχει κάνει τέσσερα χρόνια στη φυλακή, αποφυλακίζεται και ξεκινάει μία απεγνωσμένη προσπάθεια να βρει δουλειά και να παραμείνει καθαρός. Δεν θα τα καταφέρει. Κάνει δουλειές του ποδαριού έως και εφημερίδες των εθνικοσοσιαλιστών που ξερνούν μίσος για τους Εβρέους πουλάει, φορώντας περιβραχιόνιο με
σβάστικα, απαρνιέται τους παλιούς συντρόφους του, ώσπου, εκών άκων, μπλέκεται με ένα παλιόμουτρο, τον κιτρινιάρη, τραυλό Ράινχολντ, μανιακό με τα θηλυκά που τα ξεζουμίζει και τα διώχνει χρησιμοποιώντας σαν «μοχλό» εκτίναξης τον Φραντς στον οποίο τα πασάρει. Ο Ράινχολντ θα τον εξαπατήσει και θα τον μπλέξει σε μία διάρρηξη χωρίς ο Φραντς να το καλοκαταλάβει. Και όταν τους πάρουν είδηση και ένα αυτοκίνητο καταδιώκει το δικό τους, ο ίδιος ο Ράινχολντ, θεωρώντας τον καρφί, θα ανοίξει την πόρτα, θα τον πετάξει έξω και το αυτοκίνητο που τους ακολουθεί θα περάσει από πάνω του. Θα του κόψουν το δεξί χέρι. Θα του σταθούν ένα ζευγάρι -ο νταβατζής Χέρμπερτ και η Εύα, μία πουτάνα, άλλοτε σχέση του που τον αγαπάει ακόμα, παλιοί του σύντροφοι. Και η Εύα θα του συστήσει τη μικρούλα Εμίλιε, επίσης πουτάνα, που έχει διαλέξει να τη λένε Σόνια και που ο Φραντς τη βαφτίζει Μίτσε. Και γίνεται ο νταβατζής της. Αλλά
την ερωτεύεται κιόλας. Όπως και εκείνη. Πλησιάζει πάλι τον Ράινχολντ, του ζητάει δουλειά, μπουκάρουν και αδειάζουν ένα γουναράδικο. Η Μίτσε ερωτεύεται τον Καρλ, ένα σιδερά, και το εξομολογείται στον Φραντς που θολώνει και τη χτυπάει άσχημα. Ο Καρλ την πουλάει στον Ράινχολντ, ο Ράινχολντ τη βγάζει ρομαντική βόλτα στο δάσος αλλά επιχειρεί να τη βιάσει, εκείνη αντιστέκεται, τη σκοτώνει -τότε ακόμα δεν τις έλεγαν γυναικοκτονίες... Ο Φραντς, που έχει συλληφθεί ως συνεργός στο φόνο χωρίς να έχει ιδέα, μέχρι να αποκαλυφθεί ότι δολοφόνος είναι ο Ράινχολντ, φυλακίζεται και καταλήγει σε ψυχιατρείο με σχιζοφρένεια. Όταν πάρει εξιτήριο, του δίνουν μία θέση βοηθού πορτιέρη σε κάποιο εργοστάσιο. Η μίζερη ζωή του διαιωνίζεται. Το 1933 και ο Χίτλερ είναι κοντά. Ο γερμανός ψυχίατρος Άλφρεντ Ντεμπλίν έγραψε ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του Μεσοπολέμου: «Μπερλίν
Αλεξάντερπλατς» (1929). Όπου καταγράφει, με την εξπρεσιονιστική ματιά του, τη γερμανική κοινωνία της εποχής του, αυτή η οποία κατάντησε έτσι με τον Μεγάλο Πόλεμο για να φέρει στην εξουσία τον Χίτλερ. Μία κοινωνία σάπια μέχρι τις ρίζες. Ούτε ένας ήρωας θετικός. Κανείς δεν αθωώνεται. Όλοι και όλα διαβρωμένα. Εκεί που πάνε να φανούν ένας έρωτας, μία φιλιά, μία τρυφερότητα, τα αισθήματα ανατρέπονται, αλώνονται, φτηναίνουν, μικραίνουν -«πρώτα η μάσα, μετά
η ηθική» όπως έγραψε την ίδια εποχή ο Μπρεχτ. Η επιτυχία της παράστασης -για να το πω από την αρχή- του Στάθη Λιβαθινού οφείλεται πρώτα-πρώτα στη διασκευαστική πλατφόρμα πάνω στην οποία στερεώθηκε. Η Έλσα Ανδριανού και ο ίδιος ο σκηνοθέτης την έστησαν με τη συμβολή των ηθοποιών της παράστασης: μία διασκευή που συμπύκνωσε υποδειγματικά, μετά από πολλή, προφανώς, δουλειά, μετατρέποντας το εκτεταμένο μυθιστόρημα σε διαλόγους λακωνικούς, σε αφηγήσεις και σε διαλόγους που ενσωματώνουν την αφήγηση -ανάμεικτα. Ίσως, κάποιες στιγμές, το κείμενο γίνεται πολύ συμπεριληπτικό και αφαιρετικό αλλά δεν πειράζει, κρατάει
τεταμένη την προσοχή του θεατή-ακροατή. Η προσθήκη, ενδιάμεσα, τραγουδιών σε στίχους του Άρη Τρουπάκη -και σε ένα, του Βασίλη Ανδρέου-, σε μοτίβα αντλημένα από το κείμενο του Ντεμπλίν, στο ύφος των μπρεχτικών ασμάτων, οδηγεί αρμονικά την παράσταση στις παρυφές του επικού θεάτρου -επικό χαρακτήριζε και ο Ντεμπλίν το μυθιστόρημά του. Πάνω, ακριβώς, στο κείμενο αυτό ο Στάθης Λιβαθινός, στήνει με ρυθμούς κεραυνοβόλους, ατακαριστούς, με χιούμορ -με ειρωνεία θα
ήταν το σωστότερο-, με λεπτές πινελιές και με ακριβείς βελονιές που τρυπούν καίρια, το παραστασιακό αποτέλεσμα: ένα φρέσκο, μία νωπογραφία μιας κοινωνίας που σήπεται και που δεν διαφέρει και πολύ από τη δική μας, ένα εξπρεσιονιστικό φρέσκο που αντιστοιχεί πλήρως στο φρέσκο που έχει συνθέσει ο Ντεμπλίν. Τα γκρεμίδια του βουλιαγμένου σκηνικού της Ελένης Μανωλοπούλου, ιδανικά για την ατμόσφαιρα της παράστασης, ενισχυμένα από τους καίριους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου και τα βίντεο του Χρήστου Δήμα, και, αντιστικτικά, τα κοστούμια της, λαμπερά και πλούσια, για τα οποία δεν έχει φεισθεί η παραγωγή, και που δίνουν ακριβώς την ψευδαίσθηση του «λεφτά υπάρχουν» -λεφτά αγνώστου προελεύσεως...-
στηρίζουν αποφασιστικά τη σκηνοθετική άποψη. Ιδιαίτερη μνεία, για τις μουσικές του Μιχάλη Λατουσάκη -που διασκευάζει και το κορυφαίο κουαρτέτο του Σούμπερτ «Ο θάνατος και η κόρη»: χωρίς να μιμούνται τον Βάιλ ή τον Άισλερ, καίρια υπηρετούν την εποχή και το επικό ύφος. Έξοχες! Ο Στάθης Λιβαθινός και φέτος κατάφερε να κινήσει στον περιοριστική σκηνή του συγκεκριμένου θέατρου έντεκα ηθοποιούς -συνεργάτες του από παλιά οι περισσότεροι-, σε πολλαπλούς ρόλους ο καθένας,
ακολουθώντας, όπως και πέρσι, την παράδοση του Λευτέρη Βογιατζή. Δεν μου είναι εύκολο να ξεχωρίσω: Βασίλης Ανδρέου, Νίκος Καρδώνης, Λίλλυ Μελεμέ -εξαίρετη φέτος-, Δημήτρης Παπανικολάου, η επιβλητική Μαρία Σαββίδου, ιδανική, με τον καλά στερεωμένο λόγο της, για τα μέρη της αφήγησης-, Άρης Τρουπάκης -κάτι από Νοσφεράτου, δεν τον έχω δει καλύτερο, να πετυχαίνει ένα αυθεντικό τραύλισμα-, πολύ καλά δεμένοι, είναι ο ένας
καλύτερος από τον άλλο. Από τους νεότερους, ο Δημήτρης Φιλιππίδης, η μεγάλη περσινή έκπληξη στον Γκριμπογέντοφ, με επίσης άψογο λόγο και εκρηκτική ενέργεια, επιβεβαιώνει τις υποσχέσεις που έδωσε αλλά και ο Στάθης Κόικας τον συναγωνίζεται. Πολύ καλά εντάχθηκαν, έστω και αν έχουν κάποιες αδυναμίες, οι νεοφερμένες Πολυξένη Παπακωνσταντίνου και Θεόβη Στύλου -σε αφήνει άφωνο άμα τη εμφανίσει της, σαν να έρχεται κατευθείαν από το 1928. Ο Γιώργος Δάμπασης, μεστός ηθοποιός, στο ρόλο του Μπίμπερκοφ τα βγάζει πέρα άριστα. Μία εξαιρετική παράσταση. Με φόβο πήγαινα για τη σύγκριση
με το σπουδαίο περσινό γκριμπογεντοφικό «Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Στάθη Λιβαθινού. Τελικά το επίπεδο είναι ανάλογο και σε κάποια σημεία ανώτερο. Κρίμα οι παραστάσεις αυτές να μην παραμένουν σε ρεπερτόριο. Μην τη χάσετε! (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).
(Ένα έξοχο έντυπο πρόγραμμα -επιμέλεια ύλης Έλενα Καρακούλη- που φωτίζει την εποχή, το συγγραφέα και το έργο -στους καιρούς που τα προγράμματα καταργούνται...- συνοδεύει την παράσταση).
Θέατρο «Οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής», «Λυκόφως» Γιώργος Λυκιαρδόπουλος -«Polyplanity Productions», 10 Δεκεμβρίου 2022.