«Μια γερμανίδα γραμματέας» του Κρίστοφερ Χάμπτον / Σκηνοθεσία: Γιάννης Μόσχος.
Υπαρκτό πρόσωπο: η Μπρουνχίλντε Πόμζελ. Γερμανίδα, γεννήθηκε το 1911 στο Βερολίνο και πέθανε, σε βαθύτατο γήρας -στα 106 της!- στο Μόναχο, το 2017. Μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, διετέλεσε γραμματέας στο γραφείο του Γιόζεφ Γκέμπελς, στο υπoυργείο Προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ. Στα 102 της η βιενέζικη κολεκτίβα των Κρίστιαν Κρόνες, Ολάφ Μίλερ, Ρολάντ Στρότχόφερ και Φλόριαν Βάιγκενζάμα δημιούργησε, με βάση συνεντεύξεις που της έκανε, το πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ «Μια γερμανική ζωή» (2016) ενώ ακολούθησε (2017) το βιβλίο που συνυπογράφουν η ίδια και ο Τόρε Ντ. Χάνσεν «Δεν θέλαμε να ξέρουμε. Η γραμματέας του Γκέμπελς αποκαλύπτει» (μετάφραση Λένια Μαζαράκη, Εκδόσεις «Μεταίχμιο», 2017). Αυτά ενέπνευσαν τον δόκιμο βρετανό συγγραφέα -αλλά και σεναριογράφο, μεταφραστή, διασκευαστή και κινηματογραφικό σκηνοθέτη- Κρίστοφερ Χάμπτον να γράψει το μονόλογο «Μια γερμανίδα γραμματέας» (2019). Η πολύ γηραιά πια άλλοτε γραμματέας του Γκέμπελς αφηγείται, με άνεση και αμβλυμμένες τις αιχμές..., χωρίς τύψεις και ενοχές, τη ζωή της. Που ξεκίνησε από σφιγμένη οικονομικά οικογένεια, λίγο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στον οποίο πολέμησε ο μπογιατζής πατέρας της. Η Μπρουνχίλντε πήγε σχολείο μέχρι τα 15 και, μετά, στα 16 της, βρήκε δουλειά ως γραμματέας σε έναν οίκο μόδας, όπου εκπαιδεύτηκε καλά
στη στενογραφία, ενώ ακολούθησαν ένα βιβλιοπωλείο και, κατόπιν, ένα ασφαλιστικό γραφείο -Εβρέοι, όλα τα αφεντικά της. Η πρώτη της ερωτική σχέση, ο Χάιντς, ένας δημοσιογράφος της συμφοράς σε ένα έντυπο των εθνικοσοσιαλιστών, την έφερε για πρώτη φορά σε επαφή μαζί τους σε μία συγκέντρωση με ομιλητή τον Χέρμαν Γκέρινγκ. Η διολίσθηση δεν ήταν δύσκολη: δακτυλογράφος στον Μπέιλ, έναν του κόμματος, στον οποίο τη σύστησε ο φίλος της για να τον βοηθήσει να γράψει τα απομνημονεύματά του από τον Πρώτο Παγκόσμιο, όταν ο Χίτλερ κερδίζει τις εκλογές και γίνεται καγκελάριος το ’33 -ο Χάιντς και εκείνη είναι στο πλήθος που τον αποθεώνει...-, και ο Μπέιλ διορίζεται, ως
ημέτερος, στο «Ντόιτσες Τεάτερ» πρώτα, στην πανίσχυρη, τότε, Ραδιοφωνία, κατόπιν, και αφού η Μπρουνχίλντε γράφεται στο Κόμμα την παίρνει μαζί του -στο γραφείο Τύπου αρχικά, στο Τμήμα Ειδήσεων στη συνέχεια. Εκεί θα τη βρει η κήρυξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και από εκεί θα προωθηθεί, το ’43, ως ικανή γραμματέας, στο γραφείο του Γιόζεφ Γκέμπελς, στο υπουργείο Προπαγάνδας όπου και οι χιτλερικοί απεργάζονται την «τελική λύση του εβραϊκού ζητήματος». Οι Εβρέοι «εξαφανίζονται» γύρω της, η Εύα, η Εβρέα στενή της φίλη, «εξαφανίζεται» κι αυτή, ο με εβραϊκό αίμα παντρεμένος εραστής της το σκάει στο Άμστερνταμ, όπου εκείνη πηγαίνει
και τον βλέπει, μένει, μάλιστα, έγκυος και κάνει έκτρωση αλλά η Μπρουνχίλντε «δεν ξέρει» -δεν «ήξερε». Όταν το 1945 το Βερολίνο πέφτει και ο Χίτλερ και ο Γκέμπελς, ενώπιον της ήττας, αυτοκτονούν, θα βρεθεί κρατούμενη των Σοβιετικών στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ, που εκείνοι έχουν πια αναλάβει. Θα απελευθερωθεί το 1950, μετά από πέντε χρόνια. Θα καταφύγει στην Δυτική -την Ομοσπονδιακή- Γερμανία όπου θα βρει δουλειά, και πάλι ως γραμματέας -στην Ραδιοφωνία, στο Μπάντεν-Μπάντεν αρχικά, στο Μόναχο στη συνέχεια, κανείς δεν χάνεται... Αυτή ήταν η ζωή της. Ο Χάμπτον έχει γράψει έναν έξυπνο μονόλογο. Δεν κατηγορεί, δεν εγκαλεί, δεν καταγγέλλει, δεν καταδικάζει την Πόμζελ με υψωμένο το δάχτυλο. Έχουν περάσει πια πολλά χρόνια από την εποχή της Μεγάλης Θηριωδίας. Άλλη είναι η οπτική. Η Πόμζελ του Χάμπτον, απλώς, είχε ανοίξει τους πόρους της, όπως ολόκληρος, σχεδόν, ο γερμανικός λαός τότε, και είχε απορροφήσει αυτή την ιδεολογία, ήταν η καθημερινότητά της,
πίστευε απλώς πως είναι ευσυνείδητη και δεν νοιαζόταν ούτε να ξέρει ούτε να μάθει τι συμβαίνει στη χώρα της, εφόσον ζούσε άνετα. Αυτός είναι ο καθημερινός φασισμός. Πιο τρομακτικός από τον τρόμο και την αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Ο Γιάννης Μόσχος, που υπογράφει τη σκηνοθεσία πάνω στην ικανοποιητική μετάφρασή του, εκτός από τη μεγάλη οθόνη όπου, όπως ζητάει ο συγγραφέας, προβάλλονται, «θολά» από το χρόνο ντοκουμέντα της εποχής, έστησε και μία δεύτερη, μικρότερη, όπου η βιντεοσκοπημένη Πόμζελ / Πιττακή, ακίνητη ή με μικρές κινήσεις που υπογραμμίζουν στιγμές της παράστασης ή αντιστοιχίζουν λεπτομέρειες από ζωντανές κινήσεις της ηθοποιού (εξαίρετο video design Μιχάλης Κλουκίνας -υπογράφει και τους φωτισμούς), δημιουργώντας, έτσι, μία μουσικότητα η οποία
δένεται με τη διδασκαλία της ηθοποιού. Η Ρένη Πιττακή, ηθοποιός που ξέρει τι σημαίνει μονόλογος, άμεση, αλλά και από έγκυρη απόσταση, με ένα υποδόριο χιούμορ, ρυθμολογεί το ρόλο της άψογα, με αποχρώσεις, με έμφαση στις λεπτομέρειες, προφέροντας λόγο καλά «καρφωμένο», που σε καθηλώνει και δεν σε αφήνει να χάσεις ούτε λέξη και αφήνοντας να αναδυθεί ανάλαφρα, αντιστικτικά το συγκλονιστικό υπόβαθρο. Μία ερμηνεία της -και πάλι- εύφορη. Η μουσική και το ηχητικό περιβάλλον του Θοδωρή Οικονόμου. το λιτό σκηνικό και το υπέροχο κοστούμι της Τίνας Τζόκα δίνουν αποφασιστικά χέρι βοηθείας στην παράσταση. Μην τη χάσετε! (Φωτογραφίες: Μιχάλης Κλουκίνας).
(Έντυπο πρόγραμμα δεν υπάρχει. Ούτε καν ένα μονόφυλλο με τα ονόματα των συντελεστών. Αυτό δεν τιμά την παραγωγή).
Θέατρο «Ιλίσια-Βολανάκης», 12 Νοεμβρίου 2021.
No comments:
Post a Comment