«Οθέλος» του Ουίλιαμ Σέξπιρ / Σκηνοθεσία: Χάρης Φραγκούλης
Ο Οθέλος, μαυριτανός στρατηγός στην υπηρεσία της Βενετίας, τέλος του 14ου αιώνα, γενναίος, δίκαιος και έντιμος, φτάνει στη βενετοκρατούμενη Κύπρο, αφού συντρίψει το στόλο των Τούρκων που τη διεκδικούν, ως ο νέος κυβερνήτης του νησιού, με τη νεαρή,
λευκή βενετσιάνα σύζυγό του Δισδεμόνα που την έχει «κλέψει» -με τη θέλησή της, γιατί τον αγαπάει- από τον πατέρα της Βραβάντιο. Μαζί τους, ο -υποτίθεται πιστός- φθονερός
σημαιοφόρος του Ιάγος που, επειδή τον παρέκαμψε δίνοντας προαγωγή στον Κάσιο, έναν άλλο αξιωματικό ο οποίος, επίσης, τον συνοδεύει στην Κύπρο ως υπασπιστής του, μισεί τον Οθέλο και που θα οργανώσει μία απεχθή πλεκτάνη για να τους εκδικηθεί. Μεθάει τον Κάσιο που εμπλέκεται σε επεισόδιο με αποτέλεσμα ο Οθέλος να τον καθαιρέσει. Και ύστερα τον πείθει να ζητήσει τη
μεσολάβηση της Δισδεμόνας -η προσωποποίηση της πίστης και της αθωότητας- για να τον συγχωρήσει ο Οθέλος ενώ ενσπείρει στον Οθέλο υποψίες πως η γυναίκα του τον απατά με τον Κάσιο. Με ακούσια συνεργό τη γυναίκα του Εμιλία, πιστή ακόλουθο της
Δισδεμόνας, ο Ιάγος κλέβει ένα μαντήλι της, το πρώτο δώρο του Οθέλου στη γυναίκα που λατρεύει, και τον πείθει πως εκείνη -που δεν το βρίσκει- το έχει δωρίσει στον Κάσιο στα χέρια του οποίου ο Οθέλος έντεχνα το έχει περάσει. Ο Οθέλος, στον οποίο ο Ιάγος
ρίχνει κι άλλα δολώματα για το θέμα, τυφλώνεται, τρελαίνεται από τη ζήλια. Ενώπιον του απεσταλμένου τού Δόγη που τον ανακαλεί στην Βενετία προσβάλλει βάναυσα την Δισδεμόνα και, τη νύχτα, τη στραγγαλίζει στο κρεβάτι τους. Η αλλόφρων, όταν ανακαλύπτει το φόνο, Εμιλία εκρήγνυται και γίνεται ο μοχλός για να αποκαλυφθεί η πλεκτάνη του Ιάγου που τη σκοτώνει για να μη μιλήσει περισσότερο. Αλλά είναι αργά πια: όλα έρχονται στο φως. Ο Οθέλος, συνειδητοποιώντας την αλήθεια, συντριμμένος, αφού πληγώσει τον Ιάγο, που επιζεί, όμως, αυτοκτονεί. Από τα κορυφαία αριστουργήματα του Ουίλιαμ Σέξπιρ (χρονολογείται μεταξύ 1601 και 1604), ο «Οθέλος» έχει καθιερωθεί ως «η τραγωδία της
ζήλιας». Πολλές σκηνικές ερμηνείες του έργου έχουν δοθεί στα περισσότερα από 400 χρόνια που έχουν μεσολαβήσει. Ο Χάρης Φραγκούλης που υπογράφει τη σκηνοθεσία επέλεξε, αν και το
έργο προσδιορίζεται στην πρώτη έκδοσή του, στο κουάρτο του 1622, με τον τίτλο «Η τραγωδία του Οθέλου, του Μαύρου της Βενετίας», μια κωμική ερμηνεία του. To 2014/2015 ο ίδιος είχε ανεβάσει -ξεφτιλίσει θα ήταν το πιο σωστό-, με την ομάδα του και με τον τίτλο «Ο Άρντεν πρέπει να πεθάνει», το επίσης ελισαβετιανό, ανώνυμου συγγραφέα, «Άρντεν», κακότεχνα παρωδώντας το με προσθήκες τύπου «μου ’πεσαν οι μουνότριχες»,
«γαμήσου», «μωρή αδερφούλα», «αδερφές είναι;», «γαμώ την Παναγίτσα μου», «δεν τρέχει πούτσος», «την πουτάνα μου», «μωρή καύλα» και άλλα σχετικά. Εδώ δεν επανέλαβε το ίδιο λάθος -ίσως δεν του το επέτρεψε το έργο, ίσως είναι που έχει μεγαλώσει λίγο. Αλλά το ολίσθημα δεν το απέφυγε. Μπορεί να έφταιγαν, που γλίστρησε και πάλι, τα ζουμιά από τα λεμόνια. Το βασικό «μεταδραματικό» εύρημα και άξονας της παράστασης είναι ένα μεταλλικό δίχτυ γεμάτο λεμόνια -σύμβολο που δεν κατάφερα,
παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές μου, στις δύο ώρες και είκοσι λεπτά, χωρίς διάλειμμα, της παράστασης, να αποκρυπτογραφήσω: να πετροβολιούνται οι ηθοποιοί με τα λεμόνια, να τα πασάρουν ο ένας στον άλλον, να τα μασάνε, να τα γλείφουν, να κόβουν με τα δόντια φλούδες τους, να τις φτύνουν, να τα συνθλίβουν με τα χέρια τους και τα ζουμιά να τρέχουν κάτω, να τρέχουν τα ζουμιά από το στόμα τους... Αποδεκτές και οι παρωδίες αλλά η παράσταση του Χάρη Φραγκούλη δεν είναι, τελικά, παρωδία. Στην προσεκτική αλλά κάπως στεγνή μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, ο
σκηνοθέτης μπόλιασε το έργο με σαχλά αστειάκια-πατάτες γυμνασιακού επιπέδου, που πέφτουν διακριτικά ανάμεσα στις ατάκες αλλά το έργο ανθίσταται σθεναρά και τα πετάει έξω. Υπάρχουν κάποιες σκηνές που σαν να αντιλαμβάνεται η σκηνοθεσία το μέγεθος του έργου αλλά οι κάκιστοι ρυθμοί, τα ουρλιαχτά -κοινός τόπος πια...- και η «πλάκα» τις υπονομεύουν. Τα -ελάχιστα- σκηνικά και τα κοστούμια της Μαρίας Πανουργιά, κοστούμια που φλερτάρουν με το κιτς -της Δισδεμόνας, κυρίως, με τα λευκά σοσονάκια και το μινάκι-, οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου, η κίνηση που δίδαξε ο Τάσος Καραχάλιος συντάσσονται με τη σκηνοθετική γραμμή (;) ενώ οι, ζωντανά παιγμένες από τον ίδιο, μουσικές του Κορνήλιου Σελαμσή, που συμμετέχει και -ερασιτεχνικά- ως ηθοποιός, δεν βοηθούν. Αλλά και η διανομή, προφανώς και ακαθοδήγητη, δεν βοηθάει ιδιαίτερα. Ο Γιάννης Παπαδόπουλος, πολύ ταλαντούχος ηθοποιός, Οθέλος λευκός -το εύρημα το έχει προλάβει ο Τόμας Όστερμάιερ στον δικό του «Οθέλο» που είδαμε, σε πρεμιέρα μάλιστα, στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, το 2010-, ξανθός, γαλανός, χωρίς αποχρώντα λόγο «μετωπικά» γυμνός -και αυτό το εύρημα το
πρόλαβε ο Τόμας Όστερμάιερ- σε κάποιες σκηνές, δεν ήταν ο καταλληλότερος για το ρόλο -είναι επίπεδος, υποτονικός, λίγος. Ο Ανδρέας Κοντόπουλος, με ζεστό φωνητικό μέταλλο, μέτριος Ιάγος. Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου-Κάσιος, ηθοποιός με μεγαλύτερο εκτόπισμα, έχει καταφύγει σε σάχλες στις οποίες υπερβάλλει αυτοσχεδιαστικά, όπως κι ο επίσης καλός ηθοποιός Μιχάλης Τιτόπουλος-Ροδερίγος. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου-Βραβάντιος,
σε άτυχη στιγμή, έχει οδηγηθεί σε ένα υστερικό παίξιμο και σε ένα διαρκές στρίγγλισμα που εμποδίζει να ακούσεις το μισό κείμενό του. Βρήκα σχεδόν ανύπαρκτες τις Ασπασία-Μαρία Αλεξίου ως Εμιλία και Κατερίνα Λούβαρη-Φασσόη ως Μπιάνκα. Από τη διανομή, που σίγουρα της άξιζε καλύτερη τύχη, αν είχε καλύτερη καθοδήγηση, σαφώς ξεχώρισα την Σοφία Κόκκαλη ως Δισδεμόνα. Με αναγεννησιακή φάτσα και εσωτερικότητα, εκφραστικότατη, αν
και οδηγημένη σε χαμηλούς τόνους που να δένουν με του Οθέλου, έχει, επιπλέον, τσαγανό που της επιτρέπει να διασώζεται. Μία παράσταση που άκουσα να χειροκροτείται θερμά, να βγάζει γέλιο αλλά εμένα με έθλιψε, με εξόργισε και με ταλαιπώρησε (Φωτογραφίες: Εβίτα Σκουρλέτη).
(Το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -κοινό με άλλη παράσταση του «Υπόγειου», επιλογή κειμένων Ασπασία-Μαρία Αλεξίου και Χάρης Φραγκούλης, χωρίς τη διανομή αλλά μόνο με τα ονόματα των ηθοποιών αλφαβητικά- δίνει το στίγμα της ξεκινώντας χαρακτηριστικά με το μότο «Να σε χαϊδέψει η πνοή μιας σκανταλιάς που παραγάπησε Θανάση»...).
«Θέατρο Τέχνης» / «Υπόγειο», Ομάδα «Kursk», 9 Απριλίου 2019.
No comments:
Post a Comment