Το Τέταρτο Κουδούνι / 3 Δεκεμβρίου 2015
Το σημερινό «Τέταρτο Κουδούνι» δε θα μπορούσε παρά να ’ναι αφιερωμένο στον Κώστα Νίτσο που ’φυγε απ’ τη ζωή στις 29 Νοεμβρίου. Στον Κώστα Νίτσο του Αγώνα, της Συνέπειας, της Δημοσιογραφίας, του Θεάτρου. Στον Κώστα Νίτσο, κυρίως, της Δεύτερης Σελίδας των «Νέων» και του περιοδικού «Θέατρο», που μ’ έθρεψαν και με δίδαξαν και με θρέφουν και με διδάσκουν ακόμα. Κι όχι μόνον εμένα…-εμείς, οι «μετά», είμαστε όλοι μας παιδιά του, για να παραφράσω τον Άρθουρ Μίλερ. Στον Κώστα Νίτσο που και ελαττώματα είχε και λάθη έκανε γιατί άνθρωπος ήταν αλλά θα μείνει στην ιστορία της δημοσιογραφίας μας ως εκείνος που ανέδειξε τον πολιτισμό σε θέμα πρώτου ενδιαφέροντος στον Τύπο. Στον Κώστα Νίτσο και στην τρυφερή, διακριτική, ευγενική σύντροφο της ζωής του, την Έφη Ροδίτη, που τόσο και τόσο αθόρυβα του συμπαραστάθηκε μια ζωή -η ταινία του λουλουδένιου της σταυρού πάνω στο φέρετρό του έγραφε μόνο: «Αγάπη μου».
Προσωπικά θυμάμαι πάντα τη μέρα που, εκεί, στον Βόλο, πέρασα -δεν ειχ’ ακόμα κλείσει τα δεκατέσσερα- απ’ το βιβλιοπωλείο του Γιάννη του Λιαναρίδη -δε θυμάμαι τι ήθελα ν’ αγοράσω- κι ο κύριος Γιάννης μου ’πε: «Αυτό να πάρεις». Κι «αυτό» ήταν το περιοδικό «Θέατρο». Κι έγραφε πάνω: «Χρόνος Γ΄ Τεύχος 14 Μάρτης-Απρίλης 1964». Και το πήρα. Και το ’χω ακόμα. Ευχαριστώ, κύριε Γιάννη.
Τ’ άλλα, τα μετά, είναι σιωπή.
Η Επιχείρηση Kill Loukos η οποία προαναγγέλθηκε με κουίζ από στήλη σχολίων των «Νέων» στις 21 Νοεμβρίου κι η έναρξή της κηρύχτηκε επίσημα -και πανηγυρικά, ήτοι πρωτοσέλιδα- στις 25 Νοεμβρίου απ’ την -αριστερή! (κι εδώ η απορία κι η έκπληξη -η ψυχρολουσία θα ’λεγα…)- «Εφημερίδα των Συντακτών» την οποία τόσο εκτιμούσα, υπό τον αποχρώσεων τύπου «Espresso» θλιβερό τίτλο «Το μεγάλο φαγοπότι στο Ελληνικό Φεστιβάλ» για να συνεχιστεί με δυο sequels, μέσω της διαρροής πορισμάτων οικονομικού ελέγχου που βουίζει πλέον ο τόπος ποιο στέλεχος και για ποιους λόγους τα διοχέτευσε, να κορυφωθεί (;) μ’ έναν προσωπικό κατά Γιώργου Λούκου, προέδρου του Ελληνικού Φεστιβάλ, λίβελο και να συμπληρωθεί με συνέντευξη στα «Νέα» του σκηνοθέτη Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στην οποία -βρήκε την κατάλληλη στιγμή ο ευλογημένος; Και ν’ ανεβάζει και τον «Βίο του Γαλιλαίου» του Μπρεχτ…-, επίσης, βάλλει κατά Λούκου, η Επιχείρηση, λοιπόν, αυτή σηκώνει μεγάλη συζήτηση. Την έκταση της οποίας δεν τη σηκώνει το βεβαρημένο σήμερα «Τέταρτο Κουδούνι». Κι η οποία, επιπλέον, θα μόλυνε τους δυο νωπούς νεκρούς στους οποίους σήμερα είναι αφιερωμένο. Υπόσχομαι να επανέλθω αύριο.
Εξαίρετος ηθοποιός. Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης. Το ’χω διαπιστώσει ήδη απ’ την «Ψυχολογία συριανού συζύγου» του Ροΐδη. Την πρωτόκανε στη σκηνή στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» το 2012 -και την επανέλαβε ξανά και ξανά- με την ομάδα «GAFF» που ίδρυσαν με τη σύντροφό του στη ζωή και μάνα του γιου του, την Σοφία Καραγιάννη, η οποία -επίσης ταλαντούχο πλάσμα- υπέγραφε τη σκηνοθεσία -μια καθόλα ευτυχής παράσταση.
Η πολύ καρποφόρα συνεργασία συνεχίστηκε την περσινή σεζόν στο «Vault» με τη μεταφορά στη σκηνή ως μονολόγου του βραβευμένου μυθιστορήματος «Μάρτυς μου ο Θεός» του Μάκη Τσίτα ο οποίος έκανε και τη δραματουργική επεξεργασία -τη συμπύκνωση. Την παράσταση την είδα φέτος που επαναλαμβάνεται. Ένα έξοχο κείμενο, ένας αντιήρωας, ο Χρυσοβαλάντης, πενηντάρης, άνεργος τυπογράφος στην εποχή της ευμάρειας, λίγο πριν απ’ τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 -ένα ανθρωπάκι θλιβερό, σχολαστικό, κομπλεξικό, ένας θρησκόληπτος, ξενόφοβος, μπορντελόβιος…-, η τραγωδία ενός γελοίου κι ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης δίνει πνοή σ’ αυτόν τον εν πλήρει συγχύσει αθώο με κύρος δοκιμασμένου ρολίστα χαράζοντας τον στη μνήμη.
Πρέπει να τον δείτε!
Διαβάζω στο δελτίο Τύπου που μου στείλανε την περασμένη Πέμπτη: «Ρομάν Πολάνσκι, Αντρέι Ταρκόφσκι, Πιερ Πάολο Παζολίνι, Μάικ Λι: τέσσερις διακεκριμένοι δημιουργοί που σφράγισαν με το έργο τους τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο βρίσκονται στο επίκεντρο του πρώτου αφιερώματος που παρουσιάζει για τη νέα σεζόν η Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης, με τίτλο ‘Κλασικές Ευρωπαϊκές Ταινίες V’ […] Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τα φιλμ: ‘Μαχαίρι στο νερό’ του Ρομάν Πολάνσκι (1962), ‘Αντρέι Ρουμπλιόφ’ του Αντρέι Ταρκόφσκι (1966), ‘Θεώρημα’ του Πιερ Πάολο Παζολίνι (1968) και ‘Μυστικά και ψέματα’ του Μάικ Λι (1996)» -όντως Μεγάλες ταινίες.
Είχα χαιρετήσει θερμότατα τη δημιουργία Ταινιοθήκης στην κινηματογραφικά άνυδρη, εκτός περιόδων Φεστιβάλ Κινηματογράφου, Θεσσαλονίκη. Αλλά, αν δεν μπορεί η συγκεκριμένη Ταινιοθήκη να κάνει κάτι πιο ουσιαστικό, αυτά τα αφιερώματα τύπου «Κλασικές Ευρωπαϊκές Ταινίες V», όπου συμφύρονται ταινίες εξαιρετικές μεν αλλά χιλιοπαιγμένες και, κυρίως, ουδεμία σχέση μεταξύ τους έχουσες, που από ’δω τις τραβούν, από ’κει τις τραβούν για να τις στριμώχνουν υπό τον καταχρηστικό τίτλο αφιέρωμα και στα οποία διαρκώς καταφεύγει, τι τα θέλει; Παντελή έλλειψη φαντασίας και ρουτίνα κι επαρχιωτισμό μυρίζουν. Άκου «Αφιέρωμα ‘Κλασικές Ευρωπαϊκές Ταινίες V’»! Για γέλια. Ας πούνε «προβάλλουμε τις -καλές- ταινίες που έχουμε» κι ως εκεί.
Ειδεμή, μου θυμίζουν το π.Λ. (προ Λούκου) τελματωμένο Φεστιβάλ Αθηνών -αυτό το οποίο μερικοί νοσταλγούν…- που, επειδή γράφαμε «ας έχει τουλάχιστον ένα θέμα, έναν άξονα», κάποια χρονιά, ο -τότε- πρόεδρος του Ε.Ο.Τ., στον οποίο υπαγόταν το Φεστιβάλ, Κώστας Κυριαζής ανήγγειλε -δεν ξέρω ποιανού ήταν η φαεινή ιδέα-, πως το θέμα του, εκείνο το καλοκαίρι, θα ’ταν… «Απόλλων/Διόνυσος» -που όοοοολα τα καλά χωρούσε- και γέλασε και το παρδαλό κατσίκι.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Είχαμε την «Οδύσσεια» του Ρόμπερτ Γουίλσον στο Εθνικό -μια παράσταση αριστουργηματική, κατά τη γνώμη μου. Που μακροημέρευσε και φέτος επανήλθε θριαμβευτικά στη σκηνή του -συμπαραγωγού- «Πίκολο Τεάτρο» του Μιλάνο.
Και, ξαφνικά, έρχεται να τη «συναγωνιστεί» μια μίνι παραγωγή με τη ραψωδία έψιλον της ομηρικής «Οδύσσειας» -«Οδύσσεια, ραψωδία έψιλον» ο τίτλος της παράστασης- στο «Δώμα» του «Θεάτρου του Νέου Κόσμου». Όπου ο ηθοποιός Δημήτρης Γεωργαλάς, που για πρώτη φορά σκηνοθέτησε, με δυο νέους ηθοποιούς -τον Στέλιο Δημόπουλο και τον Χρήστο Καπενή-, με μόνο δυο ψάθινα καρεκλάκια όπου κάθονταν κι ένα μακρόστενο ξύλινο τραπέζι για σκηνικό, με λίγο νερό, με το οποίο οι ηθοποιοί «έπαιζαν», χυμένο στο βαθούλωμα της γυάλινης πάνω επιφάνειας του τραπεζιού, κι ένα ποτήρι απ’ το οποίο έπιναν το ίδιο νερό, μετέφερε με συναρπαστικό τρόπο -μας ταξίδεψε σε θάλασσες αγριεμένες- την ποίηση της ιστορίας του Οδυσσέα με την Καλυψώ, στην οποία αναφέρεται η ραψωδία αυτή.
Η Φαίδρα Σούτου που ’χε την επιμέλεια της κίνησης κι οι δεξιοτεχνικοί φωτισμοί του Βασίλη Αποστολάτου που υπέγραφε και το σκηνικό, φωτισμοί που υπογράμμιζαν τόσο απλά αλλά και τόσο υποβλητικά, τόσο θελκτικά το στοιχείο του νερού με τις αντανακλάσεις πάνω του, αλλά κι η εξαιρετική χρήση των μουσικών οι οποίες επιλέχτηκαν, έδωσαν γερό χέρι βοήθειας στη σκηνοθεσία που εμένα -κι όχι εμένα μόνο…- με καθήλωσε. Αυτή η παράσταση -ποτέ δε βρήκα καλύτερα αξιοποιημένο τον μικροσκοπικό χώρο του «Δώματος», με το μακρόστενο τραπέζι συμμετρικά τοποθετημένο μπροστά απ’ την τζαμαρία της αίθουσας και παράλληλα μ’ αυτή και την πόλη να φαίνεται απέξω- πρέπει να ξαναπαιχτεί. Για να τη χαρούν ακόμα περισσότεροι.
Προσπαθώ, απ’ την περασμένη βδομάδα που είδα την ταινία, να βρω τις λέξεις ν’ αρθρώσω αυτό που ένοιωσα. Δεν μπορώ να τις βρω. «Ο γιος του Σαούλ» είναι πέρα και πάνω απ’ τις λέξεις. Κυριολεκτικά. Είναι ήχοι. Σχεδόν μόνον ήχοι. Ο Ούγγρος Λάσλο Νέμες εγγράφει με την πρώτη -ναι, πρώτη, αν είναι δυνατόν, απίστευτο!- μεγάλου μήκους ταινία του, με θέμα το Άουσβιτς και ήρωα έναν ζόντερκομάντο -έναν εβραίο κρατούμενο που δουλεύει στα κρεματόρια και προσπαθεί το ακατόρθωτο-, μια μεγάλη στιγμή στην ιστορία του κινηματογράφου: ζωντανεύει τη φρίκη χωρίς να δείχνει τη φρίκη.
Ή μάλλον τη δείχνει μόνο μέσα απ’ το πρόσωπο του πρωταγωνιστή του Γκέζα Ρόριγκ, με την κάμερά του καρφωμένη πάνω στο πρόσωπο αυτό, να τρέχει λαχανιασμένη μαζί του. Και μέσα απ’ τους ήχους που περιβάλλουν το πρόσωπο αυτό -ήχοι μιας δαντικής κόλασης.
Η ίδια η τερατώδης πραγματικότητα του Άουσβιτς, που όντως είναι αδύνατον να αναπαρασταθεί, το προσπερνά το πρόσωπο αυτό, καθώς κινείται ανεπαισθήτως γύρω του, πλάι του, πίσω του, φλουταρισμένη...: δεν είναι δυνατό να την αντικρίσεις κατάματα. Και ΔΕΝ την αντικρίζεις. Μόνο που αυτό είναι πιο τρομακτικό.
Δεν ξέρω πως θα εξελιχθεί ο Λάσλο Νέμες. Ξέρω πως αφήνει πίσω του ένα τουλάχιστον αριστούργημα. Δυο άνθρωποι, δυο θεατές, βγήκαμε κι οι δυο απ’ τον κινηματογράφο αμίλητοι, παγωμένοι, εμβρόντητοι, αφού κάναμε ώρα να ξεκολλήσουμε απ’ τις θέσεις μας. Κυριολεκτώ.
Αυτή την ταινία οφείλετε να τη δείτε -οφείλετε να έχετε στη ζωή σας την εμπειρία αυτή. Άλλωστε, μετά την ταινία αυτή, θα ’ναι αδύνατον πια να γυριστεί άλλη ταινία για το Ολοκαύτωμα.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Ήταν άτυχος; Γιατί έφυγε στα 67 του μόνο χρόνια; Όχι! Ήταν τυχερός! Γιατί έζησε μια γεμάτη ζωή. Αγάπησε, αγαπήθηκε, είχε πλάι του για 25 χρόνια και μέχρι το τέλος έναν άνθρωπο ολοδικό του, ευλογήθηκε με τάλαντο, έκανε το κέφι του στο θέατρο, έπαιξε όσα λαχτάρησε, έπαιξε τα κέρατά του, δεν του ’φαγε τα σωθικά το σαράκι του βεντετισμού, τον θαυμάσανε, τον χειροκροτήσανε, στάθηκε στους συναδέλφους του, στάθηκε στους νέους, είχε φίλους σ’ όλο το θέατρο και απ’ όλες τις γενιές κι έφυγε χωρίς να παρακμάσει, χωρίς να συρθεί σε κρεβάτια και σε πόνους, έφυγε κι όλοι δεν είπαν μόνο «ήταν καλός ηθοποιός», είπαν και «ήταν καλό παιδί». Κι αυτό το ’λεγαν πάντα, όχι μόνον τώρα που χάθηκε, όταν όλοι «δεδικαίωνται».
Ναι, ήταν τυχερός άνθρωπος ο Μηνάς Χατζησάββας. Το σημερινό «Τέταρτο Κουδούνι» δε θα μπορούσε παρά να ’ναι αφιερωμένο ΚΑΙ στον Μηνά Χατζησάββα που μας άφησε στις 30 Νοεμβρίου.
Αν, επιπλέον, ο θάνατός του και το ξόδι του, όπως έγινε, σταθούν η αφορμή να προχωρήσει μισό, έστω, βήμα, η κοινωνία μας, τότε ένα θα ’χω να πω: αυτή ήταν ζωή! Δικαιωμένη.
No comments:
Post a Comment