Το Τέταρτο Κουδούνι / 7 Απριλίου 2019.
Αφιερωμένο εξαιρετικά... Απ’ το εις πολλά επεισόδια έπος «Κινητά, αναίσθητα γουρούνια και θέατρο». Του Γιώργου Γαλίτη που εκτός από ταλαντούχος ηθοποιός και συγγραφέας είναι -όπως ανακάλυψα- και ταλαντούχος σκιτσογράφος. Και, βέβαια, -από σκηνής- παθών... Ως επί πλατείας πολλάκις και κατ’ εξακολούθησιν παθών και πάσχων μοιράζομαι το σκίτσο μαζί σας. Κι είμαι σίγουρος ότι μας συμμερίζεστε.
Αυτό, που ο «Ιερός Λόχος 2012» -της Θεσσαλονίκης, ντε, αυτοί που μπαίνουν στα θέατρα και διακόπτουν παραστάσεις γιατί νομίζουν πως βλασφημούν (οι παραστάσεις) τα θεία-, πρώτον, έχει εμπνευστεί τ’ όνομά του απ’ τον αρχαίο Ιερό Λόχο των Θηβών που απαρτιζόταν από 150 ζευγάρια εραστών οπλιτών και, δεύτερον, τ’
όνομα της εκδήλωσης Macedonian Pride που σχεδιάζει (για σήμερα;) στην Θεσσαλονίκη και στην οποία καλεί «με αγωνιστικούς χαιρετισμούς και με το ενωτικό πνεύμα των αρχαίων ημών Προγόνων Μακεδόνων», το ’χει εμπνευστεί απ’ το Gay Pride, Athens Pride κλπ, με προβληματίζει. Έως και με ανησυχεί. Ας το προσέξουν.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...
Πάει καλά. Πολύ καλά. Η Λυρική Σκηνή. Βλέπω εκεί παραστάσεις ευπρεπείς, καλές, εξαιρετικές, η «Εναλλακτική Σκηνή» της κάνει ενδιαφέρουσες προτάσεις, δοκιμάζονται
καινούργια ονόματα... Πολύ καλά τα πάει ο Γιώργος Κουμεντάκης -ο καλλιτεχνικός διευθυντής της. Ελπίζω ότι κι ο νέος πρόεδρός της Βασίλης Καραμητσάνης (φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος) με το Διοικητικό Συμβούλιο -νέοι άνθρωποι, φρέσκοι- θα τον στηρίξουν όπως του πρέπει. Κι ότι το Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» θα συνεχίζει να βάζει γενναιόδωρα το χέρι στην τσέπη, όπως κάνει μέχρι τώρα -και μπράβο του.
Προβληματίστηκα απ’ τη στιγμή που τ’ άκουσα: ότι ο Άρης Μπινιάρης, εν μέσω υψηλών βαθμών βρασμού των εθνικισμών, ανεβάζει στο «Πορεία» το «Ύψωμα 731», αντλώντας απ’ το χρονικό της «αγριότερης μάχης του Ελληνοϊταλικού Πολέμου» που δόθηκε στην Κλεισούρα, τον Μάρτιο του 1941, και στην οποία οι ολιγάριθμες ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις συνέτριψαν τις πολυάριθμες ιταλικές. Εκ φύσεως σιχαίνομαι τους πάσης φύσεως πολέμους -επιθετικούς, επεκτατικούς, αμυντικούς, απελευθερωτικούς, ανεξαρτησίας...-, όσο κι αν αντιλαμβάνομαι πως κάποτε καθίστανται αναγκαίοι, και τους πατριωτισμούς και τους ηρωισμούς που κοστίζουν ποταμούς αιμάτων.
Σέβομαι αυτούς που χάθηκαν κι υποκλίνομαι αλλά δε θαυμάζω τις πράξεις τους. Ένα -υποθέτω αυθεντικό- γράμμα προς τον τότε πρωθυπουργό Κορυζή -υπουργό του Μεταξά ο οποίος τον διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία, όταν εκείνος ξαφνικά πέθανε- που παρατίθεται στο πρόγραμμα της παράστασης «αντί σκηνοθετικού σημειώματος» και στο οποίο μια μάνα που ’χασε στην Κλεισούρα τον έναν απ’ τους πέντε στρατευμένους γιους της αναφέρει ότι παράγγειλε στους άλλους τέσσερις να εκδικηθούν το θάνατό του κι ότι κρατάει σ’ εφεδρεία άλλους τέσσερις και παρακαλεί «όπως κληθώσι ονομαστικώς και ούτοι εις πάσαν περίπτωσιν ανάγκης της πατρίδος ή τυχόν απωλείας ετέρου τέκνου μου, προς εκδίκησιν εχθρού», δε μου προκαλεί πατριωτικά ρίγη συγκίνησης κι ανάτασης. Φρίκη κι αποτροπιασμό μου προκαλεί, προσωπικά.
Ο σκηνοθέτης διάβασα σε συνέντευξή του να λέει πως πρόκειται για «μια παράσταση με σαφές αντιπολεμικό και αντι-ολοκληρωτικό μήνυμα». Την είδα: ένα ροκ ορατόριο, στη γραμμή του Άρη Μπινιάρη, όπου οι δυο ηθοποιοί -ο ένας, ο ίδιος ο σκηνοθέτης- «ραπάρουν», κατά κάποιο τρόπο, με τη συνοδεία τριών μουσικών: εξαιρετική παράσταση, ρυθμοί καταιγιστικοί -αν κι ο λόγος συχνά χάνεται-, εξαιρετικές μουσικές, πολύ καλή η δουλειά του Πάρι Μέξη στα σκηνικά, τα κοστούμια και, κυρίως -μαζί με το σκηνοθέτη-, στους φωτισμούς. Αλλά κανένα «αντιπολεμικό κι αντι-ολοκληρωτικό μήνυμα» δε διέκρινα. Και μάλιστα «σαφές». Αντίθετα, ακούγοντας, μεταξύ πολλών αναλόγων, το «με τα πελέκια, ρε! Με τα πελέκια! Με τα πελέκια γαμήστε τους τα σπλάχνα» και, σα λάιτ μοτίφ, να επαναλαμβάνεται το «σωροί πτωμάτων Ιταλών κάλυψαν το τοπίο», μια πολεμολαγνεία εισέπραξα και συνειρμούς με τους «300» του Ζακ Σνάιντερ έκανα. Και σκέφτηκα ότι, αν οι Χρυσαυγίτες δουν το «Ύψωμα 731», φοβάμαι ότι θα ενθουσιαστούν. Το σκεπτικό της παράστασης φταίει; Εγώ φταίω; (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).
Έκπληξη! Η «Φροσύνη» του Στέφανου Παπατρέχα στον «Άβατον». Δε φανταζόμουν ότι ένας νέος θεατρικός συγγραφέας -κι ηθοποιός και σκηνοθέτης- θα ’βρισκε ερέθισμα στην ιστορία της κυρά-Φροσύνης των Ιωαννίνων που το 1801 ο Αλί Πασάς έπνιξε στην Παμβώτιδα, γιατί, αν και παντρεμένη, είχε ερωτική σχέση με τον, επίσης παντρεμένο, γιο του Μουχτάρ, μαζί μ’ άλλες 16 (ή 17;) γυναίκες που ’χαν θεωρηθεί ότι «διήγον βίον ανήθικον» -μια ιστορία σε πολλές αλληλοαμφισβητούμενες εκδοχές-, αλλά τ’ όνομά της συνδέθηκε με την τούρκικη καταπίεση κι η Φροσύνη σχεδόν ηρωποιήθηκε. Έγραψε, λοιπόν, ο Στέφανος Παπατρέχας ένα μονόλογο όπου περνάει το θέμα του μέσα από μια νεαρή ηθοποιό η οποία καλείται να παίξει ένα μονόλογο για την Φροσύνη και τον προετοιμάζει για να ταυτιστεί μαζί της, σιγά-σιγά, όσο τον προβάρει. Και τον έγραψε ξεκινώντας ευφυώς: το κορίτσι, μιλώντας στο τηλέφωνο και googlάροντας για να μάθει πληροφορίες για το πρόσωπο που καλείται να ενσαρκώσει, έμμεσα μας εισάγει στο θέμα. Ο Στέφανος Παπατρέχας έχει γράψει ένα κείμενο σ’ άψογα ελληνικά, που χάνει, πιστεύω, κάπως, τη θεατρικότητά του όταν γίνεται λυρικό, παραπέμποντας στα εκτενή ποιήματα-μονολόγους της «Τέταρτης Διάστασης» του Γιάννη Ρίτσου, αλλά στο τέλος την ανακτά. Ο συγγραφέας συνυπογράφει, με τον Λάζαρο Βαρτάνη, και τη σκηνοθεσία -καλόγουστη παράσταση-, μ’ έξυπνα αλλά όχι εξυπνακίστικα ευρήματα -έξοχο το φινάλε με την κασέλα που γίνεται η «λίμνη των στεναγμών»- απογειώνοντας το
κείμενο. Κι οδηγώντας τη νεαρή Σύνθια Μπατσή, άπειρη -άτιμο πράγμα ο μονόλογος...- αλλά ταλαντούχα, με σκηνική προσωπικότητα και χιούμορ, σε μια ερμηνεία ικανοποιητικότατη.
«Allez viens...»: με μεγάλα καλάθια πήγαινα στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Κτιρίου Τσίλερ για να δω τη βουβή -μόνο κίνηση- παράσταση που ’χει στήσει για το Εθνικό, με ηθοποιούς, κυρίως, της τρίτης ηλικίας, η Παναγιώτα Καλλιμάνη -σύλληψη και χορογραφία. Επειδή είχα δει παλιότερα δουλειά της στο Φεστιβάλ, στην «Πειραιώς», κι είχα ενθουσιαστεί. Κι επειδή έπαιζαν, έστω σιωπηλά, ηθοποιοί που εκτιμώ και θαυμάζω. Δυστυχώς μ’ άδεια τα καλάθια έφυγα. Το όλον μου φάνηκε επίπεδο. Και δε με συγκίνησε, όπως περίμενα (Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος).
Ευλόγησον την βρώσιν και την πόσιν των δούλων σου... Αυτό, που ο γέροντας Επιφάνιος o Μυλοποταμινός άφησε πίσω του Σαρακοστή και Χαιρετισμούς κι ήρθε στην Αθήνα, κατευθείαν απ’ το Άγιο Όρος, για να συμμετάσχει -ως guest star, απ’ ό,τι κατάλαβα- στο Φεστιβάλ Βραβευμένων Εστιατορίων από Όλη Την Ελλάδα «Symposio at Ark» που συνδιοργανώνουν το «Αθηνόραμα» και το εστιατόριο «Ark», «παρουσιάζοντας φημισμένα του πιάτα σε ένα μενού μοναδικής και αυθεντικής αγιορείτικης κουζίνας», ειλικρινά με ξεπερνάει. (Επιθεώρηση, ΠΟΥ είσαι;).
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...
Είχα δει και τις δυο προηγούμενες παραστάσεις -«Αγγελική», «Frida Κι άλλο»- των «Fly Theatre» -Κατερινα Δαμβόγλου και Robin Beer. Ήταν εξαιρετικές. Με χαρά και προσμονή πήγα στο «Rex», στην Σκηνή «Κατίνα Παξινού» -αχ, όχι παιδιά, μην το βάζετε το «Κατίνα Παξινού» σε μια παρένθεση στο τέλος, στο πρόγραμμα, σα να το κρύβετε, ναι, δεν είναι πια in η Παξινού, είναι πιο up to date το «-1» αλλά ντροπή δηλαδή...- της «Πειραματικής Σκηνής» του Εθνικού για να δω το αντλημένο απ’ την ταινία του Φελίνι «La Strada» τους. Είχε ενδιαφέρον η δουλειά τους στημένη σαν τσίρκο που τόσο αγαπούσε ο Φελίνι, αν και κάπως μουντζουρωνόταν όσο προχωρούσε -δεν είχε διαύγεια-, τα παιδιά δοσμένα, ταλαντούχος ο Μιχάλης Βαλάσογλου-Ζαμπανό,
υπερταλαντούχος ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης-Τρελός αλλά, αν η ταινία σ’ έχει σημαδέψει, πώς να σε πείσει αυτός ο σκηνικός «μετασχηματισμός» της; Πώς; Κι ένα κατά τη γνώμη μου λάθος: η ανάθεση της Τζελσομίνα στην Κατερίνα Μαυρογεώργη: έξοχη ηθοποιός, φωτιά και λαύρα, δαιμονικό -την έχω δει αρκετές φορές- αλλά τόσο όμορφη και με μια τόσο έξυπνη φάτσα πώς να παίξει αυτό το ρόλο; Πώς να ταυτιστεί με το ασχημούτσικο, χαζούτσικο, εμβρόντητο, πονεμένο προσωπάκι της Τζουλιέτα Μασίνα που τον έχει -τουλάχιστον- σφραγίσει ανεξάλειπτα; Ένοιωσα ότι φιλότιμα καμωνόταν την Τζελσομίνα. Δύσκολα αυτά τα εγχειρήματα... (Φωτογραφίες: Κάρολ Τζάρεκ).
«Ένα περιπετειώδες roadtrip», «ένα από τα πιο cliffhanger φινάλε», «ένα teen δράμα», «αρκετοί bullies», «το μυστήριο του whodunit ταιριάζει γάντι στον binge watching χαρακτήρα του Netflix». Κι ολ’ αυτά σε είκοσι αραδούλες μιας στενής στήλης... Η Μαντάμ Σουσού σε νέες περιπέτειες: δημοσιογράφος. Ας όψεται ο βλάχος που νομίζει πως μας ξεβλάχεψε. Ενώ αποβλαχέψαμε.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...
Με κλασικούς σε σύνοψη μεγάλωσα -τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» των Αφών Πεχλιβανίδη, που μου τα ’δενε και σε τόμους ο μπαμπάς μου. Ε, κάποια στιγμή, σε κάποια ηλικία, το ξεπέρασα το συγκεκριμένο στάδιο. Δε θέλω να επιστρέψω σ’ αυτό. Δε θέλω άλλους κλασικούς- εν συνόψει- στη σκηνή. Διότι τα άπαντα απάντων των κλασικών του θεάτρου παίζονται πια εν συνόψει στις ελληνικές σκηνές: εκδοχές όπου από 32, για παράδειγμα, πρόσωπα στη σκηνή έχουμε ένα, δυο, άντε τρία -τα πέντε είναι πολλά. Κι αν το αποτέλεσμα δικαιώνει τη σύνοψη, καλώς, να το χαρώ και να το καμαρώσω. Αν, απλώς, έγινε μόδα κι ευκολία και ξεπέτα…
Δεν έχω χρόνο να διαβάσω όλα τα βιβλία που ’χουν την καλωσύνη να μου στέλνουν -μερικά, φίλοι εκλεκτοί- ή όσα θα ’θελα να διαβάσω. Ούτε μπορώ να επεκταθώ γράφοντας και για βιβλία. Μεγάλη έλλειψη αλλά το θέατρο και τα λοιπά θεάματα/ακροάματα και τα γραψίματα δε μου το επιτρέπουν -δεν είμαι και γρήγορος... Έχω στα χέρια μου, όμως, κάποια βιβλία που σχετίζονται με το θέατρο. Και δεν μπορώ να τ’ αγνοήσω.
Θυμάμαι όταν τον πρωτόδα στο θέατρο. Καλοκαίρι του 1960, παιδάκι, εγώ, ακόμα, είχαμε έρθει απ’ τον Βόλο διακοπές στην Αθήνα -έτσι γινόταν τότε...- κι η θεία μου η Μαρίκα με το θείο μου τον Θόδωρο μας πήγαν στο θέατρο «Βέμπο» που λειτουργούσε κι ως καλοκαιρινό, ακόμα, τότε. Έπαιζε μια μουσική κωμωδία των Τσιφόρου και Φωτιάδη -«Φουρτούνες και μπουνάτσες»- κι ο θείος μου ήθελε να δει στη σκηνή έναν νεαρό ηθοποιό που τον είχε, πριν από λίγα χρόνια, μαθητή στο γυμνάσιο όπου δίδασκε -καθηγητής της ωδικής ήταν. Τον έλεγαν Νίκο Κούρκουλο. Έχουν περάσει
σχεδόν εξήντα χρόνια. Τώρα βρίσκεται στα χέρια μου ένα ογκωδέστατο, υπερπολυτελές λεύκωμα που ’χει εκδώσει (Αθήνα, 2018) το Κοινοφελές Ίδρυμα «Ιωάννη Σ. Λάτση» υπό την αιγίδα του Εθνικού Θεάτρου: «Νίκος Κούρκουλος. Ένας αυθεντικός πολίτης παντός καιρού». Ένα λεύκωμα εξαιρετικό -λογικό εφόσον την επιμέλεια είχε ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο τελειοθήρας σκηνογράφος/ενδυματολόγος. Μαζί μ’ όσους δούλεψαν γι αυτό, έφερε εις πέρας μια δουλειά άψογη. Η ζωή του Νίκου Κούρκουλου, οι ρόλοι του στο θέατρο, οι ρόλοι του στον κινηματογράφο -εξαντλητικά καταγραμμένοι και οι μεν και οι δε- κι η θητεία του στο Εθνικό Θέατρο με καταγραμμένες όλες τις παραστάσεις της δωδεκάχρονης θητείας του ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου -η μακροβιότερη στην ιστορία του Εθνικού-, ο άνθρωπος Κούρκουλος, ο ηθοποιός Κούρκουλος, ο πρωταγωνιστής Κούρκουλος, ο θιασάρχης Κούρκουλος, ο διευθυντής Κούρκουλος που τ’ όνομά του ταυτίστηκε με τη μνημειώδη αναπαλαίωση του κτιρίου Τσίλερ... παρελαύνουν απ’ τις σελίδες του. Μέσα από κείμενα ειδικότατων του χώρου, ανθρώπων που συνεργάστηκαν μαζί του, ανθρώπων που τον αγάπησαν και τον εκτίμησαν, φίλων του... Κι όλα αυτά πλημμυρισμένα με φωτογραφικό υλικό πλούσιο και συχνά σπάνιο. Ένα υπέροχο -επαναλαμβάνω- λεύκωμα. Είναι κρίμα που δε διατίθεται στο εμπόριο (Στη δεύτερη φωτογραφία -πρόχειρη λήψη με κινητό απ’ το λεύκωμα-, ο Νίκος Κούρκουλος στον, κατά τη γνώμη μου, καλύτερο ρόλο της καριέρας του: Μακχίθ στην «Όπερα της πεντάρας» των Μπρεχτ και Βάιλ, σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, στο θέατρο «Κάππα», 1975/1976).
σχεδόν εξήντα χρόνια. Τώρα βρίσκεται στα χέρια μου ένα ογκωδέστατο, υπερπολυτελές λεύκωμα που ’χει εκδώσει (Αθήνα, 2018) το Κοινοφελές Ίδρυμα «Ιωάννη Σ. Λάτση» υπό την αιγίδα του Εθνικού Θεάτρου: «Νίκος Κούρκουλος. Ένας αυθεντικός πολίτης παντός καιρού». Ένα λεύκωμα εξαιρετικό -λογικό εφόσον την επιμέλεια είχε ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο τελειοθήρας σκηνογράφος/ενδυματολόγος. Μαζί μ’ όσους δούλεψαν γι αυτό, έφερε εις πέρας μια δουλειά άψογη. Η ζωή του Νίκου Κούρκουλου, οι ρόλοι του στο θέατρο, οι ρόλοι του στον κινηματογράφο -εξαντλητικά καταγραμμένοι και οι μεν και οι δε- κι η θητεία του στο Εθνικό Θέατρο με καταγραμμένες όλες τις παραστάσεις της δωδεκάχρονης θητείας του ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου -η μακροβιότερη στην ιστορία του Εθνικού-, ο άνθρωπος Κούρκουλος, ο ηθοποιός Κούρκουλος, ο πρωταγωνιστής Κούρκουλος, ο θιασάρχης Κούρκουλος, ο διευθυντής Κούρκουλος που τ’ όνομά του ταυτίστηκε με τη μνημειώδη αναπαλαίωση του κτιρίου Τσίλερ... παρελαύνουν απ’ τις σελίδες του. Μέσα από κείμενα ειδικότατων του χώρου, ανθρώπων που συνεργάστηκαν μαζί του, ανθρώπων που τον αγάπησαν και τον εκτίμησαν, φίλων του... Κι όλα αυτά πλημμυρισμένα με φωτογραφικό υλικό πλούσιο και συχνά σπάνιο. Ένα υπέροχο -επαναλαμβάνω- λεύκωμα. Είναι κρίμα που δε διατίθεται στο εμπόριο (Στη δεύτερη φωτογραφία -πρόχειρη λήψη με κινητό απ’ το λεύκωμα-, ο Νίκος Κούρκουλος στον, κατά τη γνώμη μου, καλύτερο ρόλο της καριέρας του: Μακχίθ στην «Όπερα της πεντάρας» των Μπρεχτ και Βάιλ, σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, στο θέατρο «Κάππα», 1975/1976).
Ο σκηνοθέτης Βασίλης Νικολαΐδης είχε την τύχη να γνωρίσει, να μιλήσει και να συνεργαστεί με μερικούς εκλεκτούς της ελληνικής τέχνης. Για τέσσερις απ’ αυτούς αποφάσισε να γράψει ένα μικρό βιβλίο (Εκδόσεις «Άγρα», 2018) όπου καταθέτει την αίσθησή του, το θαυμασμό του, το σεβασμό του: Γιάννης Τσαρούχης, Μάνος Χατζιδάκις, Μαίρη
Αρώνη, Νίκος Γεωργιάδης. Μ’ ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για την Μαρία Κάλλας, ήδη, στο ενεργητικό του -«Μαρία Κάλλας. Οι μεταμορφώσεις μιας τέχνης»-, ο Βασίλης Νικολαΐδης άμεσα, γλαφυρά, με λεπτές πινελιές και μέσα απ’ τις προσωπικές αναμνήσεις του σκιαγραφεί τα πρόσωπα αυτά, ώστε το βιβλίο να αναδίνει ένα λεπτό άρωμα της εποχής τους.
Διαφωνώ, βέβαια, με τον πεσιμισμό που τον διατρέχει και που εκφράζεται στον πρόλογό του -ότι βιώνουμε μια εποχή «απίστευτης ένδειας». Πιστεύω πως απλώς τα πράγματα έχουν αλλάξει -είναι αλλιώς οι συνθήκες. Και πως βιώνουμε μια μεταβατική εποχή. Όπου πρόσωπα αναλόγου βεληνεκούς μπορεί να ζουν ανάμεσά μας αλλά ακόμα να μην έχουν εκφραστεί. Ή να μην τα ’χουμε, ακόμα, αποδεχτεί.
No comments:
Post a Comment