Το Τέταρτο Κουδούνι / 1 Ιουνίου 2016
Ευφάνταστος καλλιτέχνης ο (Γερμανός) Τόμας Μπέλινκ. Η έκθεσή του με τον τίτλο -στην… εσπεράντο!- «Domo de Eŭropa Historio en Ekzilo» («Το σπίτι της Ευρωπαϊκής Ιστορίας στην Εξορία»), ενταγμένη στο, τελικά, εξαιρετικό «Fast Forward Festival 3» της «Στέγης» κι απλωμένη στο εντυπωσιακό -δέος!- κτίριο της Πειραιώς που στέγαζε άλλοτε το υπουργείο Εργασίας, δεν είναι απλώς πολύ καλά ψαγμένη και πολύ καλά στημένη.
Η ιστορία της -ληγμένης, πια, απ’ το 2021…- Ευρωπαϊκής Ένωσης, τοποθετημένη σ’ ένα μουσείο του μέλλοντος δένει, με μοναδική δεξιότητα και με χιούμορ μαύρο απολαυστικό, τη σημερινή κατάντια του θεσμού με την επιστημονική φαντασία. Φαντασία εκρηκτική που πατάει, όμως, γερά στην οδυνηρή πραγματικότητα. Μην τη χάσετε! (Φωτογραφίες: Χρήστος Σαρρής).
Για να μη σας μιλήσω για τις συγκλονιστικές στιγμές που ζήσαμε στο «Gardens Speak», τη διαδραστική ηχητική εγκατάσταση της (Λιβανέζας) Τάνια Ελ Χούρι -επίσης στο «Fast Forward Festival 3» της «Στέγης».
Όπου μπορεί να λερωθήκαμε απ’ τα χώματα που σκάψαμε για να εντοπίσουμε τον, κρυμμένο σε ιδιωτικό κήπο, τάφο κάποιου σύρου αγωνιστή κατά του καθεστώτος Άσαντ, τάφο ο οποίος μας «κληρώθηκε», και που πάνω τους ξαπλώσαμε για ν’ ακούσουμε να βγαίνει απ’ τα σπλάχνα της γης η φωνή του και να μας αφηγείται την ιστορία του -εμένα μου «κληρώθηκε» ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι- αλλά η συγκίνηση και το δέος που νοιώσαμε ήταν ένα αφοπλιστικό αντίβαρο (Φωτογραφία: Jesse Hunniford).
Με θετικό πρόσημο, η ανακοίνωση του ρεπερτόριου του ΚΘΒΕ για τον επόμενο χειμώνα: έργα και πρόσωπα. Σωστά και σεμνά και ισορροπημένα, όπως το περίμενα, φαίνεται να πορεύονται, μέσα απ’ τα -οικονομικά- δύσκολα, ο Γιάννης Αναστασάκης, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του, κι η Μαρία Τσιμά, η αναπληρώτρια. Έχουν, βλέπετε, κι ένα Διοικητικό Συμβούλιο που τους στηρίζει, δεν τους ροκανίζει τα σωθικά… Φυσικά περιμένω να δω και τα καλλιτεχνικά αποτελέσματα.
Και μια μικρή διόρθωση/συμπλήρωση στον -καλό- φάκελο του Φεστιβάλ Αθηνών που οσονούπω μας έρχεται: Ο λιθουανικός «Άμλετ» του Οσκάρας Κορσουνόβας «φιλοξενείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα» μεν, αλλά για πρώτη φορά ως ολοκληρωμένη παραγωγή. Ως παράσταση εν προόδω έχει παρουσιαστεί στην Θεσσαλονίκη, στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, τον Απρίλιο του 2008 και στο πλαίσιο της διοργάνωσης απ’ το ΚΘΒΕ του 12ου «Ευρωπαϊκού Βραβείου Θεάτρου».
Είχα γράψει τότε, στις 16 Απριλίου 2008 -οχτώ χρόνια πριν! -στη στήλη «Δίκτυο», στα «Νέα» κι αντιγράφω μ’ ελάχιστες επεμβάσεις, στίξης κυρίως:
«Τρίτη και -για μένα- η πιο δυνατή θεατρικά στιγμή των εκδηλώσεων του ‘Ευρωπαϊκού Βραβείου Θεάτρου’ στην Θεσσαλονίκη, ο ‘Άμλετ’ του Οσκάρας Κορσουνόβας. Είχα δει στην Πάτρα/Πολιτιστική Πρωτεύουσα, το 2006, τον ‘Οιδίποδα τύραννο’ που ’χε κάνει ο λιθουανός σκηνοθέτης και δεν είχα τρελαθεί -το μεταμοντέρνο σ’ έξαρση, σωρεία συμβόλων… Εδώ, στη μιάμιση ώρα που ’δειξε, ως γουόρκ ιν πρόγκρες, ο Κορσουνόβας -η πρεμιέρα της ολοκληρωμένης παράστασης θα γίνει τον Σεπτέμβριο στην Νορβηγία-, ο σκηνοθέτης μοιάζει να επανανακαλύπτει τη λιτότητα και να ξεκινάει απ’ το μηδέν. Οκτώ ηθοποιοί κι οκτώ λευκά τραπεζάκια του μακιγιάζ -καμαρινιού δηλαδή-, με τους καθρέφτες και τα φώτα τους, πάνω σε ροδάκια: αυτό είναι όλο κι όλο. Και το κείμενο του Σαίξπηρ επικεντρωμένο σ’ έναν άξονα που φέρνει σε πρώτο πλάνο το στοιχείο του θεάτρου, ακουμπώντας στις σκηνές των θεατρίνων και στην παράσταση που στήνουν μέσα στο έργο. Καταπληκτικά -και καθόλου εφετζίδικα, ευρήματα! Όπου, στη σκηνή της παράστασης, να μακιγιάρονται και να παίζουν τους ρόλους ο ίδιος ο Κλαύδιος, η Γερτρούδη κι οι αυλικοί σε βάρος των οποίων στήνει, για να δει τις αντιδράσεις τους, την υπαινικτική παράσταση ο Άμλετ. Ένας ίλιγγος δεξιοτεχνίας κι ένα συγκλονιστικό φινάλε με τον baby face, «ακατάλληλο» ως φιζίκ αλλά και γι’ αυτό, ίσως, σπουδαίο, Άμλετ-Ντάριους Μεσκάουσκας να επαναλαμβάνει, εγκλωβισμένος στον αιματηρό κύκλο στον οποίο βίαια τον ανάγκασαν να μπει, σκληρά, βίαια, σε απόγνωση, βουτηγμένος στο αίμα, μ’ ένα σποτ μόνο να του φωτίζει το πρόσωπο, το μονόλογο ‘Να ζει κανείς ή να μη ζει;’. Ζω με την ελπίδα πως το Φεστιβάλ Αθηνών θα εντάξει τον επόμενο χρόνο την παράσταση αυτή, που θα ’ναι πια ολοκληρωμένη, στο πρόγραμμά του».
Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία… Το Φεστιβάλ Αθηνών εντάσσει, τελικά φέτος, την παράσταση αυτή στο πρόγραμμά του, οκτώ χρόνια μετά -ποτέ δεν ειν’ αργά… Γι αυτό και περισσότερο απ’ όλα τα -πολλά-ενδιαφέροντα του προγράμματος χάρηκα για τη συγκεκριμένη.
Ελπίζω κι εύχομαι ο Κορσουνόβας να την έχει εξελίξει, την «εν προόδω», το ίδιο καλά. Και να μην πάθω το κάζο του «Gaudeamus» του Λιέφ Νταντίν και του «Μάλι» της Αγίας Πετρούπολης, όπου, όρθιοι όλοι, παραληρούσαμε, όταν το πρωτόδαμε στην Θεσσαλονίκη-Πολιτιστική Πρωτεύουσα, το ’97, σε μια απ’ τις ειδικά διαμορφωμένες αποθήκες του λιμανιού -χώρο κλειστό, δηλαδή- αλλά όταν το ’φερε, το 2001, το Φεστιβάλ Αθηνών στο ανοιχτό Ηρώδειο, το εντελώς ακατάλληλο ρωμαϊκό ωδείο κατέστρεψε εντελώς, μα εντελώς την παράσταση κι εμάς, που την είχαμε δει και σπρώχναμε τους φίλους μας και τον κόσμο να σπεύσει, μας πέσανε τα μούτρα -άντε, μετά, να εξηγήσεις… Κάζο που ήταν κι ένας απ’ τους βασικούς λόγους για τους οποίους φώναζα πως το Φεστιβάλ πρέπει ν’ ανοιχτεί σε καινούργιους χώρους κι, όταν ο Γιώργος Λούκος ανακάλυψε την «Πειραιώς», χαιρέτησα -χαιρετήσαμε- αυτούς τους καινούργιους χώρους της όπου ο Λούκος μετακόμισε ένα μεγάλο μέρος των εκδηλώσεων.
Τελικά έβγαλε καλή ψαριά το 2ο Φεστιβάλ Διαρκείας Ελληνικού Θεατρικού Έργου 21ου Αιώνα (ο τίτλος είναι ένα πολύ άχαρο μακρινάρι και πρέπει να τον κόψουν ή να τον κάνουν πιο ελκυστικό, εφόσον θα συνεχίσουν, όπως μαθαίνω), που επιμελείται καλλιτεχνικά η Λεία Βιτάλη στο «Αγγέλων Βήμα». Κατάφερα να δω άλλα δυο έργα.
Το πρώτο, το «Ποιο σώμα;» της Ελένης Κοσμά και της Κορίνας Κονταξάκη (η σκηνοθεσία, του Μενέλαου Καραντζά) θίγει ένα πάρα πολύ ντελικάτο θέμα -την έλξη μιας έφηβης προς το ίδιο της το φύλο, την όχι απλώς λεσβιακή αλλά μέσα απ’ την επιτακτική ανάγκη επαναπροσδιορισμού του φύλου της- με τρόπο εξαιρετικά λεπτό, επιδέξια, βάζοντας στη σκηνή δυο ηθοποιούς -κορίτσι κι αγόρι-, οι οποίοι εκπροσωπούν τα δυο φύλα που αντιμάχονται στο ίδιο κορμί, και με μια αξιομνημόνευτη αίσθηση της δραματικής οικονομίας.
Το δεύτερο, η -σκηνοθετημένη απ’ τον Αυγουστίνο Ρεμούνδο- «Μήδεια» του Δημήτρη Ζουγκού, ένα παστίς από αποσπάσματα της «Μήδειας» του Ευριπίδη μ’ έναν καινούργιο, πρωτότυπο μονόλογο της Μήδειας, γραμμένο σε μέτρο τροχαϊκό, όπου ο συγγραφέας κοιτάζει την ηρωίδα με σημερινή ματιά και τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι ο Ευριπίδης, καθώς η Μήδεια, εδώ, δε σκοτώνει τα παιδιά της αλλά με δόλο οδηγεί τον Ιάσονα να τα σκοτώσει ο ίδιος. Μπορεί οι πράξεις της ν’ αγγίζουν το… σπλάτερ αλλά το έργο έχει μέτρο και ενδιαφέρον που το μεγάλωνε η, απ’ τα σπλάχνα της, ερμηνεία της εντυπωσιακής -μια καλλονή!- Έλενας Τυρέα, έστω κι αν χρειαζόταν μεγαλύτερο αυτοέλεγχο και λιγότερες υπερβολές.
No comments:
Post a Comment