October 29, 2015

Ιόβεια οργή ή Οι θεατράνθρωποι-μαϊμούδες


Το Τέταρτο Κουδούνι / 29 Οκτωβρίου 2015 

Χάρηκα. Που τις τελευταίες μέρες, τρέχοντας πάντα από θεάτρου εις θέατρον, κουρασμένος πια κι όχι και τόσο ανθεκτικός στα προσφερόμενα, μπορεί να ’δα και παραστάσεις που δε μου άρεσαν ή και που μ’ απογοήτευσαν αλλά είδα, αυτή τη φορά, κι αρκετές που με αναζωογόνησαν. Οπότε… και ξανά προς τη δόξα τραβώ.



Είναι στο θέατρο από παιδάκι. Επαγγελματικά απ’ το 2006. Ξεχώρισε πολύ γρήγορα -στη σκηνή, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση- ο Θανάσης Τσαλταμπάσης. Κωμικός. Ευφάνταστος, ευρηματικός, ταλαντούχος. Πολύ ταλαντούχος. Που αρέσει στον κόσμο. Και που, ταυτόχρονα, είναι συμπαθέστατος. Έπαιξε κι εύκολα πράγματα -η μοίρα του κωμικού στην Ελλάδα, όπου το κωμικό ταυτίζεται με τη μπαλαφάρα και την ξεπέτα και το κιτσαριό. Ο Θανάσης Τσαλταμπάσης δεν εκτροχιάστηκε πάντως. Κι όπως οι περισσότεροι κωμικοί, ήθελε, προφανώς, να κάνει κάτι περισσότερο, κάτι καλύτερο, κάτι «σοβαρότερο» -να κάνει στροφή.
Αυτές τις φιλοδοξίες κι αυτές τις στροφές, συνήθως, αυτής της κατηγορίας οι ηθοποιοί, του «εμπορικού», τις υλοποιούν, καθώς τους δέρνει η ανασφάλεια, με όρους οι οποίοι πιστεύουν ότι μπορούν να τους διασφαλίσουν: είτε με δικούς τους ανθρώπους -σκηνοθέτες χωρίς φόντα- που μάλλον αυτοί είναι που θέλουν να πατήσουν πάνω στο «όνομα» και να το εκμεταλλευτούν και ν’ ακουστούν, είτε με σκηνοθέτες έγκυρους τους οποίους, στην τελική, οι ηθοποιοί δεν τους εμπιστεύονται, τους κρατούν σαν άλοθι και κάνουν, στο φινάλε, τα δικά τους -αυτά που ξέρουν και που πιστεύουν ότι αρέσουν στο κοινό τους-, είτε με, επίσης, έγκυρους που, όμως, στην έπαρση του Πυγμαλίωνα βυθισμένοι, ζητούν απ’ τις «Γαλάτειές» τους απ’ το «απλόχερο γέλιο» να μεταπηδήσουν στη μεταμοντερνιά -σάλτο μορτάλε, με καταστροφικά, συνήθως, αποτελέσματα.
Ο Θανάσης Τσαλταμπάσης πρότεινε στον Τσέζαρις Γκραουζίνις να συνεργαστούν. Εντελώς άλλου ύφους -απ’ το ύφος που ’χει συνηθίσει ο 34χρονος ηθοποιός- σκηνοθέτης. Κι επιπλέον -διπλό το ρίσκο- επέλεξαν, κατά πρόταση του Γκραουζίνις, το Βιβλίο του Ιόβ απ’ την Παλαιά Διαθήκη! Κείμενο δύσκολο. Πόσο μάλλον να γίνει θέατρο. Και μάλιστα μονόλογος. Ο Γκραουζίνις μυρίστηκε, καθώς φαίνεται, τι κρύβει μέσα του ο ηθοποιός Τσαλταμπάσης. Δεν τον καπέλωσε με σκηνοθετισμούς και «μεταδραματικά» κολπάκια. Αφαίρεσε απ’ το κείμενο τους θεολογισμούς, το πύκνωσε επιδέξια μέσα από μια δραματουργική επεξεργασία την οποία συνυπογράφει με τον ηθοποιό -«Ιώβ», ο τίτλος της παράστασης-, ανέδειξε τον φιλοσοφικό του χαρακτήρα, του ’δωσε σχεδόν πολιτική χροιά και μας δείχνει -προς έκπληξη, δική μου, τουλάχιστον- πως η περίφημη ιόβεια υπομονή ήταν πρώτα και πάνω απ’ όλα ιόβεια οργή.
Και μετά, μαλακά-μαλακά, άφησε το κείμενο, καθώς τα ελληνικά του, έστω κι αν έχει πια γίνει δικός μας, δεν είναι η πρώτη γλώσσα του λιθουανού σκηνοθέτη, να περάσει στα χέρια ή μάλλον στο στόμα του ηθοποιού. Κι ο Θανάσης Τσαλταμπάσης με μια εξαιρετική αίσθηση της γλώσσας, χωρίς τις υπερβολές και τους θεατρινισμούς στους οποίους, συνήθως, καταφεύγουν οι κωμικοί ηθοποιοί όταν βρεθούν ενώπιον «σοβαρών» και δραματικών κειμένων για να αποδείξουν πόσο δραματικοί και «σοβαροί» μπορούν να είναι, γείωσε το κείμενο και το κατεβάζει στο κοινό με ρυθμούς καθηλωτικούς, με εντάσεις και κορυφώσεις καλά μετρημένες, με μεταπτώσεις από πρόσωπο σε πρόσωπο που «ερμηνεύει» -ο Ιόβ, οι τρεις φίλοι του, ο Θεός…-, κρατώντας τις ισορροπίες και διατηρώντας, ανά πάσα, στιγμή τον έλεγχο.
Ο Θανάσης Τσαλταμπάσης έκανε τη στροφή του έγκαιρα. Πριν φτάσει στα πενήντα και στα εξήντα του, πριν φθαρεί στο χώρο που τον ζητάει και τον καλο(φαντάζομαι)πληρώνει. Θέλω να πιστεύω πως η στροφή του αυτή δεν είναι πρόσκαιρη. Και πως θα κρατηθεί στην καινούργια ευθεία κι ας είναι δύσκολος ο δρόμος. Θέλω να πιστεύω πως το κοινό θα τον ακολουθήσει. Και πως ο Θανάσης Τσαλταμπάσης δε θα τρομάξει, αν δεν τον ακολουθήσει. Αλλά ακόμα κι αν γυρίσει στα πιο εύκολα θέλω να ελπίζω πως δε θα ευτελίσει το τάλαντό του αλλά θα το αξιοποιήσει. Το αξίζει. Γι αυτό να πάτε να τον δείτε. ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ! Είμαι σίγουρος -εκτός απ’ τις δικές μου εισέπραξα και τις αντιδράσεις των θεατών που ’ταν μαζί μου στο «Ιλίσια Βολανάκης»- ότι θα γεμίσετε από θέατρο. Ναι, με το Βιβλίο του Ιόβ!  



Μεταφράζουν από γλώσσες που αγνοούν -μεταξύ των οποίων κι απ’ τα αρχαία ελληνικά- με… τιρμπουσόν τα -όποια…- αγγλικούλια τους. Μεταφράζουν στο ποδάρι εν μιά νυκτί. Μεταφράζουν έργα κλασικά άκοπα ερανίζοντας εν ψυχρώ -κανονικοί κλέφτες- από μεταφράσεις που προηγήθηκαν και που έγιναν με κόπο απ’ το πρωτότυπο, για να τσεπώσουν τα λεφτά. Μεταφράζουν τσαλαβουτώντας κι όπου δεν καταλαβαίνουν αμολούν μια πατάτα -«καλά, μωρέ, σιγά που θα την προσέξουν» σου λέει.
Διασκευάζουν/αλωνίζουν θεωρώντας τα κείμενα ξέφραγ’ αμπέλια. Γράφουν «κωμωδίες» με αστεία να τραβάς το καζανάκι όταν τ’ ακούς. Κλέβουν -όλο και συχνότερα, όλο και συχνότερα- έργα αλλοδαπά και πλιατσικολογούν σενάρια, επίσης αλλοδαπά, καταπατώντας τα πνευματικά δικαιώματα για να τα τσεπώσουν οι ίδιοι και να κάνουν και το κομμάτι τους, τους αλλάζουν τους τίτλους, τ’ ανακατώνουν με τη σκουριασμένη κουτάλα τους για να μην -υποτίθεται- τους καταλάβουν, καμιά φορά πετούν κι ένα «εμπνευσμένο» -ή «αντλημένο»- «από το έργο του ή της τάδε» για άλοθι, just in case.
Σκηνοθετούν λες και βγάζουν το κοπάδι στη βοσκή, με άθλια αποτελέσματα και μετά μπαίνουν στο «Αθηνόραμα», στην ηλεκτρονική σελίδα του, και ρίχνουν κατά ριπάς, με αλλεπάλληλα ψευδώνυμα, πέντε «αστέρια» για τις παραστάσεις τους στις, λεγόμενες, «κριτικές του κοινού».
Προσκολλώνται σε κάτι σιτεμένους πρωταγωνιστές που ’χουν περάσει στα αζήτητα και τους πείθουν, τους ανόητους, πως, καθώς «θα συνεργαστούν με νέο αίμα», θα τους ανανεώσουν και θα τους ξαναφέρουν στην επικαιρότητα και πως ο Τύπος θα εκτιμήσει το «φιλονεϊκό άνοιγμά τους». Πείθουν αφελείς και αστοιχείωτους και απεγνωσμένους παραγωγούς πως θα τους τα φέρουν αν συνεργαστούν μαζί τους.
Χώνονται και διδάσκουν σε δραματικές σχολές και οργανώνουν σεμινάρια κι εργαστήρια. Έως και δημιουργικής γραφής -ποιοι; Οι κλέφτες! Εκμεταλλεύονται νέους ηθοποιούς, συνήθως μαθητές τους, που τους κουβαλούν, για μπούγιο -και φυσικά τσάμπα- στις παραστάσεις τους. Έχουν και μερικούς «δημοσιογράφους»-παπαγαλάκια του χεριού τους, που, με ανταλλάγματα, τους υμνολογούν έως και τους θεοποιούν. Κι ένα κοινό-χάνος να τα χάφτει ολ’ αυτά αμάσητα.
Και χρίονται, κάνουν όνομα, γίνονται αποδεκτοί, καθιερώνονται, κάποτε και με απίστευτη ταχύτητα, ως συγγραφείς, μεταφραστές, σκηνοθέτες, ιδρυτές και εμψυχωτές ομάδων… -θεατράνθρωποι σου λέει. Θεατράνθρωποι-μαϊμούδες σας λέω εγώ. Κι αποκτούν ύφος, μέγεθος και «κύρος». Και θράσος. Ιδού η φωτογραφία ενός μεγάλου, υπαρκτού τμήματος του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.


Τα κατάφερα να πάω στο «Αγγέλων Βήμα» και στο αξιέπαινο «Φεστιβάλ Διαρκείας Ελληνικού Έργου του 21ου Αιώνα» που οργανώνει εκεί η Λεία Βιτάλη και πρόλαβα να δω τις δυο -απ’ τις πέντε- παραστάσεις της περσινής διοργάνωσης -της πρώτης- που φέτος επαναλαμβάνονται -πέρσι είχα προλάβει να δω μόνο την «Εκκρεμότητα» του Τσιμάρα Τζανάτου σε σκηνοθεσία Βασίλη Νούλα.
Οι «Πόρτες» της Χρύσας Σπηλιώτη κινούνται σ’ ένα χώρο που η συγγραφέας κατέχει πια: να μιλάει για ανθρώπινες σχέσεις και δη ενδοοικογενειακές θίγοντας ιδιαίτερα σοβαρά θέματα με άμεσο, ανάλαφρο, αέρινο τρόπο και με χιούμορ. Δεξιοτεχνικά αναθέτοντας εδώ δέκα κύριους και δευτερεύοντες ρόλους σε τρεις μόνον ηθοποιούς. Κι ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος που υπογράφει τη σκηνοθεσία το πρόσεξε το έργο. Με τρεις ηθοποιούς ικανούς στη διάθεσή του -ο ίδιος, η Ευγενία Αποστόλου κι ο Σπύρος Βάρελης- καταφέρνει να στήσει μια γοργή, άμεση παράσταση.
Στις «Άγριες νότες» η Νίνα Ράπη είναι πιο απαιτητική: γράφει ένα πολιτικό έργο που συντίθεται από μονολόγους τεσσάρων προσώπων, οι οποίοι διασταυρώνονται. Δύσκολο το εγχείρημα, το μοίρασμα των ερωτηματολογίων στο κοινό δημιουργεί, κατά τη γνώμη μου, κοιλιά, και το φινάλε μοιάζει προβληματικό αλλά η σκηνοθέτρια Χρύσα Καψούλη κι οι τέσσερις ηθοποιοί -Τσιμάρας Τζανάτος κυρίως, Βάλια Παπαχρήστου, Λευτέρης Παπακώστας και Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη- μαζί με τον Κώστα Μπάρα απ’ το βίντεο- υπερασπίζονται θερμά το κείμενο.
Το συμπέρασμα απ’ τα δυο έργα -συν την περσινή εντελώς άλλου ύφους «Εκκρεμότητα»- που προκύπτει είναι ότι το Φεστιβάλ αυτό, ο θεσμός αυτός δεν είναι μόνον αξιέπαινος αλλά πως λειτουργεί και θετικότατα. Μακάρι να φέρει κι άλλα καλά -κι ακόμα καλύτερα- αποτελέσματα. 


«Ήταν ένα ασύλληπτα αφράτο σύννεφο, που ίσα ίσα τολμάς να το δαγκώσεις επειδή φοβάσαι μην το πληγώσεις. Και όταν μασάς την πρώτη μπουκιά, σκάει στα χείλη σου σινεμασκόπ χαμόγελο υπέρτατης ευτυχίας από υπέροχη γλύκα, ψεκασμένη με σταγονίδια θαλασσινής αύρας και μια σταλιά ξίδι. Ήταν η ψίχα ενός τεράστιου βασιλικού καβουριού από τη Νορβηγία [...]».
Στην αρχή νόμιζα πως ήταν Ελύτης. Μετά είδα πως ήταν απόσπασμα από κείμενο κριτικού γεύσης. Το ’χω κρατήσει για την ανθολογία μου.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

No comments:

Post a Comment