Το έργο. Ο Χάινριχ Φάουστ, σοφός και συνετός γέροντας, που τυγχάνει της εκτίμησης των συγχρόνων του -στην Γερμανία, γύρισμα του 15ου προς τον 16ο αιώνα-, προσωπικά βιώνει την απογοήτευση: όλες τις επιστημονικές, ανθρωπιστικές και θεολογικές γνώσεις που έχει αποκτήσει τις θεωρεί πια ματαιοδοξία και υποπτεύεται πως στην αποτυχία θα καταλήξει και η στροφή του προς τη μαγεία στην οποία κατέφυγε. Είναι απελπισμένος γιατί κατέκτησε τη γνώση αλλά ταμένος σ’ αυτό, άφησε την πραγματική ζωή να κυλήσει από τα χέρια του και να χαθεί. Η αυτοκτονία είναι η λύση στην οποία είναι έτοιμος να καταφύγει αλλά από την απόπειρα τον αποσπούν και τον συνεφέρουν οι γιορτινοί ήχοι του Πάσχα. Στον περίπατο που θα βγει να κάνει ένα μαύρο αδέσποτο σκυλί τον ακολουθεί μέχρι το σπουδαστήριό του όπου γυρίζει: εκεί το σκυλί θα μεταμορφωθεί στον Μεφιστοφελή, το διάβολο που έχει βάλει στοίχημα με τον Θεό να παρασύρει τον Φάουστ, τον πιστό Του δούλο, και να κερδίσει την ψυχή του. Για να πείσει τον Φάουστ, ο Μεφιστοφελής τού υπόσχεται ότι θα τον υπηρετεί και θα του προσφέρει ό,τι στερήθηκε και ό,τι επιθυμεί, με αντάλλαγμα, όταν πεθάνει, να του παραδώσει την ψυχή του και να τον υπηρετεί, εκείνος πια, στην κόλαση.
Ο Φάουστ υπογράφει μαζί του συμβόλαιο. Μία σταγόνα από το αίμα του, η υπογραφή του. Ο Μεφιστοφελής με ένα ελιξίριο του ξαναδίνει τα νιάτα του για να ζήσει τις ηδονές που δεν γεύτηκε και, όταν εκείνος συναντήσει την Μαργαρίτα/Γκρέτχεν, ένα αθώο, αγνό 14χρονο κορίτσι, και την ποθήσει, θα τον βοηθήσει να την κατακτήσει με δύο κασετίνες με κοσμήματα που αφήνει στην κάμαρά της και με τη βοήθεια της Μάρθας, της γειτόνισσάς της. Η Μαργαρίτα, ερωτευμένη πια, θα πειστεί να δώσει κρυφά ένα υπνωτικό στη μητέρα της για να μπει στο δωμάτιό της ο Φάουστ που την αποπλανεί. Το υπνωτικό αποδεικνύεται φαρμάκι: η μάνα πεθαίνει. Η Μαργαρίτα, ατιμασμένη, μένει έγκυος.
Ο αδελφός της, ο Βαλεντίνος, που το έχει μάθει και για να πάρει εκδίκηση ορμάει στον Φάουστ, σκοτώνεται από το σπαθί του εραστή με παρέμβαση του Μεφιστοφελή που παραλύει το χέρι του Βαλεντίνου.
Εγκαταλειμμένη από τον Φάουστ αλλά και όλους, που δεν θέλουν να συναναστρέφονται μία «παραστρατημένη», η Μαργαρίτα πνίγει το νόθο μωρό που γεννάει ενώ ο Μεφιστοφελής οδηγεί τον Φάουστ στο βουνό, στην Βαλπούργεια Νύχτα, μία νύχτα οργίων με μάγισσες, όπου, όμως, στα μάτια του εμφανίζεται το όραμα της καταδικασμένης σε θάνατο, πια, Μαργαρίτας. Που την αγαπάει. Τρέχει στη φυλακή με τον Μεφιστοφελή για να τη σώσει. Είναι η νύχτα πριν από την εκτέλεσή της. Η Μαργαρίτα, παραλογισμένη στο κελί της, όταν συνέρχεται, αρνείται να τους ακολουθήσει στο δρόμο του διαβόλου. Επιζητάει τη λύτρωση από τα κρίματά της στους κόλπους του Θεού. Και σώζει (;) την ψυχή της ενώ Φάουστ και Μεφιστοφελής αποχωρούν άπρακτοι.
Αυτή είναι η ιστορία στον «Φάουστ-Το Πρώτο μέρος της τραγωδίας» του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκέτε. Ο Γκέτε -με αφετηρία ένα, πιθανότατα υπαρκτό αλλά ακαθόριστο, πρόσωπο το οποίο μπλέκεται ανάμεσα στην πραγματικότητα και το μύθο, τον Δόκτορα Γιόχαν Φάουστ, έναν πλανόδιο αστρολόγο, αλχημιστή και μάγο, προφανώς τυχοδιώκτη και αγύρτη, που φαίνεται να έζησε περίπου μεταξύ 1480 και 1540 στην Γερμανία και που είχε τη φήμη πως έκανε συμφωνία με το διάβολο,
πρόσωπο που έγινε θρύλος ο οποίος εδραιώθηκε το 1587 μέσα από μία λαϊκή φυλλάδα για τη ζωή του, που είχε τεράστια επιτυχία, ενέπνευσε μάλιστα, μεταξύ 1589 και 1593, και τον Κρίστοφερ Μάρλοου για την «Τραγική ιστορία του δόκτορα Φάουστους»- καταπιάστηκε με τον δικό του «Φάουστ», σε διάφορες εκδοχές, από τα νιάτα του, το 1772, για να βάλει την τελευταία πινελιά το 1831, ένα χρόνο πριν πεθάνει -επί εξήντα, σχεδόν, χρόνια δούλευε γι αυτό! Καρπός του κινήματος «Θύελλα και Ορμή», ποιητικό αριστούργημα,
ο «Φάουστ» αναδίνει φιλοσοφικό άρωμα ως μία βαθιά μελέτη της ζωής χωρίς να στερείται θεατρικότητας.
Το «Πρώτο» από τα δύο μέρη του, που ανέβηκε τώρα εδώ, ολοκληρώθηκε το 1806, εκδόθηκε το 1808, το 1819 παρουσιάστηκαν στη σκηνή αποσπάσματά του και το 1829 έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στην ολοκληρωμένη μορφή του.
Η παράσταση. Η Κατερίνα Ευγγελάτου ανέβασε το έργο με βάση την έτοιμη -εν όψει του ανεβάσματος που έκανε ο ίδιος, τη σεζόν 1999/2000- μετάφραση-δραστική συμπύκνωση για δραματουργικούς λόγους του κειμένου με, αναγκαστικά, εκτεταμένες συντμήσεις καθώς το έργο αριθμεί 4.612 στίχους και 40 αράδες πρόζας, του πατέρα της σκηνοθέτη Σπύρου Ευαγγελάτου -ένα κείμενο καθαρό, ρέον και θεατρικότατο με, κατά βάση, ομοιοκατάληκτο στίχο- και με σύμβουλο δραματουργίας τον Πλάτωνα Μαυρομούστακο.
Σε μία παράσταση καθαρών προθέσεων, φορτωμένη με ενέργεια και με εξαιρετικούς ρυθμούς -ειδικά οι σκηνές των συνόλων πετούν-, ζυγιασμένη και υψηλής αισθητικής, με έμφαση στην κίνηση -μία χορογραφία.
Η σκηνοθέτρια είδε έναν Φάουστ που ήδη, πριν συναντήσει τον Μεφιστοφελή, ζει στην κόλαση, μία κόλαση επίγεια, αυτή που είναι το ασφυκτικό σπουδαστήριό του, και έναν Μεφιστοφελή που δεν είναι παρά το alter ego του Φάουστ. Το καταπιεσμένο alter ego του που απελευθερώνεται -μία έκρηξη υπό υψηλή πίεση- και τον οδηγεί στα άκρα. Τα οποία μπορεί, τελικά, να είναι, απλώς, ο έρωτας.
Η παράστασή της, έστω και αν δεν εμβαθύνει πολύ, είναι έξυπνη αλλά όχι εξυπναδίστικη, παρά τα κάποια τολμηρά ευρήματά της -η… hardcore σκηνή, για παράδειγμα, των «συμβουλών» που δίνει ο μεταμφιεσμένος σε Φάουστ Μεφιστoφελής στον Σπουδαστή-, άμεση, και κατεβάζει το κείμενο στην πλατεία -μία παράσταση απόλυτα πειστική σε ένα έργο καθόλου εύκολα προσβάσιμο για το κοινό. Η σκηνοθέτρια δεν έχει ξεχάσει και το χιούμορ που καθόλου δεν λείπει από το κείμενο. Χιούμορ το οποίο διακριτικά έχει τονίσει -φέτος (είδα την παράσταση και την περσινή σεζόν και τη φετινή, με τις αλλαγές στη διανομή), ίσως λίγο περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν.
Τα εξαιρετικά, κλειστοφοβικά αλλά και μεταφυσικά, σκηνικά της Εύας Μανιδάκη, κυρίως, αλλά και οι καίριες μουσικές του Γιώργου Πούλιου -ταλέντο!- καθώς και οι εκρηκτικές χορογραφίες της Πατρίσιας Απέργη παίζουν αποφασιστικότατο ρόλο στο παραστασιακό αποτέλεσμα. Και τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, πάντως, εξυπηρετούν με καλαισθησία τη χωρίς ακρότητες μοντέρνα όψη που επιζήτησε η σκηνοθεσία.
Θα χρειαζόμουν ένα ολόκληρο, ξεχωριστό κεφάλαιο για να αναφερθώ στους φωτισμούς της Ελευθερίας Ντεκώ. Αρκούμαι σε μία παράγραφο. Για να μη θεωρηθεί υπερβολή αν έλεγα ότι έχει κατευθύνει την παράσταση, θα αρκεστώ να τη χαρακτηρίσω σίγουρα συνδημιουργό. Συνέπλευσε αρμονικά με τη σκηνοθέτρια Κατερίνα Ευγγελάτου και τη σκηνογράφο Εύα Μανιδάκη σε ένα μεγαλειώδες αποτέλεσμα φωτίζοντας τον «Φάουστ» εκ των ένδον -με ένα εσωτερικό φως- αλλά και εκ των έξω, με τρόπο συμπαντικό. Μία ιστορική φωτιστική δουλειά!
Οι ερμηνείες. Ο Ερρίκος Μήλιαρης, ο Αγησίλαος Μικελάτος, η Καλλιόπη Παναγιωτίδου και ο Χρήστος Βασιλόπουλος -πέρσι, στη θέση του, ο Κλήμης Εμπέογλου- εξυπηρετούν τους σύντομους ρόλους τους σωστά. Η Στέλλα Βογιατζάκη τονίζει λίγο άγαρμπα το κωμικό στοιχείο στην Μάρθα (Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, πέρσι, κρατούσε καλύτερα τις ισορροπίες με εξαιρετικό αποτέλεσμα). Η Αμαλία Νίνου, ταλαντούχα ηθοποιός, δίνει προσωπικότητα στην Μαργαρίτα της αλλά η παιδιάστικη εκφορά του λόγου της, ειδικά στις πρώτες σκηνές, μειώνει τις εντυπώσεις (Η Νάνσυ Σιδέρη, πέρσι, ήταν πιο άχρωμη και η απειρία της πιο αισθητή αλλά ο ρόλος πιο ισορροπημένος).
Αποτελεσματικότατη η σκηνική σχέση Φάουστ-Μεφιστοφελή -όντως δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος, ένα δίδυμο αντιθέσεων. Ο Νίκος Κουρής δίνει έναν στέρεο Φάουστ με δύναμη και κύρος, έστω και αν δεν κάνει την υπέρβαση. Βέβαια ο Αργύρης Πανταζάρας-Μεφιστοφελής είναι αυτός που κλέβει την παράσταση με την ιδιαίτερα θεατρική παρουσία του -ένα ξωτικό- και με την εκρηκτική ενέργειά του που δεν τον εμποδίζει, όμως, να είναι ακριβέστατος. Απλώς θα πρέπει να σκεφτεί πως καλό είναι να τα δίνει όλα αλλά να κρατάει το μέτρο και να μην ξεφεύγει σε υπερβολές. Όπως και να αποφεύγει την επανάληψη, όσο και αν η επιτυχία τον παρασύρει σ’ αυτό. Η μανιέρα ενεδρεύει.
Στο σύνολο των σπουδαστών της Δραματικής Σχολής του «Πειραϊκού Συνδέσμου» πολλά οφείλει η παράσταση και πέρσι και φέτος. Χωρίς αυτούς το σκηνικό αποτέλεσμα θα ήταν μίζερο.Το συμπέρασμα. Παρά τις αντιρρήσεις που υπάρχουν, προσωπικά θα σας συνιστούσα να δείτε την παράσταση. Πιστεύω ότι θα σας αδράξει (Φωτογραφίες: Βάσια Αναγνωστοπούλου).
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, «Λυκόφως»-Γιώργος Λυκιαρδόπουλος, 7 Ιανουαρίου 2016 και 1 Οκτωβρίου 2016.
No comments:
Post a Comment