April 24, 2019

Το αποδομήσανε, το αποδομήσανε και ψόφησε...


Το Τέταρτο Κουδούνι / 24 Απριλίου 2019. 


Τον Θεόδωρο Κουρεντζή και την «MusicAeterna» του στο βερντιάνικο «Ρέκβιέμ» τους δε μου επέτρεψαν να τους ακούσω στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Αλλά, επειδή πολύ μ’ ενδιαφέρει η πορεία του κορυφαίου μαέστρου μας, μπήκα στην επίσημη σελίδα του -Teodor Currentzis- κι είδα τη συνέχεια: το πρόγραμμά του για Μάιο και Ιούνιο. Χωρίς ανάσα. Με την MusicAeterna αλλά κι άλλες ορχήστρες -στην Περμ, την έδρα του, σε διάφορες άλλες πόλεις στην Ροσία αλλά και στην Αυστρία και Γερμανία. Σταθμός, βέβαια, για το μαέστρο, τον Ιούλιο, το Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ: ο Θεόδωρος Κουρεντζής θα διευθύνει την Ορχήστρα Μπαρόκ του Φράιμπουργκ και την Χορωδία MusicAeterna της Όπερας της Περμ στον «Ιδομενέα» του Μότσαρτ. Η -καινούργια- σκηνοθεσία, του σπουδαίου Πίτερ Σέλαρς -o Κουρεντζής στην όπερα συνεργάζεται, πάντα, με σπουδαίους και ρηξικέλευθους σκηνοθέτες, ανάμεσά τους κι οι δικοί μας Θεόδωρος Τερζόπουλος και Κατερίνα Ευαγγελάτου- και με τον σπουδαίο αφροαμερικανό τενόρο Ράσελ Τόμας στον επώνυμο ρόλο, Ινταμάντε την Πόλα Μάριχι και Ίλια την Γιν Φανγκ.
Να θυμίσω πως δεν είναι η πρώτη συνεργασία Κουρεντζή-Σέλαρς. To 2012 έκαναν, για το «Βασιλικό Θέατρο» της Μαδρίτης, το δίπτυχο «Γιολάντα» του Τσαϊκόφσκι / «Περσεφόνη» του Στραβίνσκι, παράσταση που παρουσιάστηκε, το 2015, και στο Φεστιβάλ του Εξ-αν-Προβάνς, το 2013 επανήλθαν στην Μαδρίτη και στο «Βασιλικό Θέατρο» με την «Ινδιάνα βασίλισσα», ένα παστίς απ’ την ημιτελή όπερα του Πέρσελ, που παίχτηκε και στην Όπερα της Περμ το 2014 -η παραγωγή, ο Σέλαρς, ο Κουρεντζής κι η Ναντίν Κούτσερ που ερμήνευε την Δόνια Ιζαμπέλ τιμήθηκαν, το 2015, στην κατηγορία της όπερας, με «Χρυσές Μάσκες», τα ροσικά Εθνικά Θεατρικά Βραβεία- ενώ και το ντεμπούτο του στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ ο Θεόδωρος Κουρεντζής με τον Πίτερ Σέλαρς το ’κανε, το καλοκαίρι του 2017. Με Μότσαρτ και πάλι: «Η μεγαλοψυχία του Τίτου», παράσταση που παρουσιάστηκε το 2018 και στο Άμστερνταμ, απ’ την Ολανδική Εθνική Όπερα.
Για Ζάλτσμπουργκ κι εισιτήριο για «Ιδομενέα» των Σέλαρς- Κουρεντζή, βέβαια, ούτε που να περάσει απ’ το νου σας... Εφτά παραστάσεις, από 27 Ιουλίου μέχρι 19 Αυγούστου, κι οι εφτά -τρεις μήνες και κάτι πριν απ’ την πρεμιέρα, και δεν ξέρω πότε άνοιξε η προπώληση -είναι ήδη sold out που λέμε.
Ο Θεόδωρος Κουρεντζής έχει, όμως, στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ και μια συναυλία: στις 26 Ιουλίου, παραμονή της πρεμιέρας του «Ιδομενέα», διευθύνει την Συμφωνική Ορχήστρα SWR (της Ραδιοφωνίας της Νοτιοδυτικής Γερμανίας), της οποίας είναι ο πρώτος αρχιμουσικός απ’ το 2017, στην Έβδομη του Σοστακόβιτς -την «Συμφωνία του Λένινγκραντ». Γι αυτήν προλαβαίνετε: απομένουν λίγα εισιτήρια. Της πρώτης κατηγορίας. Ήτοι 185 ευρώ... 




Αλώβητο απ’ το χρόνο παραμένει «Το σκλαβί» της Ξένιας Καλογεροπούλου: ένα έργο «ΚΑΙ για παιδιά», όσο πρέπει ελλειπτικό, όσο πρέπει γοητευτικό, όσο πρέπει αστείο -υπέροχα ζυγισμένο, υπέροχα γραμμένο, ευφυής μετάπλαση για τη σκηνή συμιακού παραμυθιού. Αλλά αν έχεις δει την π.Κ. (προ Κρίσης) πρώτη παράστασή του, στο «Πόρτα», σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου... Είδα την καινούργια -μετά από δεκαοχτώ χρόνια-, φετινή παράσταση του έργου στο θέατρο της Μεσογείων και νοστάλγησα την παλιά. Είναι που όλα τα παλαιότερα, όταν μεγαλώσουμε, τα εξιδανικεύουμε;... Όχι, ότι η παράσταση -που τώρα ο Θωμάς Μοσχόπουλος συνυπογράφει με την Σοφία Πάσχου- είναι κακή. Πολύ καλοί οι ρυθμοί, χιούμορ εύφορο, οι μουσικές του Νίκου Κυπουργού ακούγονται φρέσκες και τα τραγούδια του, σε στίχους Λίνας Νικολακοπούλου, ανθίζουν στα στόματα των νεαρών ηθοποιών που -αν και εξαντλημένοι, υποθέτω, απ’ την ταξιθεσία εκατοντάδων θεατών και δη παιδιών..., η οποία προηγείται της παράστασης κι είναι όλη φορτωμένη στους ώμους τους- πετάνε... 
Αλλά... Αλλά κάτι οι δεκαπέντε ηθοποιοί που ’γιναν 
οκτώ, κάτι που απ’ αυτούς μόνο τον Ντένη Μακρή, την Ελένη Βλάχου και την Ηλιάνα Γαϊτάνη ξεχώρισα, κάτι τα σκηνικά και, κυρίως, τα κοστούμια για τα οποία η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου, ασπάστηκε, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενη προφανώς, την -κρατούσα πλέον...- άποψη της «λιτότητας» μ’ έκαναν να βγω λίγο μελαγχολικός απ’ την Πόρτα... (Φωτογραφία: Πάτροκλος Σκαφίδας).


Κάτι βρωμάει, κάτι βρωμάει... Αλλά πολύ. Με πόση ταχύτητα μεταδίδεται αυτή η Μακελείλα (εκ του «Μακελειό») στον Τύπο... Ο ιός ενδημούσε κι ενδημεί, πότε-πότε εμφανιζόντουσαν μεμονωμένα κρούσματα, όπως σε κάτι σάιτ(ς)-σούπες που αγαπούνε τρελά το θέατρο, αλλά τελευταία βρίσκεται σ’ έξαρση -εξαπλούται διαρκώς. Συμπτώματα: έντονη δυσωδία που προκαλεί εμέτους.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...



Ιδιαίτερα σημαίνουσα -περισσότερο απ’ όσο έχει γίνει ευρύτερα αντιληπτό κι απ’ όσο έχει τονιστεί- η προσπάθεια της Λυρικής, μέσω της «Εναλλακτικής Σκηνής» της, να εμπλουτίσει το ελληνικό λυρικό ρεπερτόριο με φρέσκα έργα. Ελπίζω να εκτιμηθεί ανάλογα. Φυσικά δε γίνεται όλα να ’ναι σημαντικά. Ούτε γίνεται όλα τ’ ανεβάσματά τους να ’ναι πετυχημένα. Το γενικό σχέδιο, η γραμμή είναι που ’χουν σημασία. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου, δυο ακόμα καινούργιες -που στηρίζονται σε παλιό θεματικό υλικό- όπερες είδαν το φως τελευταία. Μετά το πολύ ενδιαφέρον «Ζ» του Μηνά Μπορμπουδάκη που ανέβασε, πέρσι, με γνώση και κύρος, η Κατερίνα Ευαγγελάτου και την έκπληξη «Έντα Γκάμπλερ» του Γιώργου Δούση που σκηνοθέτησε η Ράια Τσακηρίδη φέτος, τα ’δα και τα δυο. 




Στην «Κερένια κούκλα» ο Γιάννης Σβώλος δημιούργησε, βασισμένος στο -πολύ ενδιαφέρον και πολύ τολμηρό για την εποχή του- ομώνυμο μυθιστόρημα του 1908, καρπό των ευρωπαϊκών επιδράσεων απ’ τα ανθούντα τότε ρεύματα του νατουραλισμού και 
του συμβολισμού που ’χε δεχτεί ο συγγραφέας του Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, ένα λιμπρέτο στο οποίο έχει καταφέρει να διατηρήσει το άρωμα της εποχής και τη μελαγχολική ποίηση του πρωτοτύπου προσθέτοντας μάλιστα τον ίδιο τον Χρηστομάνο ως ένα είδος αφηγητή. Κρίμα που το κείμενο κάπως πλατειάζει -τη σκηνή του καυγά στον οποίο αρπάζονται οι γειτόνισσες στην Γαργαρέττα του 1900 και τον μακρότατο μονόλογο του Εκκλησάρη τα βρήκα περιττά και πιστεύω ότι κάλλιστα θα μπορούσαν να κοπούν. Πάνω στο 
λιμπρέτο αυτό ο Τάσος Ρωσόπουλος έγραψε μια όπερα στην οποία η έμφαση που δίνεται είναι στη ρυθμολογία. Καμιά ποικιλία, ένα σχεδόν διαρκές παρλάντο. Την κατάσταση έσωζε η φιλότιμη προσπάθεια του Νίκου Βασιλείου που διηύθυνε το ικανότατο Ergon Ensemble κι η σκηνοθεσία του Σίμου Κακάλα. Που, με τη βοήθεια του Κέννυ ΜακΛέλαν στα 
σκηνικά -έξοχη η σκηνή στην εξοχή- και της Κλαιρ Μπρέισγουελ στα κοστούμια, ισορρόπησε το νατουραλισμό και το συμβολισμό του έργου 

με τις μάσκες που χρησιμοποίησε καταφέρνοντας να βγάλει απ’ τους καλλιτέχνες της Λυρικής όσες υποκριτικές δυνατότητες διαθέτουν -ορισμένοι, πολλές κι αναξιοποίητες- και να τους ωθήσει να δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους. Ξεχώρισα τη διαρκώς εξελισσόμενη μέτζο Τζούλια Σουγλάκου -πλούσια φωνή και υποκριτική με χιούμορ (Φωτογραφίες: Δημήτρης Σακαλάκης).




Το αντίστροφο συνέβη με το «Οράματα και θάματα του στρατηγού Μακρυγιάννη», μονόπρακτη όπερα του Δημήτρη Μαραγκόπουλου. Παρά τις ανυπέρβλητες δυσκολίες του ιδιόρρυθμου, παραληρηματικού, θρησκόληπτου κειμένου «Οράματα και θάματα» του Μακρυγιάννη, που το μετέτρεψε επιτυχώς, κατά τη
γνώμη μου, σε λιμπρέτο ο Αλέκος Λούντζης, ο συνθέτης δημιούργησε, εμπλέκοντας, πολύ εύστοχα, σε σχέση με το υλικό με το οποίο αποφάσισε να ασχοληθεί, στοιχεία απ’ την παραδοσιακή και τη βυζαντινή μουσική σε σύγχρονα μουσικά ιδιώματα, ένα ενδιαφέρον έργο. 
Το οποίο ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος οδήγησε με ασφάλεια διευθύνοντας το ιδιότυπο μουσικό σύνολο που ζητάει ο συνθέτης. Αλλά που η Μαρία Γυπαράκη άφησε ασκηνοθέτητο: οι τραγουδιστές να μετακινούνται αργά σε -υποτίθεται- χορογραφία της Αγνής Παπαδέλη-, να ’ρχονται στο προσκήνιο και
να  στήνονται μετωπικά σα για να πουν το ποίημά τους, να κρύβονται πίσω απ’ το σκηνικό, ν’ ανηφορίζουν άτεχνα τα κεκλιμένα επίπεδά του ή να ακινητοποιούνται, κάθε τόσο, αμήχανοι -Η Αμηχανία. Το μέτριο σκηνικό του Γιώργου Βαφιά και τ’ άνισα κοστούμια του -άθλια η εμφάνιση του Όθωνα- δε βοηθούσαν. Τη σκηνική αμηχανία διασκέδαζαν οι φωνές των τραγουδιστών, με καλύτερη της Ιωάννας 

Φόρτη, κι έσωζε, κυρίως, η επιλογή -πιο εύστοχη δε γινόταν, ιδανική-, για το ρόλο του Μακρυγιάννη, του έξοχου -παρουσία και φωνή- Ζαχαρία Καρούνη (Φωτογραφίες: Δημήτρης Σακαλάκης).



ΓουάινστΙν, παιδιά. ΓουάινστΙν. Ακόμα ΓουάινστΆΙν; Φτάνει πια το ΓουάινστΆΙν, αρκετά, ινάφ…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… (Φωτογραφία: Julio Cortez/Associated Press).



«Πουλιά στον αέρα». Του Ζορζ Φεντό. Στο «Αλίκη». Ένας μεγάλος μάστορας της φάρσας που χει σχεδιάσει, με το μοιρογνωμόνιο και τη ζυγαριά ακριβείας, πρόσωπα και καταστάσεις και τα μπλέκει σ’ έναν σουρεαλιστικό λαβύρινθο, σ’ έναν παροξυσμό, σε μια τρέλα. Δεν ξέρω γιατί ο Νίκος Μαστοράκης ανέλαβε και υπέγραψε τη διασκευή (για το συγκεκριμένο θίασο) 
και τη σκηνοθεσία. Μια διασκευή που ντεμοντάρει το έργο και το προσαρμόζει σε μια -αμφίβολα- σημερινή πραγματικότητα, με σεξουαλικές σκηνές -παιδεραστικές, σαδομαζοχιστικές, τρίο...-, φτηνά αστειάκια, προσθήκες και με μερικούς ξεβράκωτους, για ν’ αρέσει στο «ευρύ κοινό» στο οποίο απευθύνεται ο συγκεκριμένος θίασος και το συγκεκριμένο θέατρο έως και με, συγκρουόμενο με τα προηγούμενα, μελαγχολικό, ηθικοπλαστικό φινάλε. Άκουσα, όντως, μερικά γέλια στην πλατεία, εγώ χείλι δεν έσκασα.
Σε καθόλου καλή φόρμα κι ο Μανόλης Παντελιδάκης που υπέγραφε τα σκηνικά, ανόρεχτα τα κοστούμια της Κατερίνας Παπανικολάου... Κρίμα, γιατί στη σκηνή υπήρχαν μερικοί ικανοί ηθοποιοί: η Βίκυ Σταυροπούλου, καλή καρατερίστα -εντελώς, βέβαια, ακατάλληλη για το ρόλο-, ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης 
-λίγος αλλά με λεπτό χιούμορ-, ο Ιωάννης Παπαζήσης, ο Γιώργος Χρανιώτης, η έξοχη καρατερίστα Χριστίνα Τσάφου που ποτέ δε χάνει το μέτρο... Οι ικανότατοι Νίκος Αρβανίτης και Θεοδώρα Τζήμου, εκτός κλίματος ενώ η ζουμερή Κωνσταντία Χριστοφορίδου ακυρωνόταν ακκιζόμενη κι έχοντας υιοθετήσει μια εκφορά λόγου κατάλληλη για ντουμπλάζ σε κινούμενα σχέδια για παιδάκια.
Βγήκα απ’ το θέατρο με μια αίσθηση ματαιότητας: γιατί να κάνει κανείς ΑΥΤΟΥ του είδους το θέατρο: Και γιατί να βλέπει κανείς ΑΥΤΟΥ του είδους το θέατρο;



«Ένα ταξίδι στη χώρα του μπουζουκιού»: συναυλία. Στο «Περιβόλι τ’ Ουρανού»; Στον «Κάβουρα»; Όχι. Στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών -στην Μουσική Βιβλιοθήκη «Λίλιαν Βουδούρη». Και μάλιστα οργανωμένη απ’ τον Σύλλογο «Οι Φίλοι της Μουσικής». Τα πάνω, κάτω... Η μουσική είναι μία -καμιά αντίρρηση. Αλλά η «Χώρα του μπουζουκιού» έχει τόσους, μα τόσους χώρους να στεγαστεί... Γιατί ΚΑΙ στο Μέγαρο; Δε νομίζω πως κάτι τέτοιο θα συμπεριλαμβανόταν στ’ όραμα του Χρήστου Λαμπράκη.
Άντε, και στην Λυρική.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...
(Αυτό το σχόλιο έχει γραφτεί ΠΡΙΝ τον δόλιο αποκλεισμό μου απ’ τη συναυλία Κουρεντζή στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών κι είναι το τελευταίο το οποίο αφορά εκδηλώσεις και δραστηριότητα του Μεγάρου, που αναρτάται στο ιστολόγιο).



Αυτό πάλι το «άχαστο» που καθιερώθηκε... Άι, άι, άι... Φρίκη! Μπλιαχ! Τι κακογουστιά, πόσο κακόηχο...




Να μην μπορώ να το κατανικήσω;... Αυτό το κτήνος που ξυπνάει μέσα μου, κάθε φορά που μου φτάνει δελτίο Τύπου -δεν ξέρω από πού και πώς αγόρασαν το mail μου και με βομβαρδίζουν πεντ’-έξι, τουλάχιστον, φορές τη μέρα- απ’ τον δημοτικό Συνδυασμό «Αθήνα Ψηλά», για τις δραστηριότητες του υποψήφιου δημάρχου Κώστα Μπακογιάννη. Και που, αυτοματικά, κάνει (το κτήνος) το συνειρμό -απ’ την πρώτη στιγμή που το ’δα και τ’ άκουσα το βαφτιστικό του Συνδυασμού: «Αθήνα Ψηλά» / χέσε ψηλά κι αγνάντευε (και πέτα βοτσαλάκια) -το λαϊκότροπον και αθυρόστομον, άλλως, ως μαθηματικός τύπος, χψ+α. Να προσπαθώ να τον καταπνίξω το συνειρμό και, τσουπ, να τος πετιέται από ’ξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει. Με τίποτα -να τον καταπνίξω.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...



Το αποδομήσανε, το αποδομήσανε και ψόφησε...

No comments:

Post a Comment