Το Τέταρτο Κουδούνι / 19 Νοεμβρίου 2015
Δεν είχα διαβάσει -κακώς!- τον Χρήστο Οικονόμου του οποίου έχουν ανεβάσει (;) ως πράξη θεατρική (;) -λέξεις, ουσιαστικά, χωρίς νόημα για την περίσταση…-, με τον τίτλο «Blackout,» δυο διηγήματα. Πήγα στο ικαριώτικο καφε-ουζερί «Χαλ…αρά», στην Μπενάκη, κοντά στην Κάνιγγος, για χάρη του Χρήστου Σαπουντζή, τον οποίο εκτιμώ πολύ -και ως ηθοποιό και ως άνθρωπο, όσο τον ξέρω-, που παίζει (;) και της Ειρήνης Μαργαρίτη, την οποία επίσης εκτιμώ και συμπαθώ πολύ, που τον είχε σκηνοθετήσει. Και χάρη στο ένστικτό μου που συνήθως δε λαθεύει. Είχα χάσει την παράσταση (;) πρόπερσι, όταν πρωτοπαίχτηκε, αλλά, ευτυχώς, φέτος την επαναλαμβάνουν.
Μόνο που το ένστικτό μου απεδείχθη σωστό μεν αλλά όχι σαφές. Στο ικαριώτικο καφενείο, βγαλμένο, στην καρδιά της Αθήνας, λες απ’ τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, δεν είδα παράσταση. Ο Χρήστος Σαπουντζής, οδηγημένος απ’ την Ειρήνη Μαργαρίτη, δεν έχει θεατροποιήσει τα δυο διηγήματα του Χρήστου Οικονόμου «Μουστακάκι με κάρβουνο» και «Πλακάτ με σκουπόξυλο» -απ’ τη συλλογή του «Κάτι θα γίνει, θα δεις» (εκδόσεις «Πόλις», 2011, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος). Δεν παίζει τα δυο διηγήματα. Δεν κάνει «θεατρικό αναλόγιο». Δεν τα αφηγείται. Τα μοιράζεται μαζί μας. Με μια απέραντη γενναιοδωρία.
Εκείνος σ’ ένα τραπεζάκι του καφε-ουζερί, εμείς στ’ άλλα, σβησμένα τα φώτα του μαγαζιού, αναμμένα μόνο τα μικρά πορτατιφάκια πάνω στα τραπέζια, το φως της μέρας απ’ έξω -όσο φτάνει μέσα στη στοά, η θεατρική (όσο θεατρική είναι) πράξη γίνεται μεσημεριάτικα, στις δύο η ώρα, τα Σαββατοκύριακα-, εμείς πίνουμε τα τσιπουράκια μας και τσιμπολογάμε τα μεζεδάκια, που ο ίδιος μας σερβίρισε, πριν αρχίσει, κι ο Σαπουντζής διυλίζει μέσα του τα κείμενα αυτά -κείμενα σε γραμμή ευθεία με τον Δημήτρη Χατζή και τον Σωτήρη Δημητρίου, τρέχω ν’ αγοράσω το βιβλίο- και μας τα σερβίρει κι αυτά, απ’ τα σπλάχνα του βγαλμένα, απλόχερα.
Τα δάκρυα αναβλύζανε, ακόμα κι ο φίλος που ήταν μαζί μου και δεν ξέρει πολύ καλά ελληνικά την εισέπραξε τη συγκίνηση κι εκείνο το πλακάτ, το άγραφτο, το βουβό, το φτιαγμένο -προχειροδουλειά…- μ’ ένα σκουπόξυλο και με χαρτόνια κομμένα από χαρτόκουτες και κολλημένα με σελοτέιπ που ξεκολλάνε απ’ τη βροχή, εκείνο το πλακάτ που δεν το βλέπεις αλλά σα να σου μπήγεται κατάστηθα, εκείνο το χέρι που μένει υψωμένο, ξεραμένο, μουσκεμένο, σα γροθιά που ποτέ δε σχηματίστηκε δε θα τα ξεχάσω. Ποτέ.
Να πω ένα ευχαριστώ. Και να σας πω κι ότι αυτά τα τσίπουρα με τον Χρήστο Σαπουντζή πρέπει να τα πιείτε. Είναι καθαρτήρια.
(Οι φωτογραφίες του «Blackout» απ’ την Κατερίνα Χατζηκυριάκου).
«Μήδεια. Ο σπαραγμός της Ανατολής» είναι ο τίτλος της παράστασης που θ’ ανεβάσει η Δέσποινα Γκάτζιου, μόνη επί σκηνής, με τον Αιμίλιο Χειλάκη σε βίντεο, παραγωγή του δικού της «Πρόχειρου Θεάτρου», σε δραματουργική επιμέλεια και σκηνοθεσία της, στο θέατρο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών για τρεις Τρίτες, από 8 έως και 22 Δεκεμβρίου, πραγματοποιώντας έναν πολύ ενδιαφέροντα παραλληλισμό σε μια καίρια στιγμή μετά τα τραγικά γεγονότα στο Παρίσι.
Πρόκειται για μια παράσταση, όπως σημειώνεται, «που επιχειρεί να αναδείξει την ακραία σύγκρουση ανάμεσα στον κόσμο της Ανατολής και στον κόσμο της Δύσης, έτσι όπως, με σοφή δεξιότητα, την καταγράφει ο Ευριπίδης στην ομώνυμη τραγωδία του και έτσι όπως με εφιαλτικό τρόπο συμβαίνει τώρα... Ο ορθολογισμός του δυτικού κόσμου, που μέχρι και σήμερα χαρακτηρίζεται από πράξεις συμφέροντος -όπου και ο έρωτας συνδυάζεται με το συμφέρον- προσωποποιείται στον γοητευτικό Έλληνα Ιάσωνα. Η Ανατολή, από την άλλη, ενσαρκώνεται στο πρόσωπο της εξωτικής, βάρβαρης Μήδειας, της γυναίκας που τα αισθήματα και οι πράξεις της έχουνε ρίζες αρχέγονες, χθόνιες, απόλυτα ανορθολογικές και εντέλει καταστροφικές.
‘Δεν έχω λόγο να ζω’ λέει η Μήδεια, όταν παίρνει την απόφαση να πραγματοποιήσει το φρικτό έργο της. ‘Γιατί δεν έχω πατρίδα, γιατί δεν έχω σπίτι -γιατί δεν έχω οδό να ξεφύγω από την κακιά μου μοίρα’. Ακριβώς το ίδιο λένε και οι σύγχρονες παλαιστίνιες βομβίστριες αυτοκτονίας, που είτε ζώνονται οι ίδιες τα εκρηκτικά, είτε ζώνουν με αυτά τα παιδιά τους πραγματοποιώντας τις αυτοκαταστροφικές και θανατηφόρες ενέργειες τους».
Στην παράσταση ο λόγος της Μήδειας αντιπαρατίθεται με το λόγο των γυναικών αυτών, έτσι όπως καταγράφεται στο βιβλίο της αμερικανίδας δημοσιογράφου Μπάρμπαρα Βίκτορ με τίτλο «Ο στρατός των ρόδων». Το βίντεο είναι της Δώρας Μασκλαβάνου και του Κλάουντιο Μπολίβαρ, οι φωτισμοί του Θωμά Οικονομάκου και το υφαντό της Μαρίας Γονίδου.
Ας σημειωθεί πως η παράσταση, σε σκηνοθεσία Δέσποινας Γκάτζιου αλλά με ερμηνεύτρια την Σοφία Καλλή, πρωτοανέβηκε στις 17 Οκτωβρίου στην Κύπρο, στο Εγκώμιο Πολιτιστικό Κέντρο της Λευκωσίας, όπου και παίζεται ακόμα -και θα παίζεται παράλληλα με την ελληνική παράσταση.
Δεν έχω κλείσει ακόμα τους λογαριασμούς μου με τον Άρπαντ Σίλινγκ και τη «Μέρα οργής» του, την πρώτη των φετινών «Transitions 3» που είδα στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών». Εγώ ενθουσιάστηκα. Ενθουσιάστηκαν κι άλλοι. Υπήρχαν όμως κι οι αντιφρονούντες. Οι οποίοι, λέει μια φίλη μου, «έξαλλοι, έπληξαν με τα κλισέ του, το βρήκαν παλιό και μίζερο». Όπως το αντιλαμβάνεται κανείς. Εγώ, πάντως, δεν πιστεύω, γνωρίζοντας τη δουλειά του απ’ το παρελθόν, ότι ο Σίλινγκ χρησιμοποίησε κλισέ -η απολυμένη, η τύφλωση της μάνας, η κατάληξη της κόρης, η αυτοκτονία του φινάλε…- τυχαία. Αλλά πως, αντίθετα, τα χρησιμοποιεί συνειδητά υπονομεύοντάς τα, ακολουθώντας τη μπρεχτική μέθοδο, με τα «στεγνά», «διδακτικά» τραγούδια. Και πιστεύω πως ο Σίλινγκ από έναν άλλο δρόμο έχει καταλήξει εκεί που κατέληξε κι ο Πίτερ Μπρουκ: στην απόλυτη λιτότητα της ουσίας. Με όργανα μερικούς εξαίρετους ηθοποιούς.
Με την ευκαιρία να σας αποκαλύψω πως ανακάλυψα στις παραστάσεις των «Transitions» παλιούς γνώριμους. Τρεις μέχρι τώρα. Και τους -τις- τρεις απ’ τον αξέχαστο, σ’ όσους τον είδαμε το 2007, στο Φεστιβάλ Αθηνών, «Γλάρο» του Άρπαντ Σίλινγκ, μέλη τότε του «Κρέτακορ»:
Η Λίλα Σάροσντι, σπουδαία ηθοποιός και γλυκύτατη, με χιούμορ, όπως προέκυψε απ’ τη δημόσια συζήτηση μετά την παράσταση που είδα, η έξοχη νοσοκόμα Έρζι στην «Μέρα της οργής», γυναίκα του σκηνοθέτη
και μάνα των δυο παιδιών τους, ήταν η επίσης έξοχη Μάσα στον «Γλάρο».
Κι η Άνναμαρία Λανγκ που έπαιζε διάφορους ρόλους, όπως τη φίλη της Έρζι και την καθηγήτρια της κόρης της, η ωσαύτως έξοχη Νίνα του «Γλάρου». Και παραμένουν κι οι δυο τους ακόμη στο «Κρέτακορ».
Την τρίτη -με το θίασο του Μπέλα Πίντερ πια, στην παράσταση «Τα μυστικά μας»- την αναγνώρισα άμα τη εμφανίσει: η Έστερ Τσάκανι, η Αρκάντινα του «Γλάρου», με τη φωνή τσέλο. Ήταν η Γιατρός Σάντετσκι και ο Κύριος Πάντσελ, ανώτερο στέλεχος του ουγγρικού κομμουνιστικού καθεστώτος -ρόλος ανδρικός.
Συγκίνηση, να ξαναβρίσκεις, οκτώμισι χρόνια μετά, ηθοποιούς που σε συγκλόνισαν και να διαπιστώνεις πως δεν ήταν τυχαίο.
Όχι άλλη «Δεσποινίς Julie» παρακαλώ! (Ή «Δεσποινίς Τζούλια» ή όπως, τέλος πάντων, θέλετε να τη λέτε). Όχι άλλη «Δεσποινίς Julie»! ΟΧΙ ΑΛΛΗ «ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ JULIE»!!! Μα δυο, και τρεις παραστάσεις, ΚΑΘΕ σεζόν, του έργου του Στρίντμπεργκ; Σ’ όλες τις εκδοχές- κλασικές, πειραματικές, ακαδημαϊκές, ανατρεπτικές, χοροθεατρικές, επαγγελματικές, ερασιτεχνικές…; Ε, δεν παλεύεται. Ώσπου να κατεβεί η μια, ανεβαίνει η άλλη, Το ξέρω, ναι, έχει τρία μόνο πρόσωπα, ναι, το τραγουδιστικό/χορευτικό ιντερμέδιο με τους χωριάτες κόβεται πανεύκολα, ναι, ένα σκηνικό χρειάζεται, άρα βολικό το έργο, αλλά basta! Έγκωσα. Συγγνώμη, δεν το αντέχει πια άλλο ο οργανισμός μου. Overdose!
Δεν έχουν κάνει, τελικά, τους «Τσέντσι» του Αντονέν Αρτό. Έχουν κάνει -η Ιόλη Ανδρεάδη μαζί με τον Άρη Ασπρούλη- ένα δικό τους θεατρικό έργο για τρία πρόσωπα που βασίζεται στο έργο του Αρτό αλλά και στην ομώνυμη νουβέλα/χρονικό του Σταντάλ. Και η Ιόλη Ανδρεάδη -που υπογράφει και τη σύλληψη και τη μετάφραση των πρωτότυπων κειμένων- την ανέβασε -συνεχίζοντας τη σκηνική μελέτη της πάνω στον Αρτό μετά το μονόλογο «Αρτώ/Βαν Γκογκ, avec un pistolet» που έκανε πέρσι με ερμηνευτή τον Ιωάννη Παπαζήση- στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», στον Υπόγειο Χώρο του.
Μια παράσταση σχεδόν ακίνητη, «σκοτεινή», απόλυτα στιλιζαρισμένη που, όμως, μεσ’ απ’ την «ακινησία» της εκλύει ενέργεια κατεβάζοντας με δέος, σαν μέσα απ’ τη βιτρίνα ενός μουσείου, αυτή τη «θλιμμένη τραγωδία τεράτων», όπως τη χαρακτηρίζει η Γλυκερία Μπασδέκη στον πρόλογό της στο καλοφτιαγμένο πρόγραμμα/βιβλίο (Κάπα Εκδοτική) με το κείμενο του έργου. Κι οι τρεις ηθοποιοί έχουν τη δύναμη να το κάνουν: Ελεάνα Καυκαλά, Μαρία Προϊστάκη, με κορυφαίο τον Μιλτιάδη Φιορέντζη που χαράζει στη μνήμη αυτόν τον τερατώδη Κόμη Τσέντσι.
Πήγαινα στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου» επιφυλακτικός: δυο ηθοποιοί -ο ένας, ο Γεράσιμος Μιχελής, με πείρα, ο άλλος, ο Γιώργος Χριστοδούλου, νεαρός, με πολύ μικρότερη- να συν-αυτό-σκηνοθετούνται. «Ο μικρός Χίτλερ» του Άρνολντ Μπέρνφελντ (ψευδώνυμο, λέει, του συγγραφέα που πάντα γράφει με ψευδώνυμα), το έργο: μια σειρά από φανταστικές ψυχαναλυτικές σεάνς του 23χρονου Άντολφ Χίτλερ με τον Σίγκμουντ Φρόιντ στο ντιβάνι του γραφείου του, στην Βιένη του 1909 -ή τι θα μπορούσε ο κόσμος να ’χει γλυτώσει αν πετύχαιναν… Ένα κείμενο σαρκαστικό, σχεδόν κυνικό, που αντιμετωπίζει τον Χίτλερ όχι ως τέρας αλλά ως -πολύ προβληματικό…- άνθρωπο. Δεν ξέρω σε τι βάθος έφτασε η δραματουργική επεξεργασία της Σέβης Ματσακίδου και πόσο έγιναν επεμβάσεις για ν’ αποφευχθούν «παρεξηγήσεις» -πρόσεξα πως στην πρώτη σελίδα του προγράμματος της παράστασης έχει επικολληθεί αυτοκόλλητο που, σε αντίθεση με το εξώφυλλο, γράφει «βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Άρνολντ Μπέρνφελντ»…- αλλά το κείμενο που έχει προκύψει είναι, κατά τη γνώμη μου, πολύ, πολύ καλά ισορροπημένο.
Οι δυο ηθοποιοί/σκηνοθέτες, εκτός του ότι τα δίνουν όλα -αγνώριστος ο νεαρός Χριστοδούλου ως νεαρός Χίτλερ-, έχουν κατορθώσει το ακατόρθωτο: χωρίς να υπάρχει τρίτο μάτι να ’χουν δεθεί τέλεια και να ’χουν δώσει στην παράσταση άψογους ρυθμούς. Που τρέχουν, διακοπτόμενοι από σύντομα, α λα καμπαρέ, «νούμερα» και τραγούδια -η, άψογα εναρμονισμένη με τη σκηνοθεσία, μουσική, του Χαράλαμπου Γωγιού- τα οποία αποστασιοποιούν μπρεχτικά το θεατή.
Σας συστήνω την παράσταση ανεπιφύλακτα. Έχει πολύ -δηκτικό- χιούμορ και στο βάθος… σκοτάδι, κατά πώς είναι κι η τελευταία λέξη του έργου, την οποία εκφέρει ο Φρόιντ. Α, και να κλείσετε έγκαιρα θέση. Εγώ δυο βδομάδες παιδεύτηκα να βρω -η καλή δουλειά δεν αργεί να γίνει γνωστή…
(Η στήλη -το blog, γενικότερα-, θα ’ταν πιο in, πιο to the point αν έγραφε και κάτι σχετικό με τους νεκρούς της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι -έξι μέρες πριν. Ο υπογράφων, όμως, έχει δει ώς τώρα τις φωτογραφίες και τα βίντεο τόσων, μα τόσων νεκρών, σε τόσες, μα τόσες χώρες μέχρι τώρα -απ’ το Βιετνάμ μέχρι το Μαλί, απ’ την χιτλερική Γερμανία μέχρι την Ισπανία του Εμφύλιου, απ’ την Ελλάδα του δικού μας Εμφύλιου μέχρι την εξεγερμένη Ουγγαρία του ’56, απ’ την επαναστατημένη Αλγερία μέχρι την Τουρκία και την Συρία και τον Λίβανο… Προτιμάει, λοιπόν, κρατώντας τα συναισθήματά του για τον εαυτό του, τη σιωπή αντί για τις αναπεπταμένες μεσίστια tricolore. Κι από το «Je suis France», το «Je suis humain». Κι ας κινδυνεύει να εμπλακεί στις εμφύλιες συγκρούσεις που συγκλονίζουν, μέρες τώρα, το Facebook…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…)
No comments:
Post a Comment