December 16, 2021

Στο Φτερό / Τολμώντας ή «Από την Μόσχα μακριά!» ή Εγεννήθη ημίν Ηθοποιός

 
«Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Αλεξάντρ Σεργκέεβιτς Γκριμπογέντοφ / Σκηνοθεσία: Στάθης Λιβαθινός. 
 
Μόσχα, Ροσική Αυτοκρατορία, γύρω στα 1820. Ο πολυτάλαντος, χαρισματικός αλλά ιδιόρρυθμος και ασυμβίβαστος και οργισμένος ταξιδευτής Αλεξάντρ Αντρέιτς Τσάτσκι, που δεν διστάζει να μιλήσει ανοιχτά και να κρίνει αμείλικτα, κυνικά, σχεδόν χολερικά το περιβάλλον του, άρα να γίνεται, τουλάχιστον, δυσάρεστος και αντιπαθής, επιστρέφει στην πατρίδα του, μετά από απουσία τριών χρόνων στην Δύση. Και το πρώτο που κάνει είναι να επισκεφθεί, πρωί-πρωί, στο σπίτι της, την παιδική του φίλη Σοφία, κόρη του ανώτερου δημόσιου υπαλλήλου Φάμουσοφ, με την οποία ήταν και συνεχίζει να είναι τυφλά ερωτευμένος. Αλλά τα πράγματα έχουν αλλάξει...
Η Σοφία πιστεύει πια ότι είναι ερωτευμένη με τον γραμματέα του πατέρα της, τον Μολτσάλιν, οικότροφο στο σπίτι τους, που υποτίθεται ότι ανταποκρίνεται στον έρωτά της ενώ στα κρυφά κυνηγάει την υπηρέτρια του σπιτιού, την Λίζα.
Την οποία και ο Φάμουσοφ, το αφεντικό της, πρόσφατα χήρος, επιδιώκει να στριμώξει, εκείνης, πάντως, ο εκλεκτός είναι ο, επίσης υπηρέτης, Πετρούσα. Ο Φάμουσοφ, πάλι, σφόδρα επιθυμεί και επιδιώκει να παντρέψει την Σοφία του με τον κάποιας ηλικίας ανόητο συνταγματάρχη -με προοπτικές να γίνει στρατηγός- Σκαλοζούμπ, τον οποίο το κορίτσι με κανένα τρόπο δεν θέλει.
Στη φιλική -και όχι επίσημη, λόγω πένθους, όπως, υποκριτικά, ισχυρίζονται- σύναξη που οργανώνουν οι Φάμουσοφ, το ίδιο βράδυ, παρελαύνει ένα μωσαϊκό της αποτελματωμένης, σαπισμένης μοσχοβίτικης κοινωνίας, που ο Τσάτσκι δεν χάνει την ευκαιρία να την περιλάβει και να την ξεμπροστιάσει για τα ήθη της, την υποκρισία της, την ξενομανία της -τη γαλομανία της βασικά-, τη γελοιότητά της... Πώς θα τον ξεφορτωθούν; Ο μόνος 
τρόπος είναι να τον βγάλουν τρελό. Όπερ έδει δείξαι. Το ξεκινάει η Σοφία και αστραπιαία διαδίδεται ανάμεσα στους ανόητους ξιπασμένους της βραδιάς: ο Τσάτσκι τα λέει όλα αυτά, τα κυνικά, γιατί είναι παράφρων. Αλλά η Σοφία θα πιάσει στα πράσα τον Μολτσάλιν «της» να ρίχνεται στην Λίζα και ο
Τσάτσκι θα πληροφορηθεί πως εκείνη, ο μεγάλος του έρωτας, είναι που ξεκίνησε να διαδίδει πως είναι τρελός. Μετά από έναν φιλιππικό εναντίον όλων, των λυσσασμένων για εξουσία, που γλείφουν και συκοφαντούν και προδίδουν για να ανέλθουν, των βλακών, των γελοίων, των κουτσομπόληδων, των αισχρών και διεστραμμένων, των ματαιόδοξων, των μωροφιλόδοξων, των κακιασμένων, των υποκριτών, τους παρατάει και ξαναφεύγει 
από την Μόσχα -ο χρόνος του έργου είναι μόνο μία μέρα- που του είναι πια απεχθής. «Πώς να μη χάσει την ψυχή και το μυαλό / κανείς, μια μέρα ολόκληρη μ’ εσάς, τον ίδιο αέρα / ν’ ανασαίνει; Θα πνιγεί από σιχασιά!», κραυγάζει στα μούτρα
τους. «Από τη Μόσχα μακριά!». Η πορεία του μοιάζει αντίστροφη με των Τριών Αδελφών που, ογδόντα, περίπου, χρόνια μετά, ζουν με την -απραγματοποίητη- επιθυμία της επιστροφής στην Μόσχα... Αλλά, ουσιαστικά, ίδια είναι. Μόνο που ο Τσέχοφ δεν είναι επιθετικός, είναι ειρωνικός. Ο Αλεξάντρ Σεργκέεβιτς Γκριμπογέντοφ, ρόσος διπλωμάτης, μέλος της ανώτερης τάξης αλλά με -κάπως αδιευκρίνιστη- ανάμιξη στην 
αστική/στρατιωτική εξέγερση των Δεκεμβριστών εναντίον του τσάρου Νικολάου Α΄, με αιτήματα για εκσυγχρονισμό, η οποία εύκολα καταπνίγηκε, άφησε πίσω του ένα μόνο θεατρικό έργο, τη δηκτική, γραμμένη σε στίχο, σάτιρα «Συμφορά από το πολύ μυαλό» (1823, μετά το θάνατό του, το 1829, πρώτο ανέβασμα στην Γερμανία 1831, πρώτη έκδοση, λογοκριμένη, στην Ροσία
1833). Το έργο, κωμωδία που κρύβει καλά τις τραγικές καταβολές της, είναι ένα μεστό αριστούργημα το οποίο μπορεί άνετα να σταθεί πλάι στον λίγο μεταγενέστερο «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ και που οι ρίζες του θα πρέπει να αναζητηθούν στον «Τίμωνα τον Αθηναίο» αλλά και στον «Άμλετ» του Σέξπιρ, κυρίως, όμως, στον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου -ο Τσάτσκι είναι πολύ 
κοντά στον Αλσέστ και η Σοφία στην Σελιμέν-, χωρίς αυτό καθόλου να σημαίνει πως πρόκειται για μίμηση αλλά για εξαιρετικά δημιουργική ανάπλαση/εξέλιξη. Ο Γκριμπογέντοφ τολμά, ως άλλος Τσάτσκι, όχι απλώς να καταγγείλει την κοινωνία στην οποία ανήκε αλλά να της βγάλει τη γλώσσα, κεντώντας χαρακτήρες. Τόλμησε, όμως, και ο σκηνοθέτης Στάθης Λιβαθινός: να ανεβάσει, με το ρίσκο της σύγκρισης, το έργο αυτό που ανέβασε, για πρώτη και μόνη φορά στην Ελλάδα, ο Λευτέρης Βογιατζής (με τη συνεργασία του Τάσου Μπαντή), στο ίδιο θέατρο, για την «Σκηνή», το 1986 (σεζόν 1985/1986), 35 χρόνια πριν αλλά σε μία παράσταση που έχει χαραχτεί ανεξάλειπτα στη μνήμη όσων την είχαμε δει. Τόλμησε και η μεταφράστρια Έλσα Ανδριανού: να μεταφράσει το κείμενο σε ελεύθερο στίχο και
σε μία πλούσια γλώσσα, όπου τυπικές καθαρευουσιάνικες λέξεις μπλέκονται με σύγχρονες, τρέχουσες εκφράσεις της πιάτσας σε ένα ευτυχές μείγμα που φέρνει το έργο κοντά μας. Πράγμα που επιδίωξε και η σκηνοθεσία, με όργανο τη μετάφραση αυτή: να δείξει πόσο ένα κλασικό έργο μπορεί,
χωρίς ο σκηνοθέτης να το αποδομήσει, να απεικονίσει και τη δική μας κοινωνία με τα ανάλογα χούγια της. Οι περικοπές σε πρόσωπα που έχουν γίνει δεν έχουν βλάψει το αποτέλεσμα, έστω και αν κάποια, όπως οι Έξι Μικρές Πριγκίπισσες,
μου έλειψαν. Ο Στάθης Λιβαθινός έχει σφίξει το κείμενο, τόνισε, με χιούμορ αλλά και με μέτρο, το γκροτέσκο στοιχείο, έχει χαρακτηρίσει με προσοχή τους ρόλους, έχει οδηγήσει σωστά τους ηθοποιούς του, τους έχει δέσει πολύ καλά και έχει κάνει ανάγλυφη την κοινωνική τοιχογραφία του Γκριμπογέντοφ, σε μία παράσταση με ύφος, που σε κρατάει καθηλωμένο. Οι τολμώντες, τελικά, εδώ τουλάχιστον, νικούν. Πολύ ελκυστικό το, σωστά φωτισμένο από τον Αλέκο Αναστασίου, σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου -η συμπυκνωμένη σέρα, όπου ο σκηνοθέτης εύστοχα «φωτογραφίζει», κάθε τόσο, το
μωσαϊκό της μοσχοβίτικης κοινωνίας και το ρολόι, το οποίο ζητάει ο συγγραφέας, μεταπλασμένο σε ένα ρολόι-αλωνάκι που είναι και το δάπεδο της σκηνής και που οι τεράστιοι δείκτες του μετακινούνται από τους ηθοποιούς προς τα εμπρός και, στο τέλος, προς τα πίσω...- ενώ στα κοστούμια επέλεξε, άλλοτε με επιτυχία άλλοτε όχι, μία μείξη στοιχείων της εποχής του έργου και σύγχρονων. Η μουσική του Δημήτρη Μαραμή -ενόργανη και φωνητική 
α καπέλα από τους ηθοποιούς- δένει εξαιρετικά με το αιτούμενο της σκηνοθεσίας. Η παράσταση στηρίζεται και σε μία πολύ καλή και πολύ καλά δουλεμένη διανομή. Και αν βρήκα λάθος την επιλογή της καλής αλλά εξωτερικά δυναμικής Ιωάννας Κολλιοπούλου για το ρόλο της Σοφίας που πιστεύω ότι θέλει
μία ενζενί εξωτερικά τρυφερή και εσωτερικά δυναμική -κάτι σαν Μπιάνκα στο σεξπιρικό «Ημέρωμα της στρίγγλας»- ή κάπως «χύμα» την Χλιόστοβα της Λίλης Μελεμέ και την Πριγκίπισσα της Τζωρτζίνας Δαλιάνη, ξεχώρισα τον Νέστορα Κοψιδά -ίσως, ο καλύτερός του ρόλος, ο Φάμουσοφ-, την Νεφέλη Μαϊστράλη -εξαιρετική, εύπλαστη, εκφραστικότατη σουμπρέτα Λίζα-, τον Ερρίκο Μηλιάρη (καίριο Μιλτσάλιν), τον
Παναγιώτη Παναγόπουλο (απολαυστικός Σκαλοζούμπ, αν και, μερικές στιγμές ξεφεύγει σε υπερβολές), την Αθανασία Κουρκάκη (ζουμερή Ναταλία), τον Θέμη Θεοχάρογλου, εύπλαστο Ζαγκορέτσκι, και τον Ρεπετίλοφ του Γιλμάζ Χουσμέν. Ικανοποιητικός ο Πετρούσα του Πάρη Λεόντιου που
εξυπηρετεί την παράσταση και με τη χορογραφία του. Άφησα τελευταίο τον Δημήτρη Φιλιππίδη. Τελευταίος αλλά όχι ολίγιστος. Μεγάλο και εδώ το τόλμημα του Στάθη Λιβαθινού να αναθέσει τον Τσάτσκι. τον ακρογωνιαίο ρόλο του έργου, σε έναν νέο, εντελώς άπειρο θεατρικά ηθοποιό. Ο Δημήτρης Φιλιππίδης, με εντυπωσιακή εμφάνιση, με μέγεθος, με έξοχα στερεωμένο λόγο, με εύηχη φωνή και πολύ καλή άρθρωση, με κίνηση καλή, με ενέργεια εκρηκτική, δεν τα 
βγάζει απλώς πέρα. Ο Τσάτσκι του θα μείνει. Πιστεύω ότι ένας πρωταγωνιστής γεννήθηκε. Θέλω να ελπίζω ότι η συνέχειά του θα είναι αυτή που του αξίζει. Μία παράσταση που θα ήταν κρίμα να τη χάσετε. Η «Λυκόφως-Γ. Λυκιαρδόπουλος», που έχει αναλάβει το θέατρο «Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής», κάνει μια πολύ καλή αρχή. Ελπίζω και εύχομαι να συνεχίσει ανάλογα (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).
 
(Εξαίρετα συναρμοσμένο, με διαφωτιστικά κείμενα που απευθύνονται στο κοινό και όχι σε θεατρολόγους, το έντυπο πρόγραμμα -δεν αναφέρεται υπεύθυνος- της παράστασης. Θα προτιμούσα, μόνο, ματ το κόκκινο εξώφυλλο. Το έργο, στην πλήρη -χωρίς τις περικοπές για την παράσταση- μετάφραση της Έλσας Ανδριανού, κυκλοφορεί (2021) στη γνωστή, προσεγμένη σειρά των Εκδόσεων «Κάπα Εκδοτική»).
 
Θέατρο «Οδού Κυκλάδων Λευτέρης Βογιατζής», «Λυκόφως-Γ. Λυκιαρδόπουλος», 10 Δεκεμβρίου 2021.

No comments:

Post a Comment