July 20, 2016

West Side Mistake


Το έργο. Δεκαετία του ’50, ΗΠΑ, όπου οι φυλετικές διακρίσεις βράζουν ακόμα, και στην Νέα Υόρκη, στη γειτονιά του Άπερ Γουέστ Σάιντ, οι «Σίφουνες», με αρχηγό τον Ριφ, λευκοί «Αμερικανοί» με διαφορετικές ρίζες, και οι «Καρχαρίες» των οποίων ηγείται ο Μπερνάρντο, νεοφερμένοι μελαμψοί Πορτορικάνοι, δύο αντίπαλες νεανικές συμμορίες, βρίσκονται, κυριολεκτικά στα μαχαίρια. Ο Ριφ σκοπεύει να προκαλέσει σε μονομαχία τον Μπερνάρντο, σε ουδέτερη περιοχή, με έπαθλο τον έλεγχο της γειτονιάς. Ο Τόνι, κολλητός του Ριφ, που ήταν στους «Σίφουνες» αλλά έχει πια αποχωρήσει και προσπαθεί να τους συνετίσει, συναντά, σε ένα χορό που οργανώνεται στη γειτονιά, την Μαρία, την αδελφή του Μπερνάρντο, που την έχουν τάξει στον Τσίνο. Οι δύο νέοι ερωτεύονται αμέσως. Έρωτας δύσκολος να υλοποιηθεί… Το ίδιο βράδυ θα συναντηθούν στη σκάλα κινδύνου του σπιτιού της και την επομένη στο κατάστημα νυφικών όπου εργάζεται το κορίτσι.
Ο Τόνι προσπαθεί να παρέμβει στη μονομαχία των δύο αρχηγών και να την αποτρέψει αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να διευκολύνει, άθελα του, την εξόντωση του Ριφ από τον Μπερνάρντο. Χάνοντας τον έλεγχο σκοτώνει με τη σειρά του το φονιά του φίλου του. Που είναι ο αδελφός της αγαπημένης του. Ο έρωτας, όμως, είναι υπεράνω. Η Μαρία θα τον καταλάβει και θα τον συγχωρήσει. Αποφασίζουν να δραπετεύσουν μαζί. Η νέα στέλνει ένα μήνυμα στον Τόνι, ο οποίος κρύβεται στους «Σίφουνες», με τη φίλη της, την Ανίτα -το κορίτσι του σκοτωμένου αδελφού της Μπερνάρντο- την οποία καταφέρνει να την πείσει ότι ο έρωτας, υπεράνω όλων. Αλλά η Ανίτα δεν τον βρίσκει στο ντράγκστορ του Γιατρού, ενός συνετού ανθρώπου ο οποίος προσπαθεί να κατευνάσει τα κοκόρια. Βρίσκει όμως τη συμμορία -τους «Σίφουνες»- που την κακομεταχειρίζεται τόσο, ώστε εκείνη, για να εκδικηθεί, τους λέει ένα μεγάλο ψέμα: ότι ο Τσίνο σκότωσε την Μαρία. 
Όταν ο Τόνι μαθαίνει το -ψεύτικο- νέο, απελπισμένος, παύει να κρύβεται και αρχίζει να περιφέρεται στη γειτονιά επιζητώντας το θάνατο -τι τη θέλει τη ζωή; Ο Τσίνο θα τον βρει και θα υλοποιήσει την εκδίκηση που σχεδίαζε: τον τραυματίζει θανάσιμα. Όταν εμφανίζεται η Μαρία και ο Τόνι μαθαίνει την αλήθεια -πως ζει- θα είναι πια πολύ αργά. Πεθαίνει στην αγκαλιά της. Η Μαρία με την απόγνωσή της λιώνει την έχθρα και στις δύο πλευρές, χαρίζοντας μία αχτίδα ελπίδας για συμφιλίωση. 
Το «West Side Story» (1957) είναι πια ένα κλασικό μιούζικαλ. Ο Άρθουρ Λόρεντς, βρίσκοντας ιδεώδεις αντιστοιχήσεις, μετέγραψε ιδιοφυώς σε λιμπρέτο το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Γουίλιαμ Σέξπιρ μεταθέτοντας τον περίγυρο της αναγεννησιακής Βερόνα στο διαφυλετικό νεοϊορκέζικο λούμπεν προλεταριάτο της δεκαετίας του ’50: οι εχθρές αριστοκρατικές οικογένειες των Μοντέγων και των Καπουλέτων έγιναν αντίπαλες νεανικές συμμορίες -οι «Σίφουνες» και οι «Καρχαρίες»-, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα έγιναν Τόνι και Μαρία, ο Μερκούτιος, Ριφ, ο Τυβάλτος, Μπερνάρντο, ο Πάρης, Τσίνο, η Παραμάνα έδωσε στοιχεία της στην Ανίτα, ο Πρίγκιπας της Βερόνα στον Επιθεωρητή και ο Πατήρ Λαυρέντιος στον Γιατρό, ο χορός στο μέγαρο των Καπουλέτων έγινε συνοικιακός χορός και η σκηνή του μπαλκονιού, σκηνή στις σκάλες υπηρεσίας. Οι διάλογοι, όμως, παρέμειναν στα χωρικά ύδατα του αμερικάνικου μιούζικαλ: αβαθείς, αφελείς, με αμερικάνικα αστειάκια σαχλούτσικα -μακριά από τη σεξπιρική ποίηση. Το ίδιο και οι -δεξιοτεχνικοί, πάντως- στίχοι του Στίβεν Σόντχάιμ.

Ο Λέναρντ Μπέρνστάιν ήταν εκείνος που απογείωσε το κείμενο με τη μουσική του: αντλώντας και από την τζαζ έγραψε ένα δυναμικό, εκρηκτικής ενέργειας μιούζικαλ που φλερτάρει την όπερα, με εξαιρετικές συμφωνικές σελίδες και πανέμορφα τραγούδια που παραμένουν ακόμα ισχυρά, ένα μιούζικαλ-τομή στην ιστορία του είδους.
Η παράσταση. Θέλω από την αρχή να τονίσω ότι η εκτέλεση της μουσικής του Μπέρνστάιν από την «Καμεράτα. Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής» ήταν εξαιρετική και ορίζει το σημερινό στίγμα της: ένα στιβαρό σύνολο, γεμάτο ενέργεια, με μεγάλη γκάμα, που ξέρει να κινείται σε εντελώς διαφορετικά εδάφη, από το μπαρόκ μέχρι τον Ορφ και το μιούζικαλ,
κατακτώντας και κατέχοντας σε κάθε περίπτωση το ανάλογο ύφος. Ο Γιώργος Πέτρου, ο διευθυντής της, είναι ένας πολύ καλός καπετάνιος.
Ο Γιώργος Πέτρου, όμως, έκανε ένα λάθος. Για δεύτερη φορά -και το δις εξαμαρτείν…: εκτός από το να οδηγήσει την «Καμεράτα» από το πόντιουμ, ανέλαβε, όπως και πέρσι, στο «Kiss me Kate», και τη σκηνοθεσία -τη συν-σκηνοθεσία, έστω- του μιούζικαλ. Νομίζω πως υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του, καθώς υπογράφει και την -όχι πάντα ρέουσα- μετάφραση. Η περσινή παράσταση σκηνοθετικά έπασχε ιδιαίτερα. Απορώ, δεν το κατάλαβε; Είχα φανταστεί πως ήταν λύση οικονομικής ανάγκης -και η επιλογή ενός μιούζικαλ και η ανάληψη της σκηνοθεσίας από τον ίδιο. Φέτος, πέρα από την επιλογή του που μοιάζει με επανάληψη της περσινής συνταγής -κλασικό αμερικάνικο μιούζικαλ που μεταποιεί σεξπιρικό έργο-, αναρωτιέμαι, πλέον, πώς ένας επιτυχημένος μαέστρος αποφασίζει, ξαφνικά, να σκηνοθετεί χωρίς τα φόντα.
Τα γράφω αυτά έχοντας δει το αποτέλεσμα. Που εκτιμώ ότι ήταν ερασιτεχνικού επιπέδου -σαν να έβλεπα παράσταση αποφοίτων αμερικάνικου κολεγίου. Άρρυθμη, αφελής -περισσότερο από το κείμενο-, στοιχειώδης. Αν δεν υπήρχε ο Πάρις Μέξης με τα εξαιρετικά, παρά την έλλειψη πόρων, λιτά αλλά ιδιαίτερα δυναμικά, υψηλής αισθητικής σκηνικά του -υπέροχη η Νέα Ιόρκη του!-, επίσης εξαιρετικά φωτισμένα από τον Γιώργο Τέλλο, η παράσταση δεν θα σωζόταν με τίποτα. Διότι ούτε οι χορογραφίες του συν-σκηνοθέτη Τζον Τοντ, μέτρια εκτελεσμένες και με το συγχρονισμό συχνά να έχει πάει περίπατο, με ενθουσίασαν ούτε τα κοστούμια της Γιωργίνας Γερμανού. Τις μεγάλες αδυναμίες των ηθοποιών στις πρόζες, ίσως, δεν θα πρέπει να τις χρεώσω στον Παντελή Δεντάκη που είχε αναλάβει τη διδασκαλία της πρόζας ενώ, αντίθετα, η εξαιρετική απόδοσή τους στο τραγούδι θα πρέπει να προσμετρηθεί και στον Νίκο Λαάρη που έκανε τη μουσική διδασκαλία: ήταν, όλοι τους σχεδόν, με φωνητικά προσόντα εντυπωσιακά και υποκριτικά περίπου ανύπαρκτα…
Ακατανόητη, για δεύτερη, επίσης, φορά μετά το «Kiss me Kate», η επιλογή οι πρόζες να δίνονται στα ελληνικά και τα τραγούδια στα αγγλικά. Μόνο σε έλλειψη χρόνου του μεταφραστή ή συνεργάτη ικανού να μεταφράσει τους στίχους του Σόντχάϊμ μπορώ να την αποδώσω. Ακόμα πιο ακατανόητη, όμως, η επιλογή ένα από τα τραγούδια, το «Gee, Officer Krupke», να τραγουδιέται στα ελληνικά! Αυτό πρόλαβαν να μεταφράσουν;…
Οι ερμηνείες. Η έλλειψη ισορροπίας διέκρινε τη διανομή. Εξαιρετικά -αγγελικά- τραγούδησαν η Μαρίνα Σάττι-Μαρία και ο Γιάννης Καλύβας-Τόνι αλλά και υποκριτικά υστερούσαν, ειδικά ο δεύτερος -ευγενική φιγούρα, ταιριαστή στο ρόλο αλλά εντελώς άχρωμος και με ένα σώμα παντελώς ανενεργό- και δεν ήταν δεμένοι. Αδύναμοι υποκριτικά και ο Ιάσονας Μανδηλάς-Ριφ και -ακόμη περισσότερο- ο Βαγγέλης Αγγελάκης-Τσίνο. Η Ελένη Σταμίδου, από το χώρο του λυρικού τραγουδιού προερχόμενη, έδωσε, με καλή φωνή, μία συμβατική ερμηνεία της Ανίτα που δεν της πήγαινε, άλλωστε, ιδιαίτερα. Υποκριτικά βρήκα πιο ενδιαφέρουσα την Μαρία Μοσχούρη-Παραλίγο. Έχει τον δαίμονα μέσα της.
Από τους ηθοποιούς της πρόζας, λάθος της διανομής ο Χρήστος Σιμαρδάνης στο ρόλο του Επιθεωρητή που καθόλου δεν του πήγαινε και τον καμώθηκε. Άχαρος ο Δημήτρης Δημόπουλος-Glad Hand και αμήχανος ο καλός Κώστας Κορωναίος-Γιατρός. Πιο πειστικός μου φάνηκε ο Θοδωρής Σκυφτούλης-Αστυνόμος.
Εξαιρετικά τραγούδησε το «Somewhere»η Βάσια Ζαχαροπούλου-Ροζαλία.
Το συμπέρασμα. Αντιφατικό: μία αμήχανη, ερασιτεχνικού επιπέδου παράσταση, άριστη μουσικά, με υπέροχα σκηνικά και δύο πρωταγωνιστές με σπουδαίες φωνές.

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών/Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», «Καμεράτα. Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής», Φεστιβάλ Αθηνών, 16 Ιουλίου 2016.

No comments:

Post a Comment