August 19, 2018

Στο Φτερό / «Οιδίπους» με ήχο «Mamma Mia» ή Ν’ αντιλαλούν οι κάμποι...


«Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή / Σκηνοθεσία: Γιάννης Κόκκος 
 
Με την ύστατη τραγωδία «Οιδίπους επί Κολωνώ», που ο Σοφοκλής έγραψε στα ενενήντα του, περίπου, χρόνια (πιθανόν 406 π.Χ., μεταθανάτια πρώτη παρουσίαση 401 π.Χ.), το Φεστιβάλ των Σιρακουσών, το οποίο οργανώνεται απ’ το εκεί ,Εθνικό Ινστιτούτο Αρχαίου Δράματος (INDA), έκλεισε το φετινό Φεστιβάλ Επιδαύρου: ο γέροντας Οιδίπους, που, όταν έμαθε τι είχε διαπράξει, εν αγνοία του, έχει βγάλει τα μάτια του με τα ίδια του τα χέρια, εξόριστος απ’ την Θήβα της οποίας ήταν βασιλιάς, φτάνει, με  την κόρη του Αντιγόνη 
στον αθηναϊκό Κολωνό και ζητάει απ’ το βασιλιά της Αθήνας, τον Θησέα, να του επιτρέψει να πεθάνει εκεί αφήνοντας στην πόλη την ευλογία του. Θα τον διεκδικήσει με «τρομοκρατικές» μεθόδους ο γυναικάδελφός του Κρέων που φτάνει απ’ την Θήβα και του ζητάει να επιστρέψει για να καρπωθεί η δική τους πόλη, μετά το θάνατό του, την ευλογία του αλλά κι ο γιος του Πολυνείκης που εκστρατεύει κατά της Θήβας διεκδικώντας απ’ τον αδελφό του Ετεοκλή το θρόνο και ζητάει την υποστήριξή του. Ο Οιδίπους
θ’ αρνηθεί και στους δυο και, παίρνοντας, τελικά, την άδεια του Θησέα, αποσύρεται μαζί του στο Άλσος των Ευμενίδων όπου πεθαίνει μέσα σε μια μεταφυσική ατμόσφαιρα -μια Ανάληψη. Έργο βαθιάς ωριμότητας -στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη ύπαρξη αλλά και ύμνος του Σοφοκλή στην πατρίδα του, την Αθήνα- ο Γιάννης Κόκκος, με συνεργαζόμενο σκηνοθέτη τον Άλφιο Σκουντέρι και καλλιτεχνική συνεργάτρια την Ανίκ Μπλανκάρ, το αντιμετώπισε ρεαλιστικά σε μια παράσταση που θέλησε να δώσει έμφαση στο πολιτικό στοιχείο αλλά του στέρησε το μεταφυσικό
μέγεθος, μετρημένη, καλαίσθητη αλλά χωρίς έμπνευση. Σ’ ένα σκηνικό του όπου δέσποζε ο φαραωνικού μεγέθους γλυπτός μισός κορμός μιας γυμνής μορφής πλάτη -το πεπρωμένο;-, με μια πύλη ανοιχτή πάνω της -η πύλη προς το Άλσος των Ευμενίδων, προς το επέκεινα-, σκηνικό, κατά τη γνώμη μου, χοντροκομμένο, όχι αντάξιο της εικαστικής φήμης του σκηνογράφου/σκηνοθέτη, ο Γιάννης Κόκκος οδήγησε το θίασο σε 
μια συμβατική ανάγνωση, με πινελιές μοντέρνες που τις πρόσθεσαν τα καλόγουστα κοστούμια -κυρίαρχο το μαύρο- της Πάολα Μαριάνι. Στον επώνυμο ρόλο ο Μάσιμο ντε
Φράνκοβιτς, ηθοποιός, οπωσδήποτε, μεγέθους, έπαιξε, πιστεύω, εξωτερικά, με θεατρινισμούς, μεγάλες, οπερατικές χειρονομίες, στα όρια του στόμφου, μ’ έναν Θησέα (Σεμπαστιάνο Λο Μόνακο) που θύμιζε μαφιόζο νονό, περιστοιχισμένος από ηθοποιούς απλώς σωστούς και πολύ αδύναμο Χορό. Ξεχώρισα μόνο τον Πολυνείκη του Φαμπρίτσιο Φάλκο. 



H παράσταση θα μου θύμιζε συμβατικές του παλιού Εθνικού μας Θεάτρου, αν δεν κρατούσα την πραγματικά κατανυκτική έξοδο προς το επέκεινα του Οιδίποδος, με δυο Χορούς/χορωδίες -αντρικό και γυναικείο- να άδουν ένα κράμα βυζαντινών καταβολών και δυτικής πολυφωνίας: αναμφισβήτητο συν οι μουσικές του

Αλέξανδρου Μαρκέα. Μέγα μειονέκτημα, η σθεναρή χρήση μικροφώνων -γενικεύεται...- που δημιουργούσαν στο θέατρο του Πολυκλείτου αντίλαλο -ν’ αντιλαλούν οι κάμποι…-, με τις φωνές 

των ηθοποιών ν’ ακούγονται συχνά εις... διπλούν -ειδικά της Ισμήνης- ή αλλού να βρίσκονται κι απ αλλού ν ακούγονται. Τη βρήκα απαράδεκτη -με παρέπεμπε σε παράσταση του «Mamma mia».

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Φεστιβάλ Σιρακουσών, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 17 Αυγούστου 2018.

No comments:

Post a Comment