July 21, 2016

Σπίλμπεργκ κλέπτων οπώρας…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 21 Ιουλίου  2016

Δυστυχώς. Με μεγάλα καλάθια πήγα στην «Ορέστεια» του Γιάννη Χουβαρδά, δεν τα γέμισα. Με μεγάλα καλάθια πήγα και στην «Αντιγόνη» του Στάθη Λιβαθινού, ομοίως δεν τα γέμισα -δυο Παρασκευές απανωτές και στενοχωριέμαι στις περιπτώσεις αυτές, όταν εκτιμώ τους ανθρώπους… Η «παιδικότητα» με την οποία έντυσε την άποψή του ο σκηνοθέτης πολύ μου άρεσε στην αρχή, ανερμήνευτη τη βρήκα στην εξέλιξή της, στοιχεία που μου άρεσαν υπήρχαν -το στάσιμο «Έρως ανίκατε μάχαν», με τα δυο ερωτευμένα παιδιά να κυνηγιούνται, ήταν, για μένα, η καλύτερη στιγμή της παράστασης, επιτομή του έρωτα- αλλά ολοκληρωμένο παραστασιακό αποτέλεσμα δεν είδα.
Είδα έναν Δημήτρη Λιγνάδη, ώριμο ρολίστα, τον οποίο θα τον θεωρούσα εξαιρετικό Κρέοντα αν δεν μου ’βγαζε μια «μαγκιά» που κάπως μου μείωσε την εντύπωση, είδα την Μπέττυ Αρβανίτη ικανοποιητικό Τειρεσία και την Στέλα Φυρογένη να σημαίνει τον μικρό ρόλο της Ευρυδίκης. Στους τρεις ταλαντούχους νέους της διανομής -που πολύ σωστά τους δόθηκαν οι ρόλοι των νέων της τραγωδίας- εισέπραξα να μην έχει τιθασευτεί απ’ το σκηνοθέτη η απειρία τους πλην του Βασίλη Μαγουλιώτη-Αίμονα. 

Βαρέθηκα πολύ στις εντελώς άρρυθμες σκηνές -ειδικά στην πρώτη- του Φύλακα-Αντώνη Κατσαρή, άκουσα την απέριττη μετάφραση του Δημήτρη Μαρωνίτη, βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα τη σκηνογραφική λύση -το ικρίωμα όπου η ανέμελη κούνια καταλήγει σε δυο εφιαλτικές θηλιές-αγχόνες- της Ελένης Μανωλοπούλου.
Εκεί που έμεινα αποσβολωμένος ήταν με τα κοστούμια της… Τι συνέβη στην καλή σκηνογράφο-ενδυματολόγο; Είδα την Μαρία Σκούντζου -στον ενισχυμένο Χορό- να ’ρχεται απ’ την «Τρελή του Σαγιό», είδα και την Μπέττυ Αρβανίτη/Τειρεσία ως το τέρας του Φρανκενστάιν, με το ’να μάτι σκεπασμένο μ’ ένα πλαστικό, κάτι σαν τηγανητό αυγό -που στην πρεμιέρα, μάλιστα, ξεκολλούσε σιγά-σιγά κι έλεγα μέσα μου «τώρα πέφτει χάμω κι η τραγωδία μεταβάλλεται σε φάρσα» και συμμετείχα στην αγωνία της. 
Είδα την Αναστασία-Ραφαέλα Κονίδη/Αντιγόνη και την Δήμητρα Βλαγκοπούλου/Ισμήνη -μπλε σχολικές ποδίτσες με λευκά γιακαδάκια- ως μνήμες απ’ «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο». Είδα τον Δημήτρη Λιγνάδη/Κρέοντα ως ένα σεξπιρικό -αλλά προς το καρναβαλικό του- βασιλέα. Είδα τον Νίκο Μπουσδούκο από κωμειδύλλιο βγαλμένο, τον Κώστα Καστανά, τον Γιάννη Χαρίση και τον Αστέρη Πελτέκη, με τα κασκέτα τους, ως ρώσους αμαξάδες εκ του 19ου αιώνος αφικνουμένους. Είδα τα κορίτσια του -νεανικού- Χορού σαν έτοιμα για πάρτι των φίφτις. 
Είδα την Στέλα Φυρογένη/Ευρυδίκη, με την μακριά, γαλάζια, μεταξωτή τουαλέτα της ως Τζίντζερ Ρότζερς, να κατεβαίνει τη σκάλα έτοιμη να χορέψει με τον Φρεντ Αστέρ και τον Αντώνη Κατσαρή/Φύλακα σα να ’χει δραπετεύσει από οπερέτα του Στράους.
Είδα -εκεί πια…-και τον Αίμονα, μ’ εμπριμέ πουκαμισάκι, γελεκάκι μεταξωτό, γαλάζιο λινό σακάκι, χαλαρή γραβατούλα κι από κάτω σώβρακο -ή, τέλος πάντων, σορτσάκι μπεζ-, ως Υιό Ιατρού απ’ την «Φαύστα» του Μποστ. Και αρβύυυυλα, αρβύλα να δουν τα μάτια σας… 
Πώς, όλ αυτά, πίστευαν ότι μπορούν να δεθούν είναι απορίας άξιον… (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).






Είπα να δω κι εγώ τον «Μεγάλο φιλικό γίγαντα» - «The BFG» ο πρωτότυπος τίτλος, απ’ το βιβλίο του Ρόαλντ Νταλ- γιατί μ’ αρέσει να παλιμπαιδίζω σ’ αυτά τα «παιδικά» του Σπίλμπεργκ. Καλοφτιαγμένη ταινία, γοητευτική, χάζεψα, υπέροχος αυτός ο Μαρκ Ράιλανς -ο Γίγαντας-, καλή επιλογή σα φατσούλα -εκφραστικότατο- το κοριτσάκι, η Σόφιι -εντελώς, βέβαια, μικρομέγαλο κι όχι κι ιδιαίτερα ταλαντούχο όταν παίζει-, εντάξει… Αλλά ο φίλος που ήμασταν μαζί μου λέει: «Μα αυτό, εγώ, το ’χω δει, σε animation».
Πάμε σπίτι, το ψάχνει στο youtube, το βρίσκει: «The BFG. Big Friendly Giant» ο τίτλος, animation, απ’ το βιβλίο του Ρόαλντ Νταλ, βρετανική παραγωγή του 1989, γυρισμένο για την τηλεόραση, Μπράιαν Κόσγκρόουβ ο σκηνοθέτης. Το παίζουμε, τι να δω; Κοπιαρισμένο ολόκληρο απ’ τον Σπίλμπεργκ… -δηλαδή, από περιέργεια δείτε το, αν έχετε δει και το φετινό. Ειδικά η αρχή του, ολόιδια. Και στα credits της καινούργιας ταινίας κουβέντα, σ’ ό,τι γράφτηκε απ’ τους κριτικούς μας κουβέντα, σ’ ό,τι βρήκα να γράφτηκε έξω, κουβέντα. Αν δεν ειν’ αυτό ριμέικ, τότε τι είναι; Δεν καταλαβαίνω τίποτα… Αγοράζουν τα δικαιώματα της αρχικής ταινίας, αγοράζουν ΚΑΙ τη σιωπή των δημιουργών της;
Όπως όταν είδα το «Θλιμμένη Τζάσμιν» του Γούντι Άλεν, που δεν είναι παρά μια ελεύθερη διασκευή του «Λεωφορείου ο Πόθος» του Τενεσί Γουίλιαμς και… μόκο στα credits. Συμβαίνουν, λοιπόν, και εις την Εσπερίαν…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… 




«Monaksxá (a lonely planet)». Απ’ την αρχή αυτό το Monaksxá -με το ksx- στον τίτλο της παράστασης της ομάδας «Terre de Semis» (μα πολύ ξενόγλωσσο έχει πέσει, τελευταία, σ’ αυτές τις νεανικές θεατρικές ομάδες, πάρα πολύ…) στο λαιμό μού στάθηκε. Δυστυχώς η παράσταση που είδα στο Φεστιβάλ Αθηνών σε σκηνοθεσία Ειρήνης Φαναριώτη δε με βοήθησε να το καταπιώ… 




Αμ , το άλλο; Δεν μπόρεσα να δω την παράσταση Μαριβό που ανέβασε, στο Φεστιβάλ Αθηνών επίσης, η Σοφία Μαραθάκη με την ομάδα «ΑΤΟΝΑλ» (νάτο πάλι το ξενόγλωσσο…) αλλά άκουσα καλά λόγια, οπότε ελπίζω ότι θα την ξαναπαίξουν. Εκείνο που δεν κατάλαβα είναι γιατί το έργο παίχτηκε με τον πρωτότυπο -γαλικό- τίτλο του «La Dispute». Η φιλονικία δεν είναι ωραία λέξη; Δεν τους άρεσε; Αν, έστω, δεν τους πήγαινε, δεν έβρισκαν μια άλλη, πιο ταιριαστή ελληνική λέξη. Πολύ δήθεν το βρήκα το «La Dispute». Άσε τι γέλιο θα ’κανες, υποθέτω, στα ταμεία ν’ ακούς ταμίες και αγοραστές εισιτηρίων να προφέρουν το «La Dispute»… 




Πολύ, πολύ ενδιαφέρουσα μου φάνηκε η μεταποίηση του σεξπιρικού «Βασιλιά Λιρ» σε «Young Lear» απ’ την Ιόλη Ανδρεάδη, η οποία υπέγραφε και τη σκηνοθεσία, και τον Άρη Ασπρούλη: μια σύγχρονη ιστορία που ξεπηδάει απ’ τον «Λιρ» και πλέκεται παράλληλα με τη σεξπιρική τραγωδία και μπλέκεται μαζί της σαν αναρριχητικό, ατάκα την ατάκα σχεδόν. Αλλά πολύ δύσκολη η υλοποίησή της -αυτές οι συνεχείς μεταπτώσεις… -στην παράσταση που είδα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Δε βρήκα να ευδοκιμεί παρά τους καλούς, γενικά, ηθοποιούς.
 



Είμαι ευτυχής, πάντως, που, χάρη στο Φεστιβάλ Αθηνών και τη συνεργασία του με το «6th Athens Open Air Film Festival» (νάτο πάλι το αγγλόφωνο…) για το αφιέρωμα «Shakespeare in the City», ανακάλυψα τον «Βασιλιά Λιρ» του Πίτερ Μπρουκ. Ήξερα ότι αυτός ο Μέγας του θεάτρου, που δεν περιφρόνησε το σινεμά, είχε κάνει με τον «Βασιλικό Σεξπιρικό Θίασο» τον «Λιρ» -το ’62- αλλά όχι ότι το ’71 τον είχε μεταφέρει και στον κινηματογράφο.
Ένα αριστούργημα! Όχι φιλμαρισμένο θέατρο. Ο «Βασιλιάς Λιρ» βασισμένος, ίσως, στην παράστασή του (;) αλλά γυρισμένος ειδικά για το σινεμά σε -έξοχα επιλεγμένους- γυμνούς χώρους που «μιλούν». Μια ταινία ασπρόμαυρη, σκοτεινή, βίαιη αλλά και ποιητική, εντελώς λιτή, γυμνή, μπεκετική, με θαυμάσια ευρήματα -τι υπέροχα φλουταρισμένη, θολή η σκηνή της καταιγίδας! -, με το φακό απόλυτα συμμέτοχο στα αισθήματα των ηρώων -κάτι τρο-με-ρά κλόουζ απ!-, χρόνια μπροστά απ’ την εποχή της -σαρανταπέντε χρόνια μετά και να ’ναι σα γυρισμένη αύριο…
Μ’ έναν Πολ Σκόφιλντ -μόλις στα 49 του, τότε- να επιβεβαιώνει, στον επώνυμο ρόλο, το μύθο του Μεγάλου που φέρει τ όνομά του: λιτός, χωρίς περιττά κόλπα, χωρίς στόμφο και θεατρινισμούς, χωρίς να ξεχειλίζει συναίσθημα να κινητοποιεί τα δικά σου συναισθήματα… Συγκλονιστικός!
Και φανταστείτε πως, στην πρώτη προβολή της, κάποιοι κριτικοί -οι ηλίθιοι άγγλοι συντηρητικοί κριτικοί της εποχής- τη χτύπησαν την ταινία με γελοία επιχειρήματα... Ψάξτε την στο διαδίκτυο! Θα με θυμηθείτε.
(Πάντως η προβολή της στο Φεστιβάλ άξιζε μεγαλύτερη προσοχή. Η ώρα έναρξης η οποία για την ιστοσελίδα του Φεστιβάλ και τα ταμεία του ήταν 21.00 ενώ για το προσπέκτους του «Athens Open Air Film Festival» 21.30 που ’ταν και το σωστό, ώρα που τηρήθηκε προκαλώντας τη δυσφορία όσων ήρθαν από νωρίτερα, αλλά, κυρίως, η προβολή η οποία έγινε πάνω σε οθόνη που δεν ήταν τεντωμένη και παλλόταν διαρκώς με το αεράκι, ε, δεν είναι και προς έπαινο…). 



Αντίθετα, η ζωντανή μετάδοση στο Μέγαρο Μουσικής απ’ το θέατρο «Γκάρικ» του Λονδίνου του, σεξπιρικού επίσης, «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», σε σκηνοθεσία Κένεθ Μπράνα, με τον προσωπικό του θίασο, μ’ άφησε αδιάφορο: μια συμβατική, «βρετανικά», τυποποιημένα «καλοφτιαγμένη» παράσταση, με πρωταγωνιστές δυο ηθοποιούς (που η παραγωγή τούς διαφήμιζε με τις τηλεοπτικές επιτυχίες τους…), την -καλή- Λίλι Τζέιμς και τον -ευειδή αλλά μετριότατο- Ρίτσαρντ Μάντεν, μακράν της φρεσκάδας και των νιάτων των δυο ηρώων και χωρίς «χημεία», που λένε, μεταξύ τους. Όπως μπήκα, βγήκα…


Προσέξατε ποιος σκηνοθετεί αυτόν τον διαφορετικό «Μάκβεθ» του Βέρντι που παρουσιάζει η νοτιοαφρικάνικη ομάδα «Third World Bunfight» στο Μέγαρο Μουσικής, για το Φεστιβάλ Αθηνών, αύριο και μεθαύριο; Ο Μπρετ Μπέιλι! Και ποιος είναι ο Μπρετ Μπέιλι; Ο Μπρετ Μπέιλι είναι ο σπουδαίος καλλιτέχνης που μας τον έφερε, την άνοιξη, η «Στέγη». Κι έστησε, στο 23 της Ακαδημίας, αυτή την -ενταγμένη στο «Fast Forward Festival 3»- συγκλονιστική έκθεση/περφόρμανς «Exhibit B» με τις ζωντανές εγκαταστάσεις -είχα γράψει ένα tip εδώ, στις 26 Μαΐου, διαβάστε το.
Όσοι την είδατε θα με καταλάβετε γιατί δε θα πάω, για χάρη της συγκεκριμένης παράστασης, στην Επίδαυρο, για να δω τους «Επτά επί Θήβας» του Γκραουζίνις και του ΚΘΒΕ, που διακαώς περιμένω, και τους μεταθέτω για τις 31 Αυγούστου που θα παιχτούν στην Ελευσίνα. 


Πολύ με φτιάχνει ο γενικός τίτλος αυτού του, «υπό την επιμέλεια και άγρυπνη καθοδήγηση του εμπνευστή του θεσμού Κώστα Γεωργουσόπουλου», φεστιβάλ μονολόγων «Ερμηνείες στην Ερμιονίδα». Αυτή η παρήχηση του ε-ρου-μου-νου, το «τυφλός τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματτ’ ει» μου κάνει συνειρμό. Και με ξετρελαίνει. Αφήστε που φέτος μπήκε και… υπότιτλος (ή, μήπως, είναι «ειδικός», για φέτος, τίτλος;): «Μονήρεις εξομολογήσεις». Πάλι καλά να λέτε που δεν είναι «Κατά μόνας αμαρτήματα»… Φυσικά, σημασία έχει ότι πραγματοποιείται το φεστιβάλ «με την παρουσία μεγάλων ονομάτων του ελληνικού θεάτρου»…


Απ’ την τακτική στήλη «Το Τέταρτο Κουδούνι» θα τα ξαναπούμε στις 18 Αυγούστου, Πέμπτη πάντα. Αν κάτι ενδιαφέρον, έκτακτο, προκύψει στο μεταξύ, totetartokoudouni@gmail.com εδώ είναι, πάντα.

No comments:

Post a Comment