July 29, 2015

«Βερενίκη» lost in space…


Το έργο. Ρώμη, έτος 79 μ. Χ. και τον αυτοκράτορα της Ρώμης Βεσπασιανό που πεθαίνει διαδέχεται ο γιος του Τίτος. Στην Ρώμη, κοντά του, ως επίσημη ερωμένη, βρίσκεται η εβραία πριγκίπισσα Βερενίκη, κόρη του Ηρώδη Αγρίπα Α΄ και αδελφή του Ηρώδη Αγρίπα Β΄, που φέρει τον τίτλο της βασίλισσας της Παλεστίνης -ρωμαϊκής, έτσι κι αλλιώς, επαρχίας. Όλοι συμπεραίνουν πως έφτασε η στιγμή που ο Τίτος θα την κάνει γυναίκα του. Ο αυτοκράτορας, όμως, αφουγκράζεται -φωτισμένος ηγεμόνας γαρ…-, μέσα από τους ανθρώπους του, και μετράει τη δυσαρέσκεια της δημόσιας γνώμης -που δεν έχει ξεχάσει την περίπτωση της Κλεοπάτρας…-, στην πιθανότητα γάμου του με μία ξένη βασίλισσα. Και, τελικά, διαλέγει, παρά τον πολυετή έρωτά τους με την Βερενίκη, το καθήκον του προς την Ρώμη.
Ο Αντίοχος, βασιλιάς της Κομαγινής -βασίλειο κάπου στα εδάφη της σημερινής νοτιοανατολικής Τουρκίας, το οποίο, επίσης, έχει γίνει ρωμαϊκή επαρχία- είναι ο έμπιστος φίλος του στον οποίο αναθέτει να πάει το δυσάρεστο μαντάτο στην Βερενίκη. Μόνο που ο Αντίοχος, βαθιά -και κρυφά- ερωτευμένος μαζί της επί πέντε χρόνια, καθώς ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει την Ρώμη μη αντέχοντας να δει την Βερενίκη να παντρεύεται με τον Τίτο, όταν τη συνάντησε για να τη χαιρετήσει, της έχει αποκαλύψει το λόγο για τον οποίο φεύγει. Γι αυτό και αποφασίζει να μην της μεταφέρει το μήνυμα του Τίτου -δεν είναι ο κατάλληλος άνθρωπος να το κάνει… Αλλά εκείνη τον συναντά και τον πιέζει να της πει την αλήθεια. Όταν της τη λέει -ότι ο Τίτος την απαρνιέται-, η Βερενίκη αρνείται να τον πιστέψει. Απελπισμένη επιδιώκει να συναντήσει τον ίδιο τον Τίτο που της επιβεβαιώνει την απόφασή του αλλά της ζητάει να μείνει στην Ρώμη ως παλλακίδα του. Η Βερενίκη ανακτά την υπερηφάνια της, αρνείται και ομολογεί στον Αντίοχο, που χάνει πια κάθε ελπίδα, πως φεύγει από την Ρώμη.
Και οι τρεις τους επιζητούν το θάνατο. Αλλά, όταν συναντηθούν και ο Αντίοχος εκμυστηρευθεί και στον Τίτο πως ήταν ερωτικός του αντίζηλος για την καρδιά της Βερενίκης, θα συναποφασίσουν, με την πρωτοβουλία εκείνης, πως θα ζήσουν. Μακριά πια ο ένας από τον άλλο και με την ανάμνηση αυτής της ιστορίας που έκανε και τους τρεις δυστυχισμένους. Η Βερενίκη και ο Αντίοχος φεύγουν χωριστά από την Ρώμη και ο Τίτος μένει μόνος. Με την εξουσία και το Καθήκον.
Ο Ζαν Ρασίν έγραψε την «Βερενίκη» του (1670) αντλώντας από τον ρωμαίο ιστορικό του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ. Σουητόνιο, σε αλεξανδρινό -δωδεκασύλλαβο- στίχο, ως μία ερωτική τραγωδία πολιτικής αναγκαιότητας με απώτερο στόχο να κολακεύσει το βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄: ένας φωτισμένος ηγέτης που θέτει το συμφέρον του λαού του πάνω από το προσωπικό του συμφέρον και από την προσωπική του ζωή. 
Σήμερα, βέβαια, το έργο ηχεί τρομερά φλύαρο και στατικό αλλά δεν παύει να αποτελεί και ένα μπαρόκ κομψοτέχνημα. Αυτή τη φορά, μάλιστα, συνειδητοποίησα πως το συγκεκριμένο περίτεχνο κείμενο κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί προανάκρουσμα του Μαριβό και του μαριβοντάζ -του περιπεπλεγμένου διαλογικού σκηνικού ερωτικού παιχνιδιού- που τον επόμενο αιώνα εξέλιξε την κλασική γαλική ερωτική τραγωδία σε κωμωδία ερωτική.


Η παράσταση. Το έργο αυτό για να σταθεί σήμερα χρειάζεται μεγάλη σκηνοθετική δεξιοτεχνία. Ο Θέμελης Γλυνάτσης που ανέλαβε τη σκηνοθεσία δεν έχει μεγάλη πείρα. Το χειμωνιάτικο τολμηρό αφηγηματικό εγχείρημά του, όμως, στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» με τον «Ρομαντισμό» -τη σκηνική μεταφορά της τριλογίας του Χέρμαν Μπροχ «Υπνοβάτες»-, το οποίο εγώ είχα κρίνει ως άκρως επιτυχές, μου είχε δημιουργήσει την εντύπωση πως, αφού τα κατάφερε σε μία λογοκρατούμενη παράσταση θα τα κατάφερνε και με την «Βερενίκη». Διαψεύστηκα.

Ο νεαρός σκηνοθέτης χάθηκε στον σκηνικό χώρο που επέλεξε να παρουσιάσει το έργο: την ανοικονόμητη μεγάλη αίθουσα της «Πειραιώς 260», με τις αντηχήσεις -κάτι, τηρουμένων των αναλογιών, αντίστοιχο μ’ αυτό που έπαθε η Κατερίνα Ευαγγελάτου ανεβάζοντας τον «Ρήσο» στο Λύκειο του Αριστοτέλη. Επτά ηθοποιοί, διασπαρμένοι σε ένα χώρο αχανή, σχεδόν άδειο, αναγκαστικά -για να ακουστούν- με μικρόφωνα που αλλοίωναν τον έξοχο λόγο της -έμμετρης, ένα επίτευγμα- μετάφρασης του Στρατή Πασχάλη και έκαναν τις φωνές τους να ηχούν ξύλινες και, στις εντάσεις που τους ζητήθηκαν, απωθητικές και άναρθρες, περιφέρονταν αμήχανοι.

Ενώ ο σκηνοθέτης, ακόμα πιο αμήχανος, χωρίζοντας τη σκηνή, μέσα από τους φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου που απεγνωσμένα αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία προσπαθούσαν να βοηθήσουν, σε ζώνες οριζόντιες προς την εξέδρα των θεατών, αγωνιζόταν, επιδιδόμενος σε κακοχωνεμένους και καθόλου πειστικά υλοποιημένους σκηνοθετισμούς, να γεμίσει, όπως-όπως, το χώρο με παράλληλες δράσεις. Οι οποίες -πλήρες μασάζ του γυμνού αυτοκράτορα, ένα σεξουαλικό όργιο των τριών ακολούθων των τριών βασικών ηρώων, κάτι λεσβιακά Βερονίκης-Φοινίκης, ένα χαρτοπαίγνιο, το κατεβασμένο παντελόνι του Τίτου…-,
εκτός του ότι κραύγαζαν πόσο περιττές είναι, αποσυντόνιζαν εντελώς το θεατή και αποσπούσαν την προσοχή του, την εντελώς απαραίτητη για να προσλάβει τον πυκνό, δύσβατο λόγο. Και ενώ από την άλλη -σχιζοφρενικό!- είχε γίνει μεγάλη και, εν πολλοίς, επιτυχής προσπάθεια -και είναι από τα ελάχιστα θετικά που βρήκα στην παράσταση- να σπάσει ο περίπλοκος στίχος και να κατεβεί στο θεατή.
Τη χαριστική βολή έδινε η αισθητική της παράστασης: το μίζερο, αλειτούργητο, απλώς διακοσμητικό σκηνικό -κάτι σαν φωτιστικό, κρεμασμένο από το ταβάνι, με σωλήνες νέον και ανοιχτές μαύρες ομπρέλες, σαν απόνερα Ζογγολόπουλου- του Αδριανού Ζαχαριά και τα πέραν πάσης περιγραφής κοστούμια σε ασπρόμαυρο της Ελευθερίας Αράπογλου -σπάνια έχω δει τόσο κακόγουστη, κατά τη γνώμη μου, ενδυματολογική δουλειά…
Η πολύ ενδιαφέρουσα μουσική των Silent Move, παιγμένη ζωντανά, και τα α καπέλα τραγούδια από δύο καλές φωνές -τη μέτζο Αναστασία Κότσαλη και τον τενόρο Χρήστο Κεχρή- δεν έσωζαν το αποτέλεσμα.
Οι ερμηνείες. Οι καλοί ηθοποιοί της διανομής έδειχναν ακαθοδήγητοι, χωρίς επαφή μεταξύ τους και… ο σώζων εαυτόν σωθήτω.
Η Μαρία Ναυπλιώτου, άθλια ντυμένη -εκείνες οι μαύρες εσπαντρίγ…-, μακιγιαρισμένη και χτενισμένη -προς Θεού, ούτε το κάλλος της δεν μπόρεσε να εμπνεύσει την ενδυματολόγο; Έλεος!- έδωσε, με τις δυνάμεις που διαθέτει και το κύρος της, τον επώνυμο ρόλο ξέροντας τι λέει. Ακατάλληλος μου φάνηκε ο ικανός Νέστωρ Κοψιδάς για το ρόλο του Τίτου -καμία επαφή με την Βερενίκη. Ο εξαίρετος Ιερώνυμος Καλετσάνος-Αντίοχος στάθηκε στη σκηνή με επάρκεια -ίσως ο καλύτερος. Ο Σωτήρης Τσακομίδης-Αρσάκης -όταν δεν του ζητούσαν να ουρλιάζει-, η Αλεξάνδρα Ντεληθέου-Φοινίκη, ο -με κουκουλωμένο κεφάλι μέχρι το τέλος…- Θανάσης Δόβρης-Πάουλος και ο Κλήμης Εμπέογλου-Ρούτιλος εξυπηρέτησαν όσο μπορούσαν την παράσταση.
Το συμπέρασμα. Μία, κατά τη γνώμη μου, παταγώδης αποτυχία. Κρίμα.

«Πειραιώς 260»/Χώρος Δ, Φεστιβάλ Αθηνών, 24 Ιουλίου 2015.

No comments:

Post a Comment