Το Τέταρτο Κουδούνι / 26 Μαΐου 2016
«Ο φαύλος κύκλος της αβεβαιότητας και της ύφεσης κλείνει» δήλωσε χτες η κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη. Αν μη τι άλλο, γελούμε, πάντως.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… (Επιθεώρηση ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;).
Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος είναι ηθοποιός. Καλός, πολύ καλός ηθοποιός. Τον έχουμε δει σε πολλούς ρόλους -θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση… Η τελευταία φορά που τον είδαμε στη σκηνή στην Ελλάδα ήταν τη σεζόν 2011/2012, στο «Πορεία», στην «Λήθη» του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου -ερμηνεία συγκλονιστική. Μετά, είδε κι απόειδε με την κατάσταση εδώ, την έκανε στην Γερμανία -στο Βερολίνο. Και πέτυχε. Έπαιξε -παίζει- εκεί -στα γερμανικά που τα ’μαθε λίγο πριν φύγει!- και μάλιστα ρόλους, όχι ρολάκια. Φέτος, στα 45 του πια, επέστρεψε -πρόσκαιρα- στην Αθήνα. Όχι για να παίξει. Για να σκηνοθετήσει -δεν είναι η πρώτη φορά, έχει αρχίσει να σκηνοθετεί ήδη απ’ το 2002, μ’ ευδόκιμα αποτελέσματα. Τώρα βρέθηκε στο «Cartel», στα… βάθη του Βοτανικού.
Κι επέλεξε ν’ ανεβάσει το «Καζιμίρ και Καρολίνα» του Έντεν φον Χορβάτ. Καταλληλότερη επιλογή για τις μέρες μας -μέρες κρίσης, φτώχιας, ανεργίας, κατάρρευσης των πάντων, αμοραλισμού…- αλλά και για το χώρο και την περιοχή που διασχίζεις για να φτάσεις εκεί, με τους άθλιους δρόμους, και την κατασκήνωση των Ρομά, και τα παζάρια τους, και τις αναμμένες φωτιές…, δεν υπήρχε: ένα έργο γραμμένο κι ανεβασμένο στην Γερμανία -στο Βερολίνο- του 1932, μέρες εξαθλίωσης, ξεπουλήματος, ηθικής παρακμής και κατάρρευσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αναλογικά ομόλογες των ημερών μας.
Η διασκευή, απ’ τον ίδιο τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο, απ’ τις καλύτερες που ’χω δει (η μετάφραση, επίσης του ίδιου, κυκλοφορεί απ’ τις Εκδόσεις «Vakxikon»): μια τέλεια «εναρμόνιση» του έργου με την Ελλάδα του 2015/2016, χωρίς το κείμενο να εκβιάζεται, χωρίς εξυπνάδες. Κι η σκηνοθεσία του, που γυρίζει το έργο το μέσα έξω -ο χώρος του, απ’ την αλάνα του Octoberfest, της Γιορτής Μπύρας του Μονάχου, όπου διαδραματίζεται, έχει μεταφερθεί μέσα, σε μια μίζερη αποθήκη για μπύρες (ιδεώδης ο απόλυτα εναλλακτικός, «άθικτος» χώρος του «Cartel») ενώ οι απόηχοι της Γιορτής φτάνουν απέξω, όταν οι πόρτες ανοίγουν, κάποτε αιφνιδιάζοντας αλλά και χωρίς τη διάθεση του εντυπωσιασμού για τον εντυπωσιασμό, εξαιρετική, μ’ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ισορροπημένες τις αναλογίες.
Όσο για τους ηθοποιούς, μ’ επικεφαλής τον Βασίλη Μπισμπίκη και την Ευτυχία Γιακουμή στους επώνυμους ρόλους, να τα δίνουν όλα -παρά τις επιμέρους αδυναμίες.
Μια παράσταση έξοχη, απ’ τις καλύτερες που είδα φέτος -μ’ ενθουσίασε. Θα πρέπει να τρέξετε, μέχρι την Κυριακή που παίζεται, να τη δείτε. Αν και είμαι σίγουρος πως θα ξαναπαιχτεί του χρόνου, δε ΓΙΝΕΤΑΙ να μην ξαναπαιχτεί. Η επιτυχία της, άλλωστε, υποχρεώνει
Ο χαμηλών τόνων Δημοσθένης Παπαδόπουλος με την παράσταση αυτή καθιερώνεται, πια, ως σκηνοθέτης. Ικανότατος. Και με μεγάλες προοπτικές. Ήδη, για τον επόμενο χειμώνα, τον περιμένουν στην Αθήνα το «Πάρτι γενεθλίων» του Χάρολντ Πίντερ στο «Από Μηχανής» και -σας έγραψα σχετικά στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 20 Απριλίου- το βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χένρι Τζέιμς «Στρίψιμο της βίδας» του Τζέφρι Χάτσερ στο «Άνεσις».
Αυτό πάλι; Πού το βάζετε; Που ο Γρηγόρης Χατζάκης ανέβασε στο «Σύγχρονο Θέατρο» την «Μηχανή Άμλετ» του Χάινερ Μίλερ ως μονόλογο με τον ηθοποιό Βαγγέλη Στρατηγάκο να παίζει σε… κατάσταση μέθης; «Η προσέγγιση του έργου», λέει, «είναι συμβολική. Η πραγματική έλλειψη νηφαλιότητας του ενός και μόνο ηθοποιού πάνω στη σκηνή θέλει να αναδείξει την παραμόρφωση που βρίσκεται παντού γύρω μας».
Εγώ τρεις απορίες έχω. Η πρώτη: Σε κατάσταση μέθης ο ηθοποιός τα λόγια του τα θυμάται; Ή δεν έχει σημασία -«Χάινερ Μίλερ ειν’ αυτός, ποιος θα το καταλάβει;»… Η δεύτερη: Αν η παράσταση έχει σουξέ -που το εύχομαι- και τραβήξει, δυο-τρεις σεζόν; Ο ηθοποιός δεν κινδυνεύει να καταλήξει αλκοολικός; Η τρίτη: Αν πάνε κι οι θεατές πιωμένοι -ε, ρε, κέφια!- δεν υπάρχει φόβος να δημιουργηθούν έκτροπα;
Κάθε τόσο λέω «ε, πια, τα ’χω δει όλα». Αμ δε…
Ε, ναι, είναι Ξένια το βιβλίο. Εντελώς Ξένια. Μιλώ για το «Γράμμα στον Κωστή», το βιβλίο της Ξένιας Καλογεροπούλου που κυκλοφόρησε απ’ τις Εκδόσεις Πατάκη. Ειλικρινές, εξομολογητικό αλλά ποτέ κουτσομπολίστικο, ευγενικό, χαριτωμένο, με χιούμορ προσωπικό, χαμηλών τόνων αλλά και με αποφασιστικότητα γραμμένο. Την αποφασιστικότητα με την οποία η Ξένια Καλογεροπούλου έκανε, ό,τι έκανε στη ζωή της. Τη ζωή της αυτή εξιστορεί, τελικά, χωρίς να ’χει την πρόθεση, η ηθοποιός/συγγραφέας/σκηνοθέτρια /μεταφράστρια που το θέατρο για το παιδί στην Ελλάδα τόσα της χρωστάει -σχεδόν τα πάντα.
Δεν είναι γραμμένο σαν αυτοβιογραφία το βιβλίο. Σα γράμμα στο σύντροφο 37 χρόνων της ζωής της, τον Κωστή Σκαλιόρα, τον υπέροχο, διακριτικό άνθρωπο και λόγιο, κριτικό κινηματογράφου και θεάτρου και μεταφραστή, ξεκίνησε η Ξένια Καλογεροπούλου να το γράφει, όταν τον έχασε. Ένα γράμμα τρυφερό, συγκινητικό, που σαν η συγγραφέας να προσπαθεί με τον τρόπο αυτό να τον φέρει πίσω το σύντροφό της και να τον κρατήσει για πάντα κοντά της.
Σπαράγματα μνήμης, λεπτομέρειες, στιγμές δύσκολες, στιγμές πόνου, στιγμές ευτυχισμένες -ο Γιάννης Φέρτης, ο πρώτος νεανικός σύντροφός της στη ζωή, επίσης παρών-, στιγμές αστείες, οι γονείς της, στιγμές θεάτρου, στιγμές δημιουργίας, συνεργάτες, φίλοι που τη σημάδεψαν, ο Σταμάτης Φασουλής, ο Θωμάς Μοσχόπουλος εκεί είναι και συνθέτουν ένα μωσαϊκό που, παρά την αποσπασματικότητά του, είναι απολαυστικό. Ρούφηξα το βιβλίο σε μια μέρα.
Το πρώτο μέρος του «Post Inferno. Προς Δαμασκόν», της εκδοχής της Ρούλας Πατεράκη για την τριλογία του Στρίντμπεργκ «Προς Δαμασκόν» που παίχτηκε στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση το βρήκα έως και αριστουργηματικό: ο πολύ γνωστός -διότι δεν είναι παρά ο ίδιος ο Στρίντμπεργκ, το έργο είναι εξόφθαλμα αυτοβιογραφικό- Άγνωστος-Λάζαρος Γεωργακόπουλος, με τα μαλλιά χτενισμένα α λα Στρίντμπεργκ για να τονιστεί η ταύτιση, να στριφογυρίζει, χωρίς σταματημό, χωρίς ανάπαυση, φλεγόμενος, σε παροξυσμό, σαν κάτι να τρώει τα σωθικά του, στο αυστηρό, ιδανικό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, η Λουκία Μιχαλοπούλου-Κυρία σε μια απολύτως στριντμπεργκική σχέση με το σύζυγό της -δυο εξαίρετες ερμηνείες-, η Ευρύκλεια Σωφρονιάδου, ο Αλέκος Συσσοβίτης, ο Γιώργος Παπαπαύλου επίσης καλοί, στο πνεύμα της σκηνοθετικής γραμμής, όλοι οι άλλοι ηθοποιοί καλοκουρδισμένοι, η -και πάλι αγνώριστη- Κωνσταντίνα Τάκαλου-Μητέρα ίσως η καλύτερη όλων, η Ρούλα Πατεράκη κάτω απ’ τη σκηνή να «παρεμβαίνει» καίρια με αποσπάσματα του «Inferno» (ήτοι «Κόλαση»), του αμέσως προγενέστερου του θεατρικού «Προς Δαμασκόν» και σε ανάλογο μήκος κύματος μυθιστορήματος του Στρίντμπεργκ -άρα πολύ σωστός ο τίτλος της παράστασης «Post Inferno»-, οι τεφρές μονοχρωμίες των κοστουμιών του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη απόλυτα εναρμονισμένες, οι μουσικές του Γιώργου Κουμεντάκη…
Στο δεύτερο μέρος, όμως... Η διάρκεια -τέσσερις ώρες κρατούσε συνολικά η παράσταση- ήταν; Το έργο που χάνει, κάπως, τη θεατρικότητά του και φιλοσοφεί, ήταν; Η παράσταση ήταν που χαλάρωνε; Κουράστηκα, εξουθενώθηκα. Κρίμα…
Να ’σαι κριτικός θεάτρου και να κρίνεις παραστάσεις στις οποίες υπογράφεις τη μετάφραση είναι αντιδεοντολογικό. Αυτό είναι ένα μάθημα που μας έχει δώσει -μεταξύ πολλών άλλων…- ο Κώστας Γεωργουσόπουλος. Να κρίνεις παραστάσεις σκηνοθετών/ηθοποιών στις δραματικές σχολές των οποίων διδάσκεις, προφανώς αμειβόμενος, είναι, άραγε, δεοντολογικό; Όταν, μάλιστα, οι κριτικές είναι υμνητικές και μάλιστα για παραστάσεις που ’χουμε δει (και ξέρουμε περί τίνος πρόκειται…) είναι να μη σου μπαίνουν ψύλλοι στ’ αυτιά; Έτσι, απλώς, ρωτάω, δηλαδή -ρητορική ειν’ η ερώτηση…
Το ’χα γράψει και στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 14 Απριλίου, μ’ αφορμή την παράσταση του έργου-του «Lebensraum» που παίχτηκε στο «Θησείον» σε σκηνοθεσία Έλενας Σωκράτους: τυχερός ο Θανάσης Τριαρίδης. Σε καλά σκηνοθετικά χέρια έχουν πέσει όσα έργα του -έργα όλα για δυο πρόσωπα- έχουν ανεβεί. Και σε καλούς ηθοποιούς, να συμπληρώσω. Η καλή του τύχη συνεχίζεται. Είδα, στο «Θησείον» επίσης, το έργο του «Οιδίνους», έργο ενδιαφέρον, όπου ο συγγραφέας έξυπνα δένει σε κάτι καινούργιο τον μύθο του Οιδίποδα με το εύρημα του «παιδιού» -που υπάρχει/δεν υπάρχει- απ’ το «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ;» του Άλμπι. Ε, ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος που υπογράφει τη σκηνοθεσία αναδεικνύει το έργο με μια ρωμαλέα παράσταση στην οποία ο ίδιος κι η καλή Άννα Μάσχα, που ερμηνεύουν τους δυο ρόλους, δίνουν την ψυχή τους. Αξίζει την προσοχή σας.
Αστοχίες… «Νέα Δεξιά» ο τίτλος του νέου κόμματος -κι άλλο! Κι άλλος!- που ανάγγειλε ο εντιμότατος κύριος Φαήλος Κρανιδιώτης. Μα γιατί, αφού το «Παλαιά Δεξιά» ή και «Παλαιοτάτη Δεξιά» του πάνε κουτί;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Απ’ τις αξέχαστες, τις ΜΕΓΑΛΕΣ θεατρικές στιγμές που ’χω ζήσει η «Μήδεια» του Ευριπίδη απ’ τον γιαπονέζικο θίασο «Τόχο», σε σκηνοθεσία του Γιουκίο Νιναγκάουα που ’φυγε απ’ τη ζωή στις 12 Μαΐου. Με τον Μικιζίρο Χίρα, έναν Μεγάλο Ηθοποιό, στον επώνυμο ρόλο. Την είχα δει στον Λυκαβηττό το 1983 μαζί με μερικούς ακόμα -ελάχιστους- θεατές. Την είχα δει κι όταν επανήλθε, το ’84, στο Ηρώδειο αυτή τη φορά, και τις δυο βραδιές που παίχτηκε, μαζί μ’ ένα πλήθος πια -ο κόσμος το ’χε πάρει μυρουδιά- που παραληρούσε -ναι, αυτή ήταν αποθέωση!
Η «Μήδεια» του Νιναγκάουα και του Χίρα είχε μαγνητοσκοπηθεί το ’84, στο Ηρώδειο, απ’ την ΕΡΤ που την είχε προβάλει -είχα τη βιντεοκασέτα, δεν την έχω πια.
Το 2011 η συγκεκριμένη μαγνητοσκόπηση προβλήθηκε, μάλιστα, και σε αφιέρωμα με τίτλο «Οι τραγικοί μύθοι σήμερα», στο πλαίσιο του 1ου Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος που ’χε οργανώσει ο Δήμος Αθηναίων -και που δε δευτέρωσε… Άρα σώζεται -ευτυχώς. Η ΕΡΤ στη μνήμη του Νιναγκάουα δεν μπορεί να τη βρει και να την προβάλει; Εδώ θέλω αντανακλαστικά… Ή το Φεστιβάλ Αθηνών δε θα μπορούσε να εντάξει στο πρόγραμμά του μια προβολή της; Η παράσταση αυτή έχει αφήσει εποχή.
Κλείνω λίγο απότομα: έχουμε μια διένεξη εδώ, στο σπίτι. Αποφασίσαμε να μη χάσουμε τη μοναδική ευκαιρία και να επωφεληθούμε απ’ το μήνα των καταπληκτικών εκπτώσεων 50% των βραβευμένων γκουρμέ εστιατορίων αλλά δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να συμφωνήσουμε αν θα πάμε σ’ αυτό που ’χει μενού με 75 ευρώ αντί των 150 ή στο άλλο που το ’χει 68 ευρώ αντί των 136. Εγώ, πάντως, επιμένω για το πρώτο.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
No comments:
Post a Comment