July 28, 2015

Όταν κάτι που αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο...



Το έργο. 44 π.Χ. και ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας έχει ξεκαθαρίσει πια τους λογαριασμούς του με τον Πομπήιο και τους επιγόνους του και έχει απολύτως επικρατήσει στην Ρώμη και σε ολόκληρο το imperium. Ύπατος στην αρχή, δικτάτωρ με θητεία δέκα χρόνων κατόπιν, έχει, πλέον, ανακηρυχθεί από την Σύγκλητο Ισόβιος Δικτάτωρ -σχεδόν έχει θεοποιηθεί. Και φλερτάρει, τώρα, με το στέμμα. Το δημοκρατικό πολίτευμα -όπως τέλος πάντων, το εννοούσαν τότε- κινδυνεύει.
Στα Λουπερκάλια, μεγάλη ρωμαϊκή γιορτή, ο παρά τω Καίσαρι Μάρκος Αντώνιος, πρώτος έμπιστός του, του προσφέρει δημόσια το στέμμα τρεις φορές αλλά ο Καίσαρας θεατρινίστικα το αποποιείται, με τα πλήθη να αλαλάζουν -η αποθέωση του λαϊκισμού-πριν λιποθυμήσει -επιληπτική κρίση ή άλλο ένα κόλπο; Στην ίδια γιορτή, όμως, ένας Μάντης θα τον προειδοποιήσει πως αι Ειδοί του Μαρτίου (δηλαδή η 15η Μαρτίου στο ρωμαϊκό ημερολόγιο) είναι μία ημερομηνία κατά την οποία πρέπει να φυλάγεται. Δεν του δίνει σημασία. Όπως, όταν φτάνει αυτή η καταραμένη μέρα, δεν δίνει, τελικά, σημασία, αν και προς στιγμή δείχνει να κάμπτεται, στα τρομακτικά όνειρα που έχει δει την προηγούμενη νύχτα η σύζυγός του Καλπουρνία και δεν υποκύπτει στα παρακάλια της να μην πάει στη Σύγκλητο, αγνοώντας και τα κακά σημάδια που έχουν εντοπίσει οι οιωνοσκόποι, θεωρώντας τα φτηνές και αταίριαστες με το μέγεθός του προλήψεις. Και πηγαίνει. Εκεί τον περιμένει ο θάνατος.
Ο Γάιος Κάσιος Λογγίνος έχει οργανώσει εναντίον του, μαζί με τον Πόπλιο Σερβίλιο Κάσκα, τον Μέτελο Κίμβρο, τον Δέκιο Βρούτο, τον Κίνα και άλλα μέλη της ρωμαϊκής αριστοκρατίας συνωμοσία στην οποία έχει προσηλυτίσει και το φίλο του Καίσαρα Μάρκο Ιούνιο Βρούτο, τον επιφανέστερο όλων -και τον πιο έντιμο-, ο οποίος προσχώρησε αποκλειστικά για λόγους ιδεολογικούς. Οι συνωμότες δολοφονούν τον Καίσαρα στην Σύγκλητο αλλά ο Βρούτος με τα συνετά λόγια του -«το έκανα όχι γιατί αγαπούσα τον Καίσαρα λιγότερο, παρά γιατί αγαπούσα την Ρώμη περισσότερο»- κατευνάζει και παίρνει με το μέρος τους, για την ώρα, το αναστατωμένο πλήθος -που εύκολα πείθεται πως ο Καίσαρας ήταν ένας τύραννος.
Στην κηδεία του, όμως, ο σατανικά ρητορικός επικήδειος του Μάρκου Αντώνιου μεταστρέφει και πάλι τον λαό -τον πάντα ευκολόπιστο και πάντα προδομένο- που μετατρέπεται σε όχλο και ξεσηκώνεται κατά των δολοφόνων. Οι συνωμότες το σκάνε ενώ την εξουσία θα αναλάβει μία τριανδρία -Μάρκος Αντώνιος, Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος και Οκταβιανός, ο θετός γιος και κληρονόμος του Καίσαρα και κατοπινός, ως Αύγουστος, πρώτος ρωμαίος αυτοκράτορας. Ένας καινούργιος εμφύλιος πόλεμος ξεσπάει.

Το 42 π.Χ., δυόμισι χρόνια μετά τη δολοφονία του Καίσαρα, τα αντίπαλα στρατεύματα -Μάρκος Αντώνιος και Οκταβιανός από τη μία, Βρούτος και Κάσιος από την άλλη- θα συγκρουστούν στους Φιλίππους,. Οι δολοφόνοι του Καίσαρα ηττώνται και, για να μην πέσουν στα χέρια των εχθρών τους, αυτοκτονούν. Ο Μάρκος Αντώνιος, όμως, στο τέλος δεν θα έχει παρά μόνο λόγια τιμητικά για τον νεκρό Βρούτο, «τον μόνο που έπραξε ό,τι έπραξε για το κοινό καλό».
Ο Γουίλιαμ Σέξπιρ με τον «Ιούλιο Καίσαρά» του (1599;), τη μία από τις τρεις «ρωμαϊκές» τραγωδίες του, η οποία θα μπορούσε να καταταχτεί και στα ιστορικά του δράματα, αντλώντας από τον Πλούταρχο δημιουργεί μία μεγαλειώδη νωπογραφία. Η οποία, αν και πάσχει από την έλλειψη ενός κεντρικού προσώπου-άξονα -ο Καίσαρας δολοφονείται πριν από τα μισά του έργου και το βάρος, κατόπιν, πέφτει στο πρόσωπο του Βρούτου-, έχει σελίδες αξεπέραστες -όπως ο επικήδειος του Μάρκου Αντώνιου για τον Καίσαρα- που χαρακτηρίζουν έναν Σέξπιρ ώριμο πια.
Η παράσταση. Ο εγκατεστημένος στην Ελλάδα Λιθουανός Τσέζαρις Γκραουζίνις επέλεξε μία σύγχρονη γραμμή για την παράστασή του. Πάνω στην ανθεκτική ακόμα, παρά τα περισσότερα από 50 χρόνια της, μετάφραση που έχει κάνει ο Μίνως Βολανάκης, την οποία επεξεργάστηκαν δραματουργικά με χέρι αποφασιστικό -περικοπές, ισχυρή συμπύκνωση και κάποιες προσθήκες-, όπως εξυπηρετούσε τη σκηνοθεσία, ο ίδιος και η Μάρω Παπαδοπούλου, σχεδίασε μία παράσταση μεγάλης
ακρίβειας, με αυστηρά γεωμετρημένη, σχεδόν μηχανική κίνηση -κοντά στο χοροθέατρο θα μπορούσα να πω-, που μεταφέρει, με βλέμμα δηκτικό, το έργο στο σήμερα -ένας αγώνας για την εξουσία, που μοιάζει με ψυχρό γραφειοκρατικό παιχνίδι. Βρήκα εξαιρετικό τον τρόπο που ο Γκραουζίνις εφάρμοσε το έργο πάνω στην άποψή του χωρίς να εκβιάζει το κείμενο, χωρίς ακρότητες, κρατώντας τις ισορροπίες. Ο ενθουσιασμός μου αυξανόταν μέχρι τη δολοφονία του Καίσαρα.
Μετά άρχισε να καταλαγιάζει και να κατολισθαίνει ταχύτατα στην απογοήτευση -η πλήρης ανατροπή της αίσθησης που είχα στην αρχή: το μέτρο ξαφνικά χάνεται, οι σκηνοθετισμοί αρχίζουν να περισσεύουν, η δηκτικότητα μετατρέπεται σε κυνισμό και, σχεδόν, σε πλάκα, το έργο σε παρωδία -με μούτες, με κολπάκια, με έναν «Ειδικό» επί σκηνής, πρόσωπο που επεμβαίνει ως σκηνοθέτης και εκφράζει κρίσεις…- και το φινάλε, με τις αλλεπάλληλες αυτοκτονίες-γκαγκ, σε κινούμενα σχέδια. Σαν ο σκηνοθέτης -τον οποίο πολύ εκτιμώ και έχω συνδέσει με μερικές σπουδαίες παραστάσεις, όπως ο «Οιδίπους τύραννος» του Αιμίλιου Χειλάκη-, τελικά, καθόλου να μην εκτιμάει το έργο που ανέλαβε να σκηνοθετήσει. Ή σαν να θέλει να κάνει επίδειξη μεταμοντερνισμού. Μέχρι να τελειώσει η παράσταση -πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό-, ο ενθουσιασμός μου είχε εξανεμιστεί και είχε μετατραπεί σε οικτρή απογοήτευση.
Βρήκα, πάντως, καίρια τη δουλειά του Κένι ΜακΛέλαν στα λιτά αλλά ακριβή σκηνικά και, κυρίως, στα κοστούμια του -οι τα φαιά φέροντες της εξουσίας, σαν ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη- και σημαντική τη συμβολή του Μαρτίνας Μπιαλομπζέσκις με τη μουσική του και του Νίκου Βλασσόπουλου με τους φωτισμούς του.

Οι ερμηνείες. Ο Κώστας Μπερικόπουλος ως Καίσαρας, σε ένα ρόλο μεγέθους διαφορετικού από τη στόφα του, κάνει ένα άλμα και δίνει μία μεστή ερμηνεία, από τις καλύτερες τις καριέρας του. Αντίθετα βρήκα κάπως λίγο τον Βρούτο του καλού ηθοποιού Γιάννη Στάνκογλου και με κίνηση προβληματική -δεν ξέρω αν η θέση των ποδιών του και το λύγισμα της μέσης είναι σκηνοθετική οδηγία ή ελάττωμα. Με προβλήματα στην κίνηση και ο Δημήτρης Ήμελλος (Κάσιος), επίσης ηθοποιός καλός, επιδεικνύει μία υπερβολική σκηνική άνεση και αυτοπεποίθηση η οποία φοβάμαι πως οδηγεί στη μανιέρα. Ο Γιώργος Γάλλος δίνει κάπως χοντροκομμένα τον Μάρκο Αντώνιο. Ικανοποιητικούς βρήκα τον Χρήστο Σαπουντζή (Κάσκας), την Μάρω Παπαδοπούλου (Καλπουρνία) -τη θέλει το σανίδι, το πατάει γερά-, την Αφροδίτη Αντωνάκη (Πόρσια) και τον Συμεών Τσακίρη (Λούκιος), ουδέτερο τον Παναγιώτη Αθανασόπουλο (Τρεβώνιος) και με αδυναμίες τον Δημοσθένη Ελευθεριάδη (Μέτελος).
Αφήνω τελευταίο τον Αλέξανδρο Λογοθέτη. Ο καλύτερος, για μένα, ηθοποιός της διανομής -και με φωνή-μουσικό όργανο- απόρησα πως έχει περιοριστεί σε ένα τόσο δευτερεύοντα ρόλο, τον Δέκιο, τον οποίο, όμως, εξυπηρετεί άψογα.
Πάντως, η γενική αίσθησή μου ήταν πως, αν όχι όλοι, οι περισσότεροι ηθοποιοί δεν είχαν πειστεί γι αυτά που τους ζητήθηκε να κάνουν στο δεύτερο μισό της παράστασης…
Το συμπέρασμα. Μέσα σε δύο ώρες και κάτι πέρασα απότομα από το ζεστό στο κρύο -από τον ενθουσιασμό στην απογοήτευση. Κρίμα… (Η πρώτη φωτογραφία, του Πάνου Μιχαήλ).

«Πειραιώς 260»/Χώρος Η, Φεστιβάλ Αθηνών, 23 Ιουλίου 2015.

No comments:

Post a Comment