Το Τέταρτο Κουδούνι / 27 Οκτω(μ)βρίου (ουφ, τελειώνει…) 2016
Το σημερινό «Τέταρτο Κουδούνι», το πρώτο μετά τις 23 Οκτωβρίου, όταν ο Ηθοποιός Μικιζίρο Χίρα έφυγε απ’ τη ζωή στα 83 του χρόνια, δεν μπορεί παρά να ’ναι αφιερωμένο σ’ Αυτόν. Τον (γιαπωνέζο) Ηθοποιό που με δόνησε -κι όχι μόνον εμένα…- πιο βαθιά από κάθε άλλον, τις τρεις φορές που τον είδα -την πρώτη στον Λυκαβηττό, το 1983, τις άλλες δυο στο Ηρώδειο, το 1984- να ερμηνεύει Μήδεια στην παράσταση της τραγωδίας του Ευριπίδη απ’ το θίασο «Τόχο» σε σκηνοθεσία του Γιουκίο Νιναγκάουα. Τον είχα δει και στη μαγνητοσκοπημένη απ’ την ΕΡΤ παράσταση αργότερα. Τον είδα στο βίντεο αυτό και το καλοκαίρι, όταν ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, με άμεσα αντανακλαστικά, είχε εντάξει την προβολή του στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών, στη μνήμη του Νιναγκάουα που πέθανε -κι αυτός- στις 12 Μαΐου: η ίδια μοναδική αίσθηση -αν και σε βίντεο, αν και 32 χρόνια μετά. Οπότε έχω εδραιωμένη άποψη: ήταν ένας Μεγάλος Ηθοποιός -όπου οι λέξεις Μεγάλος και Ηθοποιός διατηρούν την αρχική σημασία τους- ο Μικιζίρο Χίρα. Όσο ζω θα θυμάμαι την Μήδειά του. Όπως, νομίζω, τη θυμούνται όλοι όσοι την είδαν. Έστω και μια μόνο φορά.
Οι Ρώσοι μάς έστειλαν για το «Έτος Ελλάδας-Ρωσίας 2016» το «Βαχτάνγκοφ» με τον «Οιδίποδα τύραννο» και την «Θεατρική Σεζόν Αγίας Πετρούπολης» με Γκόγκολ, Ντοστογιέφσκι και Σέξπιρ.
Εμείς, ως ανταλλαγή, τους στείλαμε τον Σάκη Ρουβά να χορέψει συρτάκι «Zorba the Greek».
Ο καθείς με τα εξαγώγιμα προϊόντα του.
Κρκρκρ, κρκρκρ, κρκρκρ… Ροκανίζουν, πάλι, τον Στάθη Λιβαθινό οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι κοριοί. Κρκρκρ, κρκρκρ. Εκείνος, όμως, ατάραχος συνεχίζει τη δουλειά του ως καλλιτεχνικός διευθυντής στο Εθνικό Θέατρο: σειρά της «Πειραματικής Σκηνής», τώρα.
Της οποίας, την περασμένη Δευτέρα, ανάγγειλαν τον προγραμματισμό για τη σεζόν 2016/2017 ο Ανέστης Αζάς κι ο Πρόδρομος Τσινικόρης, οι καλλιτεχνικοί υπεύθυνοί της. Στην και πάλι αναμορφωμένη, δια αφιλοκερδούς χειρός, αυτή τη φορά, Βασίλη Πουλαντζά, αντιπροέδρου του Δ.Σ. του Εθνικού αλλά και πολιτικού μηχανικού και με χορηγό το Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» -και πανέμορφη πια, εκτός από λειτουργική και πολυμορφική- αίθουσα της Σκηνής «Κατίνα Παξινού», το «-1», όπως την έχουν συντομογραφήσει, που στεγάζει την «Πειραματική», στο υπόγειο του «Rex». Κι είναι πολύ ενδιαφέρον, έστω κι αν δεν είναι τόσο τολμηρό όσο πέρσι, το ρεπερτόριο.
Κρκρκρ, κρκρκρ, κρκρκρ και στο Ελληνικό Φεστιβάλ. Όπου στο παρασκήνιο αναβιώνει το Βυζάντιο. Βυζάντιο άνευ χαρτοφυλακίου… Δουλειά δεν έχει ο διάολος… Σε καλό να τους βγει.
Πολύ «Ψηλό βουνό» έχει πλακώσει στο θέατρό μας από πέρσι -μόδα, δηλαδή, σας λέω! Στο «Ακροπόλ», πρώτα, ήταν που ανέβηκαν την περσινή σεζόν «Τα ψηλά βουνά», το παλαιό αναγνωστικό του Ζαχαρία Παπαντωνίου -το πρώτο που γράφτηκε στη δημοτική στην Ελλάδα -, θεατροποιημένο, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου που προφανώς θα ’κανε και τη διασκευή για το θέατρο χωρίς αυτό ν’ αναφέρεται.
Αλλά «Τα ψηλά βουνά» -επίσης βασισμένα στο αναγνωστικό του
Ζαχαρία Παπαντωνίου- ανέβηκαν την περασμένη άνοιξη και στην Θεσσαλονίκη, στο «Ολύμπιον»: παραγωγή του «Νέου Θεάτρου Θεσσαλονίκης», σε σκηνοθεσία Γιάννη Ρήγα -η επιλογή κειμένων, του Ανδρέα Καρακίτσιου κι η δραματουργική επεξεργασία του θιάσου.
Οι δυο παραστάσεις, το καλοκαίρι, περιόδευσαν ανά την Ελλάδα. Και τα σαλονικιώτικα «Ψηλά βουνά»
Φέτος, όμως, να τα πάλι «Τα ψηλά βουνά» και στην Αθήνα: στο θέατρο «Χατζηχρήστου (που ’ταν «Χατζηχρήστου» και μετά είχε γίνει «Ορφέας (πρώην Χατζηχρήστου)» και τώρα, φαίνεται, ξανάγινε -και καλώς ξανάγινε- «Χατζηχρήστου»). Σε θεατρική διασκευή, αυτή τη φορά, και σκηνοθεσία Χάρη Βορκά.
Άντε, ν’ ασπρίσουν, να γεράσουν σαν τα ψηλά βουνά…
Επανέρχεται στον «Θέατρον» του «Ελληνικού Κόσμου», μετά απ’ τις παραστάσεις του στην Κύπρο, το σούπερ επιτυχημένο στα ταμεία έργο «Σμύρνη μου αγαπημένη» της Μιμής Ντενίση που το ’χει η ίδια σκηνοθετήσει και στο οποίο συμπρωταγωνιστεί -το είδα πέρσι. Ολίγον αφελές κείμενο, χορταστική, προσεγμένη παραγωγή, δε λέω, αλλά καταλληλότερη μάλλον για την τηλεόραση.
Πάντως, μια κι η Μιμή Ντενίση έχει κάνει, απ’ ό,τι διάβασα και μου ’παν κοινοί φίλοι, εξαντλητική έρευνα πριν το γράψει, να διορθώσω κάτι που προφανώς της διέφυγε. Στην τελευταία σκηνή, χρονολογημένη στις 26 Οκτωβρίου 1923, στον Πειραιά(;), άκουσα -και διάβασα στο τυπωμένο σε βιβλίο έργο, για να το σιγουρέψω- να λέει η Ζαχαρούλα: «Άκουσα τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού». Όταν λέει «άκουσα»; Εννοεί, προφανώς, στο ραδιόφωνο. Μα ο πρώτος Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών εξέπεμψε μόλις το 1938, επί Μεταξά, ενώ στην Θεσσαλονίκη ο πρώτος σταθμός είχε λειτουργήσει το 1928. Πολύ βιάζονται στο «Σμύρνη αγαπημένη» να παίξει το ραδιόφωνο…
Νατάλια Οσίποβα-Σεργκέι Παλούνιν: εξαίρετοι χορευτές -κλασικοί-, ζευγάρι στη σκηνή και στη ζωή. Έρχονται στην Αθήνα, στο «Παλλάς», στις 2 και 3 Δεκεμβρίου για να χορέψουν τρία κομμάτια όντως σημαντικών χορογράφων. Μαζί μ’ άλλους δυο χορευτές -τέσσερις εν συνόλω. Ξέρετε πόσο κοστολόγησαν το εισιτήριο οι «εισαγωγείς»; 95 ευρώ! Ναι, για τις «θέσεις VIP». Ναι, υπάρχουν κι άλλες τιμές -πάμφθηνες…: 75, 65, 50, 40, 32 ευρώ (σε τι απόσταση απ’ τη σκηνή θα ’ναι οι θέσεις που αντιστοιχούν στις τελευταίες το φαντάζεστε…).
Καλά, βρίσκονται άνθρωποι που διαθέτουν αυτά τα λεφτά;
Α, ναι, και κάτι σαν ανέκδοτο. Έχει και εισιτήριο για ανέργους: 30 ευρώ.Δυστοπία, δυστοπικός/-ή/-ό: οι πιο in λέξεις της εποχής στην καθομιλουμένη δημοσιογραφική. Διά πάσαν νόσον. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, τσουπ! Νάτην η δυστοπία, πετιέται αποξαρχής κι αντριεύει και θεριεύει. Νάτα, ομοίως, και τα δυστοπικός/-ή-ό. Ουφ…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
«Γιώργος Σεβαστίκογλου: Αγωνιστής του θεάτρου και της ζωής» είναι ο τίτλος της μονογραφίας -σχεδόν 500 σελίδες!- της Κωνσταντίνας Ζηροπούλου, που μόλις κυκλοφόρησε απ’ τις Εκδόσεις «Μεταίχμιο»: ένα βιβλίο «που ανασυνθέτει τη θεατρική διαδρομή» του σπουδαίου σκηνοθέτη, συγγραφέα, μεταφραστή, Δάσκαλου αλλά και Άνθρωπου Γιώργου Σεβαστίκογλου, «συνδέοντάς τη με την Ιστορία και τον απόηχό της, φωτίζοντας παράλληλα τη ζωή του», όπως διαβάζω.
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Δευτέρα -31 Οκτωβρίου-, στις εξίμισι το απόγευμα, στο «Θέατρο Τέχνης» της Φρυνίχου, στην Πλάκα -μην ξεχνάμε πως ο Γιώργος Σεβαστίκογλου στο πλευρό του Κάρολου Κουν ξεκίνησε. Θα μιλήσουν η Έφη Βαφειάδη, η Μάγια Λυμπεροπούλου, ο Τίτος Πατρίκιος ενώ αποσπάσματα θα διαβάσουν η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη κι ο Μιχάλης Μητρούσης. Σύντομο χαιρετισμό θ’ απευθύνει η Άλκη Ζέη, γυναίκα του Γιώργου Σεβαστίκογλου, πολύτιμη σύντροφος και στήριγμα στην περιπετειώδη ζωή του. Οπωσδήποτε θα ’μαι εκεί. Και μόνο ότι υπάρχει πια βιβλίο για τον Σεβαστίκογλου το θεωρώ γεγονός.
Σας είχα γράψει στο ιστολόγιο, στις 20 Ιουνίου, ότι η Πηγή Δημητρακοπούλου επανέρχεται, για να σκηνοθετήσει στο «Faust» το πολύ ενδιαφέρον «Lebensraum» του Θανάση Τριαρίδη. Τους δυο ρόλους έχουν αναλάβει, τελικά, όπως μαθαίνω, ο Ιωσήφ Πολυζωίδης και, αντί του Βασίλη Βασιλάκη, που σας έγραφα τότε,
ο Πάνος Ζουρνατζίδης, ΑΜΕΑ -παραπληγικός, έπειτα από τροχαίο που του προκάλεσε σοβαρό τραύμα στη σπονδυλική στήλη-, απόφοιτος του τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών που ασχολείται με το θέατρο, ως ηθοποιός, απ’ το 2003, με διάφορες ομάδες -πιο πρόσφατη το ΘΕ.ΑΜ.Α της οποία είναι μέλος σταθερό και που το καλοκαίρι, μάλιστα, είχε παρουσιάσει «Πέρσες» στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Τολμηρός καλλιτέχνης, τολμηρή επιλογή, πάντα τολμηρή η Πηγή Δημητρακοπούλου.
Εκλεκτικές συγγένειες. Η συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου «Γκιακ» (Εκδόσεις «Αντίποδες», 2014), που πολύ έχει επαινεθεί, έγινε απ’ τον Θανάση Δόβρη παράσταση θεατρική η οποία ανέβηκε πέρσι στο θεατράκι «Skrow» κι επαναλαμβάνεται φέτος -παράσταση πολύ προσεκτικά στημένη, συναρπαστική, το ’χω ήδη γράψει στο ιστολόγιο, σε tip, στις 8 Ιουνίου, μην τη χάσετε.
Θέατρο, όμως, το κάνει το «Γκιακ» κι η Γεωργία Μαυραγάνη. Για το ΚΘΒΕ. «Γκιακ» x 2, λοιπόν -σ’ Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Γιατί όχι; Το βιβλίο το αξίζει. Και του αξίζει κι η δεύτερη παράσταση να ’ναι στο ίδιο καλό επίπεδο. Και να γίνει ανταλλαγή των δυο τους -του ΚΘΒΕ στην Αθήνα και του «Skrow» στην Θεσσαλονίκη.
Ανεξέλεγκτος, χυδαίος, γελοίος, επικίνδυνος ηλίθιος, ο ένας. Ψυχρή, ξινή, αντιπαθέστατη, επικίνδυνη υπολογίστρια, η άλλη. Τι αποτρόπαιο δίλημμα για τον αμερικάνικο λαό… Εννοώ εκείνους τους λίγους Αμερικανούς, που σκέπτονται.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…