July 2, 2015

Το χαμένο στοίχημα της Επιδαύρου


Το Τέταρτο Κουδούνι / 2 Ιουλίου 2015 



Έγραφα για το Φεστιβάλ Αθηνών στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 11 Ιουνίου. Πως πιστεύω ότι διατηρεί ακόμα τη δυναμική του, παρά τα προβλήματα. Φίλη μού επεσήμανε πως υπάρχει και Φεστιβάλ Επιδαύρου… Δεν το ξέχασα. Άφησα να το σχολιάσω χώρια. Και καθώς αύριο κάνουν πρεμιέρα -για δες καιρό που διάλεξαν…- τα 61α Επιδαύρια με τις «Τρωάδες» του Σωτήρη Χατζάκη και του Εθνικού, το σχόλιο σήμερα είναι, ίσως, και πιο επίκαιρο.
Η κατάσταση στην Επίδαυρο, δυστυχώς, μοιάζει μη αναστρέψιμη. Ο Γιώργος Λούκος, ο πρόεδρος του Ελληνικού Φεστιβάλ, ξεκίνησε προ δεκαετίας με δηλώσεις περί αναμόρφωσης του Φεστιβάλ Επιδαύρου. Και στη συνέχεια, πολύ σωστά, διέκοψε τις επί «τριακονταετία» -ή δεν ξέρω πόσο- επιδαυριακές «αποκλειστικότητες» κάποιων αφυδατωμένων θεατρικών σχημάτων και κατακαθισμένων σκηνοθετών -και δέχτηκε γι αυτό σειρά σφοδρών επιθέσεων, επιστολών και διαμαρτυριών-, πολύ σωστά ανέκοψε την ανοδική πορεία κάποιων παραγωγών που το μόνο που σκέφτονταν ήταν τι προμόσιον θα κάνουν μέσω Επιδαύρου για να προωθήσουν την περιοδεία των παραστάσεών τους που ακολουθούσε -κι έτυχε γι αυτό σειράς υπονομεύσεων-, πολύ σωστά περιόρισε τον αριθμό των παραστάσεων -πόσες ενδιαφέρουσες φεστιβαλικές παραστάσεις μπορούσε να δώσει κάθε καλοκαίρι το ελληνικό θέατρο;- και περιόρισε τη διάρκειά του -κι είχε γι αυτό σειρά επιθέσεων και διαμαρτυριών απ’ τους ντόπιους ξενοδόχους και ταβερνιάρηδες (οι οποίοι εν Ελλάδι θεωρούνται lobby αποφασιστικής σημασίας για τη διαμόρφωση του προφίλ ενός φεστιβάλ!) με το απολύτως φεστιβαλικής πειστικότητας και επιπέδου επιχείρημα ότι χάνουν πελατεία…-, πολύ σωστά κάλεσε νεότερους να σκηνοθετήσουν, πολύ σωστά άνοιξε το Φεστιβάλ σε ξένους θιάσους. Αλλά… Αλλά όραμα για το Φεστιβάλ Επιδαύρου απεδείχθη, τελικά, πως δεν είχε. Κι ας έγιναν εκεί, επί θητείας του, μερικές παραστάσεις-γεγονότα. Το γεγονός είναι πως το στοίχημα χάθηκε.
Ούτε άξονα κατάφερε να βρει και φιλοσοφία να διατυπώσει -το Φεστιβάλ είναι για το αρχαίο δράμα μόνο ή όχι; Κι αν όχι, όπως πιστεύει, με ποιο κριτήριο επιλέγεις ποιους και να παίξουν τι εκεί; Όποιους σου τύχουν;-, ούτε τη φεστιβαλική «ανεξαρτησία» των κρατικών Θεάτρων -που ό,τι κι όποιους θέλουν επιλέγουν και χώνουν ως ειλημμένη απόφαση στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ, ερήμην του, συμφωνεί-δε συμφωνεί, και που τα ταμεία κι όλη η οργάνωση των παραστάσεών τους είναι αποκλειστικά δικά τους χωρίς να δίνουν στο Φεστιβάλ κανένα λογαριασμό, ως κράτος εν κράτει- κατάφερε να περιορίσει -νύξη καν δεν έγινε…-, ούτε στις πιέσεις των εγχωρίας κοπής σταρ που στην Επίδαυρο πιστεύουν ότι βρίσκουν τη δικαίωση κατάφερε για πολύ ν αντισταθεί, ούτε αποκλειστικότητα να επιβάλει στις παραστάσεις του Φεστιβάλ επιχείρησε.
Λάθος του, επίσης, κατά τη γνώμη μου, ήταν το τεράστιο, χιλιάδων θέσεων, θέατρο του Πολυκλείτου να το εμπιστευτεί σε νέους, φιλόδοξους ταλαντούχους μεν αλλά άπειρους σκηνοθέτες, οι οποίοι, πέραν καλών ή κακών αποτελεσμάτων, ούτε το χώρο μπόρεσαν να κουλαντρίσουν ούτε κοινό, πέραν του στοιχειώδους, να συγκεντρώσουν αφήνοντας με τις παραστάσεις τους μια εικόνα άδειου θεάτρου ενώ υπάρχει το Μικρό Θέατρο που κάλλιστα θα μπορούσε ν’ αφιερωθεί -αλλά συστηματικά- στον πειραματισμό. Το Μικρό Θέατρο, που στο πρόγραμμά του, το Φεστιβάλ, ανακατεύοντας συναυλίες τραγουδιστών και κλασικής μουσικής με κάποιες παραστάσεις, επίσης δεν κατάφερε να δώσει συγκεκριμένο χαρακτήρα -ενώ, όταν ξεκίνησε με οργανωτή το Μέγαρο Μουσικής, με τον «Μουσικό Ιούλιο», είχε ένα ξεκάθαρο -μουσικό- πρόσωπο.
Η οικονομική κρίση ήταν το κερασάκι. Το Ελληνικό Φεστιβάλ αδυνατώντας να επιχορηγήσει μεγάλες παραγωγές για την Επίδαυρο εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια, ξεχείλωσε και πάλι το πρόγραμμα -στα εννιά διήμερα το ’χει φτάσει πάλι-, σταμάτησε τις προσκλήσεις σε ξένους θιάσους και ουσιαστικά, κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, «ενοικιάζει» το θέατρο σε παραγωγούς παραδίδοντας ένα πρόγραμμα που έντονα θυμίζει το παρελθόν -το οποίο κατηγορήθηκε ως φαύλο- κι όπου συμφύρονται χιλοπαιγμένες «Τρωάδες» και δημοφιλείς -και καθ’ όλα άξιοι- κωμικοί σε χιλιοπαιγμένους Αριστοφάνηδες με το Θέατρο «Νο» σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού…
Όλο και ήλπιζα πως κάτι θ’ αλλάξει στο τελματωμένο μέχρι το 2006, όταν ανέλαβε ο Λούκος, τοπίο του Φεστιβάλ Επιδαύρου, τώρα πια, με τη σημερινή κατάσταση των πραγμάτων, ναι, μπορεί κάποιες σημαντικές παραστάσεις να συνεχίσουμε να βλέπουμε αλλά, για να παραφράσω τον Καζαντζάκη, δεν ελπίζω τίποτα, δεν πιστεύω τίποτα, πολλά είναι που φοβάμαι…




Είναι πλάστης, είναι οικοδόμος, είναι δημιουργός μοναδικών, συνταρακτικών εικόνων στο θέατρο. Ο Ρομέο Καστελούτσι. Εικόνες δυνατές, ρωμαλέες, καθολικές, οικουμενικές, κοσμογονικές, συμπαντικές γεννιούνται απ’ το μυαλό και τα χέρια του πάνω στη σκηνή. Με μια εκρηκτική ενέργεια. Εικόνες που απλώνονται απ’ την ευτέλεια ενός κάδου σκουπιδιών μέχρι μια εποχή όπου το μέλλον συναντάει την ανθρώπινη προϊστορία, που απλώνονται απ’ την άγρια βία, το αίμα, τα σκατά και το ανείπωτο μέχρι την άφατη τρυφερότητα. Εικόνες που σε καθηλώνουν.
Που σφηνώνονται στη μνήμη και παραμένουν ανεξίτηλες. Αλλά οι εικόνες του δεν είναι απλώς υψηλής αισθητική πλάνα, ταμπλό βιβάν. Έχουν ένα ιδιαίτερο θεολογικό, φιλοσοφικό, οντολογικό βάθος. Αναδύουν ένα σπαραγμό. Ναι, εστετισμός είναι, αλλά ένας εστετισμός που σε αναστατώνει, σε διαπερνά. Ακόμα και μέσα απ’ τις πολλές- σιωπές του.
Το «Go Down, Moses» του -με τον αντλημένο απ το γκόντσπελ τίτλο- που μας έφερε το Φεστιβάλ Αθηνών στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» επιβεβαίωσε αυτό που πιστεύω για τον Καστελούτσι: ότι αγαπάει να κάνει εφέ, να εντυπωσιάζει, να σοκάρει αλλά δεν είναι εφετζής. Είναι Δημιουργός. Έχει και πάλι πλάσει εικόνες που συνθέτουν αρμονικά, μαζί με τις μουσικές, τα σκηνικά-γλυπτά, τα κοστούμια, τους φωτισμούς, έναν άγριο, πρωτόγνωρο κόσμο, μαγικό, που χώνεσαι και χάνεσαι μέσα του. 
Ένας συγκαιρινός μας Φράνσις Μπέικον του θεάτρου (Οι φωτογραφίες, εκτός της πρώτης, της Εύης Φυλακτού).


Μεταφορά εκ του χειμερινού… Σας έγραφα για κάποιες παραστάσεις της περασμένης χειμερινής/ανοιξιάτικης σεζόν, που πολύ εκτίμησα αλλά δεν κατάφερα να γράψω κάτι γι αυτές στην ώρα τους κι έχω τύψεις γι αυτό. Για κάποιες ήδη σας έγραψα. Αναδρομικά. Να συμπληρώσω σήμερα και για κάποιες άλλες -τους το οφείλω.
Στην αρχή της σεζόν είχα την τύχη να δω στο «Θέατρο του Νέου Κόσμου»- απ’ την ομάδα «Ατονάλ» που επαναλάμβανε την παράσταση για δεύτερη χρονιά -το «Εσωτερικό» του Μορίς Μετερλένκ. Ένα καταπληκτικό ποιητικό θεατρικό κομμάτι του βέλγου συμβολιστή συγγραφέα, με θέμα -θέμα βαρύ- το πένθος, γραμμένο για μαριονέτες, που πρωτοεκδόθηκε το 1894 κι έκανε πρεμιέρα το 1895 αλλά είναι σα να ’χει γραφτεί σήμερα.
Η σκηνοθέτρια Σοφία Μαραθάκη, πάνω στην έξοχη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη και σε μια εξαιρετικά αρμονική συνεργασία -συγκυρία ευτυχής- με την Ελένη Τριανταφυλλοπούλου που ’κανε τη δραματουργική επεξεργασία, την Εύα Μαραθάκη που υπέγραφε τα έξοχα σκηνικά, την Ιωάννα Τσάμη στα κοστούμια, τον Βασίλη Τζαβάρα στη μουσική, την Βρυσηίδα Σολωμού στην επιμέλεια της κίνησης και τον Σάκη Μπιρμπίλη στους φωτισμούς και με τους επτά ηθοποιούς της -Νέστωρ Κοψιδάς, Εύα Νικηφόρου, Αλεξάνδρα Ντεληθέου, Κώστας Κορωναίος, Κωνσταντίνος Παπαθεοδώρου, Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Σωτήρης Τσακομίδης- που πιστά υλοποίησαν το όραμά της ενώ, παράλληλα, η σκηνοθέτρια ανέδειξε τις προσωπικότητές τους, ξεκινώντας από τις κουκλοθεατρικές ρίζες του έργου, δημιούργησε, με μεγάλη προσοχή, ένα συγκλονιστικό λαμέντο -έναν σκηνικό θρήνο- καθόλου κραυγαλέο. Μια παράσταση έξυπνα -κι όχι εξυπνακίστικα…- μοντέρνα, με επίπεδα, με τους σωστούς ρυθμούς… Την οποία, αν ξαναπαιζόταν, θα ’τρεχα να την ξαναδώ. Μια παράσταση που ξεχώριζε απ’ το σωρό των χωρίς έρμα νεανικών θεατρικών προσπαθειών -απ’ τις ευτυχείς, για μένα, στιγμές της περασμένης σεζόν.


Το «Αχ! /(Ξανα)διαβάζοντας την ‘Κερένια κούκλα’ του Κωνσταντίνου Χριστομάνου», πάλι, ήταν, κατά τη γνώμη μου, η πιο ολοκληρωμένη, η πιο αποτελεσματική δουλειά της ομάδας «Bijoux de Kant» και του σκηνοθέτη Γιάννη Σκουρλέτη. Με αρωγούς τη μουσική του Κώστα Δαλακούρα, τη σκηνική εγκατάσταση του Ανδρέα Κασάπη, την επιμέλεια της κίνησης του Τάσου Καραχάλιου, τα κοστούμια της Δήμητρας Λιάκουρα και τους φωτισμούς της Χριστίνας Θανάσουλα,
ο Γιάννης Σκουρλέτης δεν έστησε απλώς άλλη μια γοητευτική αισθητικά παράσταση. Με φορέα την περίτεχνη, καίρια ανάπλαση της νουβέλας του Χρηστομάνου απ’ την Γλυκερία Μπασδέκη οδήγησε τους ηθοποιούς του - την Λένα Δροσάκη, τον Τάσο Καραχάλιο, την Κατερίνα Μισιχρόνη και την Αγνή Παπαδέλη-Ροσσέτου- σε μια αποφασιστική κατάδυση στο κείμενο και την παράσταση σ’ ένα σφιχτό, εξαίρετο αποτέλεσμα.


Ήθελα οπωσδήποτε να γράψω και για την καταπληκτική παράσταση απ’ τον Θωμά Μοσχόπουλο του «Μότζο» του Τζεζ Μπάτεργουορθ (που ’δα στο κλείσιμο της σεζόν στην «Πόρτα»). Επειδή θα επαναληφθεί το φθινόπωρο άφησα να γράψω τότε. Πιο αναλυτικά.
Οφείλω, όμως, να πω πως η θεατρική αυτή χρονιά ανήκε στον Θωμά Μοσχόπουλο. Δεν ήταν μόνο η επιτυχία που χε η πρώτη υπό την καλλιτεχνική διεύθυνσή του θεατρική περίοδος της «Πόρτας» της Ξένιας Καλογεροπούλου με τα ανοίγματα στα οποία προχώρησε.
Ήταν ΚΑΙ οι τρεις παραστάσεις που ’κανε: Το απευθυνόμενο -τυπικά…- σε παιδιά «Μυστήριο της πολιτείας Χάμελιν», το οποίο συνυπέγραψε -κείμενο και σκηνοθεσία- με τον στενό συνεργάτη του στις μουσικές Κορνήλιο Σελαμσή, ο «Λίλιομ» του Φέρεντς Μόλναρ -όπου έκανε και την απόδοση- και ο περί ου ο λόγος «Μότζο» στον οποίο υπέγραφε και την -ένα επίτευγμα!- μετάφραση.
Ελπίζω κι εύχομαι στην ίδια καλή σειρά να μπει κι η «Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Ευριπίδη που ετοιμάζει με το ΚΘΒΕ -και για Επίδαυρο. Ότι στην παράστασή του θα ’χει, σε μια γενικά καλή διανομή, για Ιφιγένεια την Αμαλία Μουτούση και για Ορέστη τον Γιώργο Χρυσοστόμου σημαίνει πως ήδη διαθέτει δυο μεγάλα ατού. Φαντάζομαι πως θα τα χρησιμοποιήσει εποικοδομητικά.



Ναι, δεν έγραψα τίποτα σήμερα για το δημοψήφισμα. Και τον Αρμαγεδδώνα… Όχι γιατί αποφεύγω να πάρω θέση -θέση σαφέστατα κι έχω. Αλλά την κρατώ για τον εαυτό μου και τους δικούς μου. Και για όσους με ρωτήσουν. Δημοσίως μ’ έχουν υπερκαλύψει οι τόσοι επί του θέματος ειδήμονες συμπολίτες μου. Αρκούμαι στο:
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

No comments:

Post a Comment