«Η φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη, λιμπρέτο (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης) Γιάννης Σβώλος / Μουσική διεύθυνση: Βασίλης Χριστόπουλος. Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ευκλείδης, συνεργάτρια σκηνοθέτρια: Αγγέλα-Κλεοπάτρα Σαρόγλου.
Σκιάθος, ανατολή του 20ου αιώνα. Η Χαδούλα, χήρα Ιωάννου Φράγκου, η αποκαλούμενη Φραγκογιαννού, μία ταλαιπωρημένη και βασανισμένη από τη ζωή μεσήλικη γυναίκα, με τρεις κόρες -δύο παντρεμένες και μία ανύπαντρη-, ζει μέσα στη φτώχεια και στη μιζέρια -ξενοπλένει και νταντεύει
και γιατροπορεύει το άρρωστο νεογέννητο της πρωτότοκής της Δελχαρώς. Η σκέψη της, που της γίνεται εμμονή, είναι η μοίρα του κάθε φτωχού κοριτσιού στις μέρες της και πάντα: να επιβαρύνει την οικογένειά του που οφείλει να του δώσει προίκα για να το παντρέψει και, μετά, να βασανίζεται σε όλη του τη ζωή. Δεν είναι καλύτερα να μη γεννιέται ή, αν γεννηθεί, να μη ζήσει; Οι σκέψεις αυτές θολώνουν το μυαλό της ενώ προσπαθεί να κοιμίσει το μωρό εγγόνι της, απλώνει τα χέρια της και το στραγγαλίζει για να το «γλυτώσει» από τη μοίρα του.
Ο γιατρός δεν καταλαβαίνει τι συνέβη και η Χαδούλα, η Φραγκογιαννού εξελίσσεται σε φόνισσα κατά συρροή. Σπρώχνει σε μία στέρνα δύο κοριτσάκια που έπαιζαν κοντά της και τα αφήνει να πνιγούν ενώ στους γονείς τους και στους γείτονες που προστρέχουν δικαιολογείται πως έκανε το παν να τα σώσει. Όταν, όμως, πνίγεται άλλο ένα κοριτσάκι πέφτοντας
σε πηγάδι, με παρούσα και πάλι την ίδια, η οποία δεν το έσπρωξε αυτή τη φορά αλλά είχε σκεφτεί να το κάνει ούτε το βοήθησε, αρχίζουν να την υποπτεύονται. Το σκάει στα βουνά, καταφεύγει σε μία γνωστή της την οποία κάποτε είχε ευεργετήσει και η οποία, τώρα, της το ανταποδίδει, πνίγει άλλο ένα κοριτσάκι σε σπίτι που τη φιλοξενούν, αποπειράται και άλλους φόνους κοριτσιών ενώ, καταδιωκόμενη και με εφιάλτες να την ταράζουν στους σύντομους, άτακτους ύπνους της, προσπαθεί να φτάσει σε
ένα ερημητήριο που βρίσκεται σε βραχονησίδα η οποία μεταβάλλεται σε χερσόνησο με την άμπωτη και απομονώνεται με την παλίρροια και όπου ζει ο παπα-Ακάκιος, με την πρόθεση να του εξομολογηθεί τα κρίματά της. Ορμάει να προλάβει καθώς την καταδιώκουν οι χωροφύλακες αλλά η παλίρροια, που ανεβαίνει γρήγορα, θα την πνίξει. «Ω! Να το προικιό μου» θα είναι οι τελευταίες
πικρές, ειρωνικές λέξεις της, καθώς θα πνίγεται αντικρίζοντας, στην απέναντι στεριά, έναν αγρό που της είχαν κάποτε δώσει προίκα οι γονείς της. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έχει γράψει (το 1903 δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Παναθήναια», το 1912, μετά το θάνατό του, εκδόθηκε σε βιβλίο) την «Φόνισσα», μία
αριστουργηματικά συμπυκνωμένη νουβέλα -«κοινωνικό μυθιστόρημα» την είχε χαρακτηρίσει- όπου, με ευφυή προσοχή στις λεπτομέρειες και στα νήματα που συνδέουν τα πρόσωπα και τις καταστάσεις, κάνει μία βαθιά, ριζοσπαστική τομή στη θέση της φτωχής γυναίκας στην κοινωνία της εποχής του, παράλληλα με μία συναρπαστική -σασπένς θα τη χαρακτηρίζαμε σήμερα- πλοκή, γραμμένη, ως
συνήθιζε, στην καθαρεύουσα, με τους διαλόγους στην ντοπιολαλιά -ένα από τα σημαδιακά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Γιάννης Σβώλος ανέλαβε έναν άθλο: να μεταποιήσει το κείμενο του Παπαδιαμάντη σε λιμπρέτο. Το
συνόψισε -έχει αφαιρέσει το τμήμα με τον τελευταίο στραγγαλισμό παιδιού-, κράτησε τη γλώσσα του πρωτοτύπου χρησιμοποιώντας μερικά αυτούσια αποσπάσματα -μόνη ένσταση, η διατήρηση της νηπιακής εκφοράς του λόγου από τα δύο κορίτσια του Περιβολά, νήπια στο έργο, ενώ, αναγκαστικά, στην παράσταση τα έχουν επωμιστεί δύο ενήλικες λυρικές τραγουδίστριες- και πρόσφερε στον Γιώργο Κουμεντάκη έναν σταθερό καμβά για να συνθέσει την ομώνυμη όπερά του (2014). Ο συνθέτης, αξιοποιώντας παραδοσιακό υλικό
-μοιρολόγια, παιδικά τραγούδια, τραγούδια της δουλειάς...- αναδεικνύεται σε άξιο συνεχιστή, αλλά με απολύτως σύγχρονες απόψεις και σύγχρονα μέσα, της «Εθνικής (Μουσικής) Σχολής» μας, συνθέτοντας, ουσιαστικά, ένα ψυχογράφημα της Φραγκογιαννούς η οποία είναι ο απόλυτος άξονας γύρω από τον οποίο οικοδομεί την όπερά του, καθώς ακολουθεί τα ψυχολογικά σκαμπανέβασματά της και το άγχος των εφιαλτών και της καταδίωξής της. Ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Ευκλείδης, με συνεργάτιδα σκηνοθέτρια την Αγγέλα-Κλεοπάτρα Σαρόγλου, πέτυχε την ομαλή ροή της παράστασης με ρυθμούς άψογους,
επιβάλλοντας, με πολλά μετωπικά επίπεδα, μία υποβλητική ατμόσφαιρα -η άρια της Χαδούλας στο προσκήνιο, με τα κοριτσάκια της Παιδικής Χορωδίας παρατεταγμένα σε ευθεία γραμμή πίσω της, η πιο δυνατή στιγμή της παράστασης. Ατμόσφαιρα την οποία υποστηρίζουν το, ακριβώς, εξαιρετικά υποβλητικό, ευμετάβλητο αν και πολύπλοκο, σκηνικό του
Πέτρου Τουλούδη -ουσιαστικά, ένα γλυπτό-, ο οποίος συνυπογράφει με την Ιωάννα Τσάμη και τα κοστούμια στα αρμόζοντα πένθιμα, σκοτεινά, γαιώδη χρώματα -με τολμηρά αντιστικό το λευκό στις τέσσερις Μοιρολογίστρες- και οι καθοριστικοί, καθηλωτικοί φωτισμοί του Βινίτσιο Κέλι. Ως προς το μουσικό μέρος, ο Βασίλης Χριστόπουλος διηύθυνε με το
γνώριμο, σταθερό χέρι του την, σε φόρμα, Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής πετυχαίνοντας ισορροπία ανάμεσα στο μέτρο, στην απαιτούμενη εσωτερικότητα στο ψυχόγραμμα της Φραγκογιαννούς, στις εντάσεις και στη συμπόρευση με τις φωνές. Αποτελεσματική η - ευρεία- συμμετοχή της Χορωδίας της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου και της Παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ υπό την Κωνσταντίνα Πιτσιάκου. Τον ασήκωτο κεντρικό
ρόλο-άξονα της όπερας έχει επωμιστεί η -εξαιρετική φωνή- μέτζο Μαίρη-Έλεν Νέζη αποτελεσματικότατα, καθώς έχει τη δυνατότητα να τον υπερασπιστεί και υποκριτικά. Την πλαισιώνουν επάξια πολλοί καλλιτέχνες -ποιον να πρωτοαναφέρω...- με πιο εντυπωσιακή φωνητικά την Άννα Στυλιανάκη-Μαρουσώ και υποκριτικά την Μαριλένα Στριφτόμπολα-Κρινιώ (Φωτογραφίες: 1,2,3,4,5,6,7,9,12,13 Ανδρέας Σιμόπουλος, 8,10,11,14 Valeria Isaeva).
(Εξαιρετικό το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- βιβλίο-πρόγραμμα της παράστασης -Τομέας Δραματολογίας, υπεύθυνος Νίκος Α. Δοντάς-, με πλουσιότατη ύλη, αν και με κείμενα κάπως «ειδικού» μουσικολογικού περιεχομένου).
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 5 Δεκεμβρίου 2021.
No comments:
Post a Comment