June 30, 2015

Pina Bausch (27/7/1940-30/6/2009)


Πίνα Μπάους: σαν σήμερα, έξι χρόνια πριν. Θα αναδημοσιεύσω, στη μνήμη της, τρία κείμενα που έγραψα -δεν σώζονται μόνον οι τίτλοι. Το πρώτο, η κάλυψη του δικού της «Ορφέας και Ευρυδίκη» στην Επίδαυρο. Τα τρία, πιο σύντομα, σχόλια στη Στήλη «Δίκτυο», όταν μάθαμε πως απήλθε. Έτσι, ως αντίδοτο στις μέρες που ζούμε.



Αποστολή: Γιώργος Δ. Κ. Σαρηγιάννης
Είδα ανθρώπους να κλαίνε το Σάββατο στην Επίδαυρο. Αλλά, μερικές φορές, είναι δύσκολο να βρεις τα λόγια να περιγράψεις αυτό που είδες και ένοιωσες. Το «Ορφέας και Ευρυδίκη» της Πίνα Μπάους που παρουσιάστηκε από το Μπαλέτο της Εθνικής Όπερας του Παρισιού στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, στην κατηγορία αυτή υπάγεται.
Μέρος πρώτο-«Πένθος». (Το με τη μορφή «χοροόπερας» έργο του Γκλουκ παίχτηκε σε τέσσερα μέρη και τραγουδημένο στα γερμανικά, χωρίς ελληνικούς υπέρτιτλους -κι αυτό ήταν το παράπονο αρκετών θεατών). Ένα πατάρι στημένο στην ορχήστρα της Επιδαύρου, τριγύρω λευκές κουρτίνες να ανεμίζουν, ένα ξεριζωμένο, ξεραμένο δέντρο πεσμένο -κλαδεμένο από το Χάρο-, μία υποψία τύμβου εγκιβωτισμένου σε έναν τεράστιο κύβο από διάφανο βινίλιο και στην άκρη μία πανύψηλη, κατάλευκη μαντόνα με ένα μπουκέτο σκούρα κόκκινα τριαντάφυλλα στα γόνατά της. Και μία εικόνα πένθους. Φιγούρες απεγνωσμένες στα μαύρα, να περιφέρουν τον πόνο τους, το σώμα της Ευρυδίκης ανυψωμένο στα χέρια τους, με ένα μακρύ, λευκό πέπλο να σκεπάζει το πρόσωπο, και ο Έρωτας εναποθέτει στον «τάφο» ένα βαλσαμωμένο μαυροπούλι. (Η επόμενη φωτογραφία, της Εύης Φυλακτού).
Η υπό τον Τόμας Χένγκελμπροκ ορχήστρα και η χορωδία σε ειδικά φτιαγμένη «τάφρο», μπροστά από τη σκηνή, και πάνω της τρία «ζευγάρια» -τραγουδιστής και χορευτής: Ορφέας, Ευρυδίκη, Έρωτας. Ορφέας, η έξοχη μέτζο Μαρία Ρικάρντα Βέσελινγκ και ο Ιάν Μπριντάρ, Ευρυδίκη η σοπράνο Σβετλάνα Ντόνεβα και η συναρπαστική Μαρί-Ανιές Ζιλό, Έρωτας η σοπράνο Σουνάι Ιμ και η Μιτέκι Κούντο -οι τραγουδίστριες πάντα στα μαύρα.
Μέρος δεύτερο-«Βία». Μία τεράστια ξύλινη σύνθεση σαν αργαλειός, οι ψυχές, στα λευκά και τυφλές, πλέκουν και ξεπλέκουν τα νήματα της μοίρας -η μία με ένα τεράστιο καρβέλι στα χέρια- και ένα βίαιο τρίο -«επιστάτες» του Χάροντα;-, με ολόσωμες μαύρες πέτσινες ποδιές και κορυφαίο τον εκπληκτικό Βενσάν Κορντιέ: ο Ορφέας στον Άδη ψάχνει την Ευρυδίκη του.
Μέρος τρίτο-«Ειρήνη». Τριγύρω «καναπέδες» λαξευμένοι στην «πέτρα», λίγα λουλουδάκια που φυτρώνουν στις χαραμάδες του βράχου: Τα Ηλύσια Πεδία. Ο Ορφέας θα συναντήσει την Ευρυδίκη του. Έχει καταφέρει το ακατόρθωτο -κραταιά ως θάνατος αγάπη: να του δώσουν το ελεύθερο να την πάρει μαζί του στον Πάνω Κόσμο, αρκεί στο δρόμο της επιστροφής να αντέξει και να μη γυρίσει να την κοιτάξει -είναι ο όρος.
Μέρος τέταρτο-«Θάνατος». (Μικρές παύσεις-ανάσες για την αλλαγή των σκηνικών χώριζαν τα τέσσερα μέρη). Στη σκηνή το «διπλό» ζευγάρι. Ο Ορφέας δεν αντέχει και την κοιτάζει. Το ντυμένο στα μαύρα σώμα της Ευρυδίκης-τραγουδίστριας λυγίζει άψυχο. Το ντυμένο με ένα κατακόκκινο του έρωτα και της φωτιάς σώμα της Ευρυδίκης-χορεύτριας λυγίζει κι αυτό άψυχο και σωριάζεται κάθετα πάνω στο πρώτο. Ο Ορφέας-μέτζο γονατιστός πάνω τους θα τραγουδήσει το σπαρακτικό «Τι θα κάνω χωρίς την Ευρυδίκη». Και η Πίνα Μπάους της κίνησης για τη στιγμή αυτή θα επιλέξει την πλέον ιδιοφυή ιδέα της βραδιάς: την ακινησία. Ο χορευτής Ορφέας, πεσμένος στα γόνατα, διπλωμένος, συντριμμένος, θα μείνει πλάτη, ακίνητος, όσο ακούγεται η άρια. Και μετά -πώς γίνεται να ζήσει πια;- θα χαθεί μαζί με την Ευρυδίκη που τη σκότωσε η αγάπη του. Το μαύρο «τρίο» του Άδη βάζει ένα κομμάτι πορφυρό βελούδο κάτω από τα πέλματά του και το κορμί του λυγίζει στα χέρια τους σαν μια Πιετά για να το ωθήσουν, να το τσουλήσουν, πάνω στο βελούδο που γλιστράει στο δάπεδο, στο προσκήνιο όπου το εναποθέτουν ενώ η μέτζο Ορφέας σωριάζεται πάνω στα δύο σώματα της Ευρυδίκης, με το φωτισμό αμείλικτο πάνω στα τέσσερα νεκρά κορμιά -ένα φινάλε που χαράζεται πύρινο στη μνήμη.
Γεωμετρία έρωτα και θανάτου, ένα διαμάντι κατεργασμένο από μία ιδιοφυή δημιουργό στα πρώτα της, τότε, βήματα -η παράσταση, με τις μαρθαγκραχαμικές μνήμες έγινε το 1975 για το Χοροθέατρο του Βούπερταλ, αναβίωσε για το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού το 2005 και παρά τα τριάντα τρία της χρόνια μοιάζει ένα αξεπέραστο ιστορικό δημιούργημα-, το «Ορφέας και Ευρυδίκη» σημάδεψε όσους είχαμε την τύχη να το δούμε.
Το χειροκρότημα στο τέλος ήταν ενθουσιώδες και με «μπράβο» για όλους. Όταν όμως εμφανίστηκε στη σκηνή η Πίνα Μπάους -που είχε χειροκροτηθεί και κατά την είσοδό της στο θέατρο- ε, τότε ξέσπασε μία ομοβροντία ιαχών από τους θεατές που πολλοί τινάχτηκαν όρθιοι.

Έχουνε γνωρίσει οι πέτρες της Επιδαύρου εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια πολλές συγκινήσεις -οι οποίες τελευταία όλο και αραιώνουν, όλο και σπανίζουν… Η πεποίθησή μου είναι πως μετά από χρόνια θα μιλάμε -θα μιλάνε- για τις δύο βραδιές του «Ορφέας και Ευρυδίκη» της Πίνα Μπάους στην Επίδαυρο όπως μιλάμε σήμερα για την «Νόρμα» και την «Μήδεια» της Κάλλας: μία Μεγάλη Στιγμή. Κι ας έχουν «μικρύνει» απελπιστικά οι καιροί μας.
Η παράσταση, που λειτούργησε εξαιρετικά -μουσικά και σκηνικά- στην Επίδαυρο, σαν η γαλήνη της μουσικής του Γκλουκ και ο λυρισμός της χορογραφίας/σκηνοθεσίας της Πίνα Μπάους να γεννιόντουσαν από την ηρεμία του τοπίου, συγκέντρωσε 6000 με 6500 άτομα -κατάμεστη η περιορισμένη κατά τέσσερις κερκίδες κάτω ζώνη. Ανάμεσά τους, Κώστας Σημίτης, Ευάγγελος Αντώναρος, Γιάννος Παπαντωνίου, ο πρόεδρος του Ελληνικού Φεστιβάλ Γιώργος Λούκος, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ Νικήτας Τσακίρογλου, οι Κυρίες Ασπασία Παπαθανασίου -την είδα να βγαίνει πνιγμένη από τη συγκίνηση- και Σμάρω Στεφανίδου, Λευτέρης Βογιατζής, Γιώργος Βέλτσος, Βασίλης Νικολαΐδης, Κωνσταντίνος Καρύδης, Λία Μελετοπούλου, Λήδα Σάνταλα, Μιχάλης Γκανάς.

(Γράφτηκε στις 20 Ιουλίου 2008, δημοσιεύτηκε στα «Νέα» στις 21 Ιουλίου 2008).



«Ο Ορφέας δεν αντέχει και την κοιτάζει. Το ντυμένο στα μαύρα σώμα της Ευρυδίκης-τραγουδίστριας λυγίζει άψυχο. Το ντυμένο με ένα κατακόκκινο του έρωτα και της φωτιάς σώμα της Ευρυδίκης-χορεύτριας λυγίζει κι αυτό άψυχο και σωριάζεται κάθετα πάνω στο πρώτο. Ο Ορφέας-μέτζο γονατιστός πάνω τους θα τραγουδήσει το σπαρακτικό ‘Τι θα κάνω χωρίς την Ευρυδίκη’. Και η Πίνα Μπάους της κίνησης για τη στιγμή αυτή θα επιλέξει την πλέον ιδιοφυή ιδέα της βραδιάς: την ακινησία. Ο χορευτής Ορφέας, πεσμένος στα γόνατα, διπλωμένος, συντριμμένος, θα μείνει πλάτη, ακίνητος, όσο ακούγεται η άρια. Και μετά -πώς γίνεται να ζήσει πια;- θα χαθεί μαζί με την Ευρυδίκη που τη σκότωσε η αγάπη του. Το μαύρο ‘τρίο’ του Άδη βάζει ένα κομμάτι πορφυρό βελούδο κάτω από τα πέλματά του και το κορμί του λυγίζει στα χέρια τους σαν μια Πιετά για να το ωθήσουν, να το τσουλήσουν, πάνω στο βελούδο που γλιστράει στο δάπεδο, στο προσκήνιο όπου το εναποθέτουν ενώ η μέτζο Ορφέας σωριάζεται πάνω στα δύο σώματα της Ευρυδίκης, με το φωτισμό αμείλικτο πάνω στα τέσσερα νεκρά κορμιά -ένα φινάλε που χαράζεται πύρινο στη μνήμη. 


Έχουνε γνωρίσει οι πέτρες της Επιδαύρου εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια πολλές συγκινήσεις -οι οποίες τελευταία όλο και αραιώνουν, όλο και σπανίζουν… Η πεποίθησή μου είναι πως μετά από χρόνια θα μιλάμε -θα μιλάνε- για τις δύο βραδιές του ‘Ορφέας και Ευρυδίκη’ της Πίνα Μπάους στην Επίδαυρο όπως μιλάμε σήμερα για την ‘Νόρμα’ και την ‘Μήδεια’ της Κάλλας: μία Μεγάλη Στιγμή. Κι ας έχουν ‘μικρύνει’ απελπιστικά οι καιροί μας». Αντέγραψα από το περσινό μου κομμάτι για την τελευταία φορά που είδα δουλειά της Πίνα Μπάους  -Σάββατο 20 Ιουλίου 2008. Αυτές τις θεσπέσιες εικόνες της δεν θα τις ξεχνούσα. Τώρα, επιπλέον, τις κρατώ φυλαγμένες βαθιά μέσα μου. Όπως φαντάζομαι και όλοι όσοι ήμασταν εκεί. Πίνα Μπάους, Σας ευχαριστούμε.




1983 ήταν; 1984; Όταν την είδα για πρώτη φορά. Στην οθόνη: η τυφλή Πριγκίπισσα Λεριμία -δεν ξέρω αν το όνομα αυτό κάτι περισσότερο σήμαινε…- στο μεγάλο, «χάρτινο», τραγουδιστό, υπέροχα «ψεύτικο» «E la Nave Va» του Φεντερίκο Φελίνι. Μια λιγνή, ασκητική φιγούρα, με δυο γλυκά, στοχαστικά, μελαγχολικά μάτια που δεν τα ξεχνούσες ποτέ. Μέχρι τότε μόνο το όνομά της, συνδεδεμένο με τον σύγχρονο χορό που μετονομαζόταν σε χοροθέατρο, ήξερα. Το ’87 ήρθε για πρώτη φορά στο Ηρώδειο, στο Φεστιβάλ Αθηνών, με το δικό της Χοροθέατρο του Βούπερταλ και δύο σημαδιακές χορογραφίες της: «Καφέ Μίλερ» και «Η ιεροτελεστία της άνοιξης». Ήταν αποκάλυψη. Οι φίλοι του χορού τη λάτρεψαν. Ξανάρθε στο Φεστιβάλ -την επόμενη χρονιά με το «Κοντάκτχοφ», το ’92 με τα «Γαρύφαλλα», όταν γέμισε τη σκηνή του Ηρώδειου με κόκκινα γαρύφαλλα, το 2001 με το «1980». Και το 2006, όταν πια τις τύχες του Φεστιβάλ είχε αναλάβει ο φίλος της, ο Γιώργος Λούκος. «Πειραιώς 260» αυτή τη φορά. Με το εμβληματικό «Καφέ Μίλερ». Στο οποίο ακόμα χόρευε η ίδια. Πέρσι ο Λούκος μας έφερε τη δική της εκδοχή -«χοροόπερα»- στο «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Γκλουκ για το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού. Στην Επίδαυρο. Που της άξιζε. Και πολύ ταίριαζε στο έργο. Ήταν μια στιγμή συνταρακτική. «Γεωμετρία έρωτα και θανάτου, ένα διαμάντι κατεργασμένο από μία ιδιοφυή δημιουργό στα πρώτα της, τότε, βήματα, το ‘Ορφέας και Ευρυδίκη’ σημάδεψε όσους είχαμε την τύχη να το δούμε» έγραφα. Σας τα ’λεγα και χτες. Το χειροκρότημα στο τέλος ήταν ενθουσιώδες. Όταν όμως εμφανίστηκε στη σκηνή Εκείνη, ε, τότε ξέσπασε ομοβροντία ιαχών και ήταν πολλοί που τινάχτηκαν όρθιοι. Είδα ανθρώπους να κλαίνε εκείνο το Σάββατο στην Επίδαυρο. Πού να ξέραμε… Η μοίρα τα ’φερε έτσι ώστε να είναι η τελευταία φορά που είδαμε την Πίνα Μπάους στην Ελλάδα.



Σας έγραφα για το «Ορφέας και Ευρυδίκη» της Πίνα Μπάους που με συγκλόνισε πέρσι στην Επίδαυρο -όπως και τους περισσότερους που ήταν εκεί- και που έμελλε να είναι η τελευταία φορά που είδαμε την κορυφαία χορογράφο στην Ελλάδα. Παρέλειψα να αναφέρω πως υπήρχαν, όμως, και κάποιοι που βρήκαν τη χορογραφία «ξεπερασμένη». Δεν ξέρω αν ήταν οι ίδιοι που το 2001 βρήκαν πως το «1980» της  -που και σ’ εμένα δεν άρεσε- «δεν ήταν χορός» και που στο τέλος -άνθρωποι του χορού αυτοί, οι οποίοι ήξεραν καλά τι έχει προσφέρει η Πίνα Μπάους-, όρθιοι, την έκραζαν στο Ηρώδειο…

(Γράφτηκαν την 1 Ιουλίου 2009, δημοσιεύτηκαν στα «Νέα»).

No comments:

Post a Comment