Ένα πολύπτυχο φεστιβάλ που καλύπτει όλες τις τέχνες δεν αρκεί να μην αμελεί τον τομέα της μουσικής. Οφείλει να αφιερώνει κάποιες εκδηλώσεις του και στην όχι και τόσο «δημοφιλή» μουσική δωματίου. Και οφείλει να δίνει την προσοχή του στους έλληνες καλλιτέχνες -στη συγκεκριμένη περίπτωση τους μουσικούς. Μία συναυλία μουσικής δωματίου, επομένως, με έλληνες μουσικούς είναι χαρά. Πόσο μάλλον όταν «ανακαλύπτεις» μέσα από τη συναυλία αυτή έναν καλλιτέχνη που -πολύ κακώς- αγνοούσες Και ομολογώ πως ποτέ δεν είχα ακούσει στη σκηνή τον τσελίστα Κωνσταντίνο Σφέτσα. Που καθόλου πρωτάρης δεν είναι. Και η χαρά είναι διπλή όταν τον ακούς σε ντουέτο με τη διακεκριμένη πιανίστα μας Νέλλη Σεμιτέκολο με την οποία συνεργάζονται, όπως διαβάζω, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.
Μία συνεργασία που, προφανώς, έχει καρποφορήσει. Στη χτεσινή συναυλία αυτό γινόταν εύκολα αντιληπτό: ένα εξαίρετο δέσιμο μεταξύ τους, ένας τέλειος συντονισμός, μία σύμπνοια, μία συνεννόηση για την οποία αρκεί ένα βλέμμα φευγαλέο. Οι δύο μουσικοί -ένας τσελίστας με ήχο, μεστό, πλούσιο, ώριμο, υπέροχο και μία πιανίστα κυρίαρχη των μέσων της, απόλυτα ελεγχόμενη, με ήχο στιβαρό, ζουμερό- είχαν επιλέξει, επιπλέον, ένα ενδιαφέρον πρόγραμμα, καλά συγκερασμένο και καλά κλιμακωμένο.
Άνοιξαν τη συναυλία με τη λυρικότατη Σονάτα για τσέλο και πιάνο (μπάσο κοντίνουο στην εποχή της) σε μι ελάσσονα, RV. 40 του Βενετσιάνου Αντόνιο Βιβάλντι, μία από τις έξι που ο συνθέτης έγραψε μεταξύ 1720 και 1730 και που εκδόθηκαν το 1740.
Ολισθηρό έως και επικίνδυνο το απευθείας πέρασμα στην Σονάτα αρ. 1 για τσέλο και πιάνο (1978) του Σοβιετικού -γεννημένου στην Δημοκρατία των Γερμανών του Βόλγα από γερμανοεβραίο πατέρα- Άλφρεντ Σνίτκε, που ακροβατεί στα όρια της τονικότητας. Αλλά η -εξαιρετική- ερμηνεία των δύο καλλιτεχνών πρόβαλε το λυρισμό του έργου -όπου οι απόηχοι του Σοστακόβιτς είναι τόσο αισθητοί, ώστε να μπορούμε να μιλούμε για ευθεία γραμμή συνέχειας- βρίσκοντας τα νήματα που το δένουν με το προηγούμενο.
Σε διαφορετικό ύφος το δεύτερο μέρος, άρχισε με τη σύντομη αλλά ένθερμη σύνθεση (1915) του Ούγγρου Μπέλα Μπάρτοκ «Ρουμάνικοι Παραδοσιακοί Χοροί», μία σύντομη σουίτα για πιάνο πάνω σε έξι ρουμάνικους παραδοσιακούς χορούς, μεταγραμμένη για τσέλο και πιάνο και έκλεισε με την Σονάτα για τσέλο και πιάνο σε ρε ελάσσονα, έργο 40 (1934) του Σοβιετικού Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Ένα αριστουργηματικό έργο, δυναμικό, με εναλλαγές, τρικυμιώδες, που εκφράζει τη συναισθηματική ένταση στην οποία βρισκόταν εκείνη την περίοδο ο συνθέτης, και που ερμηνεύτηκε με πάθος αλλά και στοχαστικά.
Ο Κωνσταντίνος Σφέτσας και η Νέλλη Σεμιτέκολο επανήλθαν στη σκηνή με δύο γλυκόλαλα ανκόρ αποθεώνοντας τη ρομαντική εποχή που είχαν επιμελώς αποφύγει στο κυρίως πρόγραμμά τους: «Φθινοπωρινό τραγούδι» (1876) του Πιοτρ Ιλιίτς Τσαϊκόφσκι, μεταγραφή για τσέλο και πιάνο από τη συλλογή του για πιάνο «Εποχές» του μέρους «Οκτώβριος: Φθινοπωρινό τραγούδι» και «Μετά από ένα όνειρο» του Γάλου Γκαμπριέλ Φορέ, επίσης μεταγραφή για τσέλο και πιάνο της ομώνυμης μελωδίας για φωνή και πιάνο του Φορέ από τις Τρεις μελωδίες, έργο 7 (1878).
Το συμπέρασμα. Όπου, η μουσική τραγούδησε.
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», Φεστιβάλ Αθηνών, 24 Ιουνίου 2016.
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», Φεστιβάλ Αθηνών, 24 Ιουνίου 2016.
συγχαρητήρια για την πάντα τόσο εξαιρετική σας συνεργασία και τα όμορφα προγράμματα!!
ReplyDelete