«Blank Out» του Μίσελ φαν ντερ Άα, δραματουργία (Ίνγκριντ Γιόνκερ) Σόφι Μότλεϊ / Σκηνοθεσία: Μίσελ φαν ντερ Άα.
Μία γυναίκα -χωρίς όνομα- μόνη, σαν χαμένη, πάνω στη σκηνή. Μιλάει -τραγουδάει- αποσπασματικά -αναμνήσεις από το γιο της. Θα μάθουμε ότι το παιδί πνίγηκε το 1976, στα επτά του χρόνια, ενώ κολυμπούσε. Και ότι εκείνη, ενώ έβλεπε, από την όχθη του
φράγματος, κοντά στο εξοχικό τους, το γιο της να πνίγεται, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα -οι τύψεις την πνίγουν. Σε οθόνη, όμως, εμφανίζεται ένας άντρας. Είναι ο γιος της. Ώριμος πια. Και από αυτόν μαθαίνουμε πως η μάνα του την οποία θρηνεί, είναι εκείνη
που πνίγηκε. Προσπαθώντας να τον σώσει. Η γυναίκα στη σκηνή δεν είναι, παρά, υλοποίηση των δικών του αναμνήσεων -μία ιδέα που με παρέπεμψε στην ταινία «Η έκτη αίσθηση» (1999) του Μ. Νάιτ Σιαμαλάν. Ο Ολανδός Μίσελ φαν ντερ Άα -που μας τον γνώρισαν, το 2017, η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και το Ergon Ensemble με «Το βιβλίο της ανησυχίας», βασισμένο στον Φερνάντο Πεσόα- συνέθεσε, σε δραματουργία της
Σόφι Μότλεϊ, με στοιχεία αντλημένα από τη ζωή και το έργο της αυτόχειρα νοτιοαφρικανής ποιήτριας Ίνγκριντ Γιόνκερ, μία «όπερα δωματίου», όπως την έχει χαρακτηρίσει, πιο κοντά στην αντίληψη του σημερινού μουσικού θεάτρου: «Blank Out» (2016). Η παρούσα στη σκηνή σοπράνο -η Γυναίκα, η μάνα- μαγνητοσκοπεί τον εαυτό της με μία βιντεοκάμερα ενώ παράλληλα κατασκευάζει, πάνω σε
ένα τραπέζι, τη μακέτα/μινιατούρα ενός σπιτιού: είναι το εξοχικό τους -το εξοχικό της τραγωδίας-, κάπου στην Ολανδία. Από την οθόνη, όπου βλέπουμε, τρισδιάστατα, τη βιντεοσκοπημένη μακέτα του εξοχικού μεγεθυμένη ή το πραγματικό εξοχικό, ο βαρύτονος -ο Άντρας, ο γιος- εκθέτει στο τραγούδι του τη δική του εκδοχή για
το δυστύχημα. Με τη γυναίκα γίνονται ντουέτο, τραγουδούν μαζί, χορεύουν μαζί -εκείνη στη σκηνή, εκείνος από την οθόνη... Τα τραύματα, όμως, είναι ανεπούλωτα. Κι εμείς τους βλέπουμε φορώντας τα ειδικά για τις τρισδιάστατες προβολές γυαλιά που προσθέτουν βάθος και εύρος πεδίου. Δεν υπάρχει
μαέστρος, δεν υπάρχει ορχήστρα, υπάρχουν μόνο οι δύο φωνές και μία αόρατη χορωδία -η εξαιρετική Ορχήστρα Δωματίου της Ολανδίας-, οι μουσικοί ήχοι, οι θόρυβοι παράγονται μέσα από τη βιντεοκάμερα... Η σκηνή και η οθόνη, η πραγματικότητα και οι αναμνήσεις, ο παρών και ο παρελθών χρόνος μπλέκονται, συγχέονται αινιγματικά, τα σόλι της γυναίκας γίνονται τριφωνίες με την ταυτόχρονη παρουσία στην οθόνη δύο ειδώλων της που,
επίσης, τραγουδούν, τραγούδι α καπέλα και, λίγες στιγμές, συνοδευόμενο από ηλεκτρονικούς ήχους... Μία εξαιρετική σύνθεση ετερογενών στοιχείων που η σκηνοθεσία του Μίσελ φαν ντερ Άα τα ισορροπεί όλα θαυμαστά, μέσα από την αποστασιοποίηση η οποία, παραδόξως, αντιστικτικά, γεννά τη συγκίνηση, σε ένα αποτέλεσμα σφιχτό και άψογο. Η σοπράνο Κάθριν Μάνλι και ό έξοχος βαρύτονος Ρόντρικ Ουίλιαμς υλοποιούν ιδανικά το πολύπλοκο αλλά, τελικά, λιτό σχέδιο του Μίσελ φαν ντερ Άα. Ένα υπόδειγμα μουσικού θεάτρου!
Ατυχέστατη η λύση με τους ελληνικούς υπέρτιτλους που δόθηκε -κίτρινα γράμματα, μεσαίου μεγέθους σε μία μικρή οθόνη, ψηλά, στο βάθος της τεράστιας σκηνής, σε μία τεράστια αίθουσα- αποδείχτηκε αποτρεπτική για τη θέασή τους δυσχεραίνοντας την παρακολούθηση και μειώνοντας τις εντυπώσεις.
(Πολύ προσεγμένο και απόλυτα κατατοπιστικό, αυτή τη φορά, το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -επιμέλεια Δέσποινα Παπαγιαννοπούλου).
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», Ολανδική Εθνική Όπερα, Φεστιβάλ της Λουκέρνης και Όπερα της Ρόμης, 30 Μαρτίου 2019.
No comments:
Post a Comment