November 9, 2021

Στο Φτερό / Από φωνή, φωνάρα αλλά και από ψυχή, ψυχάρα

 
Μάρλις Πίτερσεν, σοπράνο: γκαλά. Στέφαν Ματίας Λάντεμαν, πιάνο. Οι Μουσικοί της Καμεράτας, Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής / Μουσική διεύθυνση, τσέμπαλο: Μάρκελλος Χρυσικόπουλος. 
 
Το ρεσιτάλ της σοπράνο Σόνια Γιόντσεβα την Πέμπτη στην Λυρική Σκηνή είχε άξονα δημοφιλέστατο -τον Πουτσίνι- αλλά κοινό, σε γενικές γραμμές, καθόλου φιλικό προς τη μουσική 
και ειδικότερα την όπερα... Το γκαλά της σοπράνο Μάρλις Πίτερσεν το Σάββατο είχε άξονα -το μπαρόκ- κάπως δυσπρόσιτο στον πολύ κόσμο αλλά είχε κοινό, σε γενικές γραμμές, που ξέρει από μουσική. Και, αν μπορεί να γίνει 
σύγκριση, κέρδισε τις εντυπώσεις. Αλλά αυτό -το κοινό- δεν ήταν ο μόνος λόγος. Ο βασικός λόγος ήταν η ίδια η έξοχη λυρική καλλιτέχνιδα. Και η ορχήστρα. Η Γερμανίδα Μάρλις Πίτερσεν, γνώριμή μας ήδη από το 2005, από την Λούλου της στην «Λούλου» του Άλμπαν Μπεργκ, που έκανε το 2005 στο Μέγαρο Μουσικής, για να επανέλθει εκεί αρκετές φορές, και που, έκτοτε, έχει αγαπήσει την Ελλάδα και έχει δεθεί μαζί μας -μέσα από ανθρώπους αλλά και μέσα από ένα σπίτι που έχει κτίσει στην μεσσηνιακή Κορώνη-, τη βραδιά αυτή, την ενταγμένη στους εορτασμούς για τα 30 χρόνια του πολύτιμου Μεγάρου Μουσικής και αφιερωμένη -εξαιρετική ιδέα!- στη
μνήμη του εμψυχωτή του Χρήστου Δ. Λαμπράκη στον οποίο πολλά οφείλει η μουσική στην Ελλάδα, απέδειξε ότι δεν είναι μόνο μία σπουδαία -δικαίως διεθνής- φωνή -άριστα
διατηρημένη, πεντακάθαρο, κρυστάλλινο μέταλλο, τεχνική αξιοθαύμαστη...-, δεν είναι μόνο μία σπουδαία ερμηνεύτρια, αλλά είναι και μία συμπαθέστατη γυναίκα, με προσωπικότητα, με αμεσότητα, με αυθορμητισμό, με χιούμορ, με μία τρέλα ωραία -μία ψυχάρα. Η οποία προλόγισε τη συναυλία και συνέδεσε τα κομμάτια της στα ελληνικά -τα σπαστά αλλά πολύ ζεστά και ανθρώπινα ελληνικά της- μιλώντας για τον Χρήστο Δ.
Λαμπράκη αλλά και για την οικογένειά της που θεωρεί ότι είναι «η Ελλάδα, η Αθήνα, το Μέγαρο και εμείς, το κοινό». Το πρόγραμμα μπορεί να ήταν κάπως ετεροβαρές αλλά είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον. Στο πρώτο μέρος η Μάρλις Πίτερσεν, φορώντας μία ρόδινη μεταξωτή τουαλέτα, ερμήνευσε, συνοδευόμενη από τον εξαίρετο Στέφαν Ματίας Λάντεμαν στο πιάνο, με χαρμόσυνες κολορατούρες,
Αλεσάντρο Σκαρλάτι του ιταλικού μπαρόκ -την άρια του Τιγράνη «Τη δόξα να αποκτήσω» από την πρώτη πράξη της ομώνυμης όπερας (1715) και την άρια του Αλιντόρο «Αν ο Φλορίντο μένει πιστός» από την όπερα «Η κυρία παραμένει πιστή» (1698)-, την υπέροχη άρια αντίκα «Αυτή η φλόγα που με καίει», επίσης από το ιταλικό μπαρόκ, αχρονολόγητη, η οποία αποδίδεται στον Μπενετέτο Μαρτσέλο αλλά την πατρότητά της διεκδικεί και ο Φραντσέσκο Μπαρτολομέο Κόντι, και Μότσαρτ -την καντάτα «Σεις που τιμάτε τον πλάστη του απέραντου σύμπαντος» (1791), το τραγούδι «Όταν η Λουίζα έκαιγε τα γράμματα του άπιστου εραστή της» (1787) και την άρια του Αμύντα «Θα την αγαπάω, θα της είμαι πιστός» από την όπερα «Ο βασιλιάς ποιμένας» (1775), όπου στην παρέα, καίρια εμπλουτίζοντάς την, μπήκε, με το βιολί του, και ο Σέρτζιου Ναστάσα. 
Στο δεύτερο μέρος το πάνω χέρι πήραν οι «Μουσικοί της Καμεράτας-Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής» με τον Μάρκελλο Χρυσικόπουλο -ο οποίος πλέον έχει εξελιχθεί εντυπωσιακά-, στο πόντιουμ και, συγχρόνως, στο τσέμπαλο, ξεκινώντας, αφού και ο μαέστρος μίλησε με τη σειρά του για τον Χρήστο Λαμπράκη, με την Εισαγωγή στην όπερα «Πολύφημος» (1735) 
του Ιταλού    Νικόλα   Πόρπορα, του Ναπολιτάνου, όπως και ο Σκαρλάτι, που, στο Λονδίνο, στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα, ήταν το αντίπαλον δέος του Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ. Στον οποίο Χέντελ ήταν βασικά αφιερωμένο το μέρος αυτό, με σολίστ την Μάρλις Πίτερσεν -με μία μπλε ελεκτρίκ τουαλέτα πια: άρια «Ω, έλα χαρούμενη ελευθερία» του πρώτου μέρους, από το ορατόριο «Ιούδας ο Μακαβέος» (1747), Κοντσέρτο γκρόσο αρ 2, έργο 3 (1734) από την ορχήστρα και άρια της Κλεοπάτρας «Τη μοίρα μου θα θρηνώ» από την όπερα «Ο Ιούλιος Κέσαρας στην Έγιπτο» (1724), όπου η Μάρλις Πίτερσεν μεγαλούργησε -κάτι συγκλονιστικές παύσεις, κάτι συναρπαστικοί «ψίθυροι»... Αλλά
και οι Μουσικοί της Καμεράτας μεγαλούργησαν στην Τρίο Σονάτα αρ. 12, έργο 1 «Η τρέλα» (1705) του Αντόνιο Βιβάλντι, γραμμένη για δύο βιολιά και κοντίνουο και μεταγραμμένη για ορχήστρα εγχόρδων: με το σταθερό χέρι του Μάρκελλου Χρυσικόπουλου να τους κρατά γερά δεμένους, σε απόλυτη ομοιογένεια, πέταξαν -όντως μία τρέλα. Με Χέντελ, και πάλι, έκλεισε  το πρόγραμμα: την άρια της Αλτσίνα «Χλομές σκιές» από τη φερώνυμη όπερα (1735) -άλλη μία συναρπαστική στιγμή της Μάρλις Πίτερσεν, υπέρκομψης, με μία σέξι παγιετέ ασημί τουαλέτα, αυτή τη φορά. Η οποία, ως ανκόρ, μας επιφύλασσε μία έκπληξη: «Θα μου δώσεις την καρδιά σου», άλλως
«Aria di Giovannini», από το «Σημειωματάριο για την Άννα Μαγκνταλένα Μπαχ», που, προφανώς λανθασμένα, αποδίδεται στον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Η σοπράνο επέλεξε να μας χαρίσει για φινάλε μία θεατρικότατη, ερωτικότατη ερμηνεία 
καταλήγοντας ιππαστί (!) στον τσεμπαλίστα-μαέστρο τον οποίο σφιχταγκάλιασε και του έδωσε και ένα σβουριχτό φιλί προς μεγάλη τέρψη του κοινού. Μία εντελώς αλλιώτικη, απολαυστική βραδιά (Φωτογραφίες: Χάρης Ακριβιάδης, οι δύο τελευταίες προσφορά του Λουκά Βιδάλη τον οποίο και ευχαριστώ).
 
(Πλήρες, χωρίς φιοριτούρες, απευθυνόμενο στο κοινό και όχι στους ειδικούς, το έντυπο πρόγραμμα της συναυλίας -επιμέλεια έκδοσης Δέσποινα Παπαγιαννοπούλου).
 
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», 6 Νοεμβρίου 2021 (Τη συναυλία παρακολούθησα με προσωπική πρόσκληση του προέδρου Νίκου Πιμπλή και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών).

No comments:

Post a Comment