Το έργο. Τρίπολη. Εκλογική περιφέρεια Αρκαδίας. Προεκλογική περίοδος, Μεταπολίτευση, κάπου στη δεκαετία του ’70 -βουλευτικές εκλογές είχαμε το 1974 και το 1977. Το προεκλογικό παρασκήνιο βράζει: ποιους θα βάλει στο συνδυασμό ο «Αρχηγός»; (Εκ των «συμφραζομένων», μετά βεβαιότητος πιθανολογούμε πως όπου «συνδυασμός» πρόκειται για το ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας και όπου «Αρχηγός» για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή).
Ο γηραλέος Στρατηγός -αγνώστου στο έργο επωνύμου, Λεωνίδας το όνομά του-, ήρως πολέμων, που η ηλικία του -82 στα 83-, ένα έμφραγμα το οποίο, καθώς φαίνεται, αποκρύπτουν, δια λόγους ευνοήτους, οι άνθρωποί του… και το σκάνδαλο με κάποιο δάνειο ενός ανιψιού του είναι τα ντεζαβαντάζ του αλλά η εμπιστοσύνη που, υποτίθεται, του δείχνει ο «Αρχηγός», το ατού του, καθώς διαδίδεται πως συνέφαγαν καλαμαράκια και πως ο «Αρχηγός» τού υποσχέθηκε υπουργείο, ο δικηγόρος Καραμήτσος και ο Χατζημέμος είναι τα ήδη δοκιμασμένα -ως βουλευτές- χαρτιά του νομού. Ξαφνικά, όμως, υπεισέρχεται στη σκακιέρα ένας αστάθμητος παράγων -«ανατέλλων αστήρ»- που φαίνεται πως θα οδηγήσει σε ανατροπές: Αθανάσιος (aka Σάκης) Δροσόπουλος. Μορφωμένος, διακεκριμένος οικονομολόγος, σαραντάρης -άρα παιδί μπροστά στους άλλους- και με νέες ιδέες. Και -το βασικότερο- άπειρος μεν αλλά με… κληρονομικό δικαίωμα: ανιψιός της Νόρας -από τον άντρα της, τον μακαρίτη Δροσόπουλο. Όπου Δροσόπουλος sr, όρα: επί χρόνια βουλευτής Αρκαδίας. Και όπου Νόρα, όρα: τέως καλλονή που έκαιγε καρδιές, εξηντάρα χήρα, μεν, του βουλευτή πια αλλά πολιτικός παράγων, πάντα, της Αρκαδίας, με πλήθος διασυνδέσεων, η οποία λύνει και δένει. Στο παρελθόν της, πριν παντρευτεί, μία ερωτική σχέση με τον Στρατηγό. Η οποία διαλύθηκε αδόξως όταν εκείνος την έπιασε στα πράσα (;) στο σπίτι της με κάποιον τρίτο που πρόλαβε, όμως, να το σκάσει πίσω από τις πικροδάφνες του κήπου.
Δεν τους βλέπουμε και δεν θα τους δούμε ποτέ όλους αυτούς -του προσκήνιου. Εμείς βλέπουμε το παρασκήνιο: τέσσερις Τριπολιτσιώτες, κομματάρχες -«τα θεμέλια του κοινοβουλευτισμού»- στην Αρκαδία, του ιδίου κόμματος αλλά, λόγω συμφερόντων, χωρισμένους στα δύο. Ήτοι, ο Κώστας, ο γηραιότερος -στο σπίτι του οποίου είναι μαζεμένοι-, αποθηκάριος στους σιδηροδρόμους, ταμένος ψυχή τε και σώματι στον Στρατηγό και ο Αλέκος, ταβερνιάρης, δεξί του χέρι από τη μία μεριά, ο Βασίλης Μουτζιθρόπουλος, με τ’ όνομα, λαδέμπορας, άνθρωπος του Χατζημέμου, μεγάλο μούτρο, που, διορατικός ων, έχει μόλις μεταπηδήσει από τον Χατζημέμο στο στρατόπεδο του ανατέλλοντος Σάκη και της Νόρας, και ο Τάσος, δακτυλογράφος στο δικηγορικό γραφείο του Καραμήτσου και άνθρωπός του, από την άλλη.
Κώστας και Αλέκος θορυβούνται από τα μαντάτα για τον Δροσόπουλο που τους φέρνει ο Μουτζιθρόπουλος -δύει ο Στρατηγός τους;- αλλά ο Κώστας οργανώνει την επίθεσή του καθώς διαθέτει προσωπικό οπλοστάσιο: αρχείο με φωτογραφίες και αποκόμματα εφημερίδων από την περίοδο της Χούντας. Όπου συμπεριλαμβάνονται φωτογραφίες από κοινωνικές συναναστροφές με χουντικούς αξιωματικούς τόσο του Σάκη όσο και του Καραμήτσου. Τις οποίες αποφασίζει -εν τω άμα και το θάμα- να τις δώσει προς δημοσίευση στις εφημερίδες για να πλήξει τους αντιπάλους. Ο Βασίλης με τη βοήθεια του Τάσου αποπειράται να αρπάξει το αρχείο. Δεν θα τα καταφέρουν -ο Τάσος δεν πιάνει και πουλιά στον αέρα... Ο Κώστας τούς πετάει έξω από το σπίτι του. Και απτόητος ετοιμάζεται να φύγει στην Αθήνα με τις επίμαχες φωτογραφίες.
Αλλά το αντίπαλον δέος επανέρχεται. Η Νόρα έχει παραδώσει στοιχείο ατράνταχτο στον Βασίλη: αυτός που κάποτε το έσκασε πίσω από τις πικροδάφνες για να γλιτώσει από τον Στρατηγό ήταν ο Κώστας, ο «ταμένος» στον Στρατηγό! Ο Κώστας το παραδέχεται -είχε ερωτευτεί την Νόρα, της είχε στείλει ερωτική επιστολή και είχε πάει στο σπίτι της να μάθει την απάντησή της -που ποτέ δεν την πήρε-, όταν ξαφνικά ο Στρατηγός εμφανίστηκε. Τίποτα περισσότερο δεν είχε συμβεί μεταξύ τους. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, επρόκειτο περί προδοσίας. Και καταρρέει όταν μαθαίνει πως η Νόρα προτίθεται τώρα να μαρτυρήσει στον Στρατηγό την παλαιά αυτή προδοσία του.
Τελικά, όμως, τα τέσσερα σκατόμουτρα τα βρίσκουν: ο Στρατηγός δεν θα μάθει τίποτα για την προδοσία, θα εκβιάσουν τον Καραμήτσο με τις φωτογραφίες ώστε να πείσει άνθρωπο με εκτόπισμα, τον οποίο κρατάει στο χέρι γιατί του χρωστάει εκατομμύρια τα οποία έχασε στα χαρτιά παίζοντας μαζί του, να μεσολαβήσει για να μπει ο Στρατηγός στο συνδυασμό, ο Κώστας δεν θα δώσει στις εφημερίδες τις φωτογραφίες, οργανώνουν «τραστ» που θα εκμεταλλευτεί το αρχείο με τις φωτογραφίες που είναι πολλές -βίος και πολιτεία...- και πολλούς ενοχοποιούν και ορκίζονται να μη μιλήσουν σε κανέναν για όσα συνέβησαν. Με τα χέρια πάνω εις την γαλανόλευκον και στο πιστόλι του Κώστα. Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει. Κι ας βρωμάει. Τα παλιανθρωπάκια αυτά την κρατούν στη (χαμο)ζωή.
Ο Δημήτρης Κεχαΐδης και η Ελένη Χαβιαρά με το «Δάφνες και πικροδάφνες» έχουν γράψει (1979) μία κυνική σάτιρα πολιτικών και κοινωνικών ηθών αξεπέραστη -ένα από τα καλύτερα έργα του ελληνικού δραματολογίου. Βαθύτατα -με τρόπο ανατριχιαστικό…- ελληνική. Με διαλόγους σπαρταριστούς -ένα χιούμορ μοναδικό- που αυθόρμητα πηγάζουν από τα στόματα των τεσσάρων «ηρώων» τους, με γλώσσα -μία μειξοκαθαρεύουσα, απολύτως ταιριαστή στην περίπτωσή τους, ψιλοκεντημένη, με τέσσερις γερά σκιτσαρισμένους χαρακτήρες επί σκηνής. Και με τα απόντα πρόσωπα, για τα οποία γίνεται η συζήτηση και γύρω από τα οποία κινούνται δολοπλοκώντας οι τέσσερις «δορυφόροι», ωσεί παρόντα -ένα επίτευγμα. Και κάτι τσεχοφικό: αυτά τα καθάρματα που έχουν πλάσει μοιάζει, κατά βάθος, οι δύο συγγραφείς να τα κατανοούν, να τα αγαπούν.
Η ατμόσφαιρα σαφώς και αφορά την ξεπερασμένη πια δεκαετία του ’70 -ίσως και παλαιότερη- αλλά ο τρόπος που οι συν-συγγραφείς χειρίζονται το θέμα τους μόνο ξεπερασμένο δεν κάνει το έργο. Το αντίθετο! Τηρουμένων των αναλογιών, ο γκογκολικός «Επιθεωρητής» του ελληνικού θεάτρου.
Η παράσταση. Το «Δάφνες και πικροδάφνες» είναι σάτιρα. Σπαρταριστή μεν, σάτιρα δε. Όχι φάρσα. Το υπόστρωμά της δαγκώνει. Και το φινάλε -ο όρκος- καθορίζει το ύφος του έργου. Για να το ανεβάσει κανείς θα πρέπει να προσέξει τις λεπτομέρειες. Είναι το κλειδί, νομίζω -θυμάμαι ακόμα το πρώτο ανέβασμα από τον Κάρολο Κουν, θυμάμαι ακόμα περισσότερο το ανέβασμα του επόμενου (και τελευταίου), ανάλογου ύφους, έργου των Κεχαΐδη-Χαβιαρά «Με δύναμη από την Κηφισιά» από τον Λευτέρη Βογιατζή. Η σχολαστική αναζήτηση της λεπτομέρειας στα έργα αυτά βαθαίνει τη σάτιρα χωρίς να αγκυλωθεί το γέλιο. Αν αδιαφορήσεις για τη λεπτομέρεια, το έργο χάνει το ειδικό του βάρος, γίνεται γραφικό.
Ο Πέτρος Φιλιππίδης που ανέλαβε εδώ τη σκηνοθεσία έχω την εντύπωση πως κατέφυγε στην ευκολία του: η σάτιρα ηθών έχει καταλήξει μία απλώς έξυπνη κωμωδία για τέσσερις πρωταγωνιστές -παλιό θέατρο δηλαδή. Που, επιπλέον, είναι άδετοι μεταξύ τους -ο καθένας το βιολί του.
Ο Γιώργος Γαβαλάς έκανε ένα αναμενόμενο σκηνικό -που φώτισε διεκπεραιωτικά ο Λευτέρης Παυλόπουλος- και σωστά κοστούμια ενώ χωρίς μεγάλη φαντασία οργάνωσε τη μουσική επιμέλεια και ο Ιάκωβος Δρόσος.
Οι ερμηνείες. Ο Πέτρος Φιλιππίδης, έξοχος, ευφάνταστος ηθοποιός, σχεδιάζει και εκτελεί τον Μουτζιθρόπουλο με άφθαστη κωμική δεξιοτεχνία, χωρίς υπερβολές και τερτίπια περιττά, με έναν πηγαίο τρόπο -αναβλύζει το κωμικό από μέσα του. Ο Γιώργος Κιμούλης, αντίθετα, αν και με ενδιαφέρουσα ομολογουμένως φάτσα, σχεδιάζει εγκεφαλικά, σαν σε κομπιούτερ, τον Τάσο, με πολλά τερτίπια, μούτες, κολπάκια προς εντυπωσιασμό. Ο Θανάσης Παπαγεωργίου (Κώστας) κινείται στο γνώριμο ύφος του που καθόλου δεν δένει με τους υψηλούς τόνους των άλλων -σαν να παίζει σε άλλη παράσταση: χαμηλότονος, σβηστός, λίγος, σχεδόν χωρίς ενέργεια που μοιάζει να την κρατάει για το δεύτερο μέρος. Σωστός, χωρίς, πάντως, τίποτα το ιδιαίτερο, ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης-Αλέκος.
Το συμπέρασμα. Τέσσερις ηθοποιοί με δυνατότητες πολλές έως μεγάλες ζητούν σκηνοθέτη. Το έργο, αν και υποτιμημένο, το σώζει το χιούμορ του.
Θέατρο «Μουσούρη», 29 Οκτωβρίου 2015.
Θέατρο «Μουσούρη», 29 Οκτωβρίου 2015.
Κι όμως.. κι εγώ και η παρέα μου βρήκαμε εξαιρετικά δεμένο τον θίασο. Με πρόδηλη τη μεταξύ τους χημεία. Και πριν προλάβετε να βγάλετε συμπεράσματα, δεν είμαστε κοινό του Σαββατοκύριακου, βλέπουμε σχεδόν όλες τις παραστάσεις της χρονιάς - όχι μόνο τις εμπορικές.
ReplyDeleteΓράφω κάθε τόσο πως η διαφωνία είναι εποικοδομητική. Η γνώμη σας, η γνώμη μου. Γιατί όμως σκεφτήκατε ότι θα βγάλω συμπεράσματα πως είστε «κοινό του Σαββατοκύριακου» (το οποίο σέβομαι εξίσου); Σας ευχαριστώ, πάντως, που με διαβάζετε :-)
ReplyDelete