July 14, 2015

Όπισθεν ολοταχώς ή Ο Αριστοφάνης με τα γκλίτερ



Το έργο. Αθήνα, έκτος χρόνος του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο λοιμός -η μεγάλη επιδημία, τυφοειδής πυρετός μάλλον-, που πρωτοεμφανίστηκε τη δεύτερη χρονιά του πολέμου και επανήλθε, δριμύτερος, δύο φορές, έχει αποδεκατίσει τον πληθυσμό, οι Σπαρτιάτες έχουν ερημώσει την Αττική με τις επιδρομές τους, οι γεωργικές παραγωγές έχουν καταστραφεί, οι αγρότες για ασφάλεια έχουν καταφύγει και στριμωχτεί εντός των τειχών της Αθήνας, δεινές οι συνθήκες ζωής…
Ο Δικαιόπολης, πολίτης αθηναίος, αγρότης, αγανακτισμένος από τα δεινά αυτά και από τους πολιτικούς της εποχής του και τον καιροσκοπισμό τους αλλά και από την αδιαφορία και την ανευθυνότητα των συμπολιτών του, θέτει στην Εκκλησία του Δήμου θέμα σύναψης ειρήνης με την Σπάρτη. Πρέσβεις και μεσολαβητές αποπροσανατολίζουν τη συζήτηση. Ο Δικαιόπολης, τότε, στέλνει στην Σπάρτη τον Αμφίθεο, που από την αρχή είχε δηλώσει πως μπορεί να βοηθήσει για την ειρήνη, να κλείσει ιδιωτική ειρηνευτική συνθήκη-για λογαριασμό του Δικαιόπολη και της οικογένειάς του. Όπερ και γίνεται.
Ο Χορός -Αχαρνείς, ήτοι Μενιδιάτες -του επιτίθεται -έτοιμοι είναι να του κόψουν το κεφάλι: οι Σπαρτιάτες έχουν ρημάξει τα αμπέλια τους, δεν θέλουν ειρήνη μαζί τους. Ο πολεμοχαρής στρατηγός Λάμαχος έρχεται να τους υποστηρίξει αλλά τα επιχειρήματα υπέρ της ειρήνης του Δικαιόπολη -που για να γίνει πιο πειστικός στους Αχαρνείς επισκέπτεται τον Ευριπίδη και δανείζεται τα κουρέλια του Τήλεφου, ενός ήρωα πρόσφατης τραγωδίας του, και τα φοράει ως κοστούμι θεατρικό- είναι πιο αποτελεσματικά. Ο Χορός πείθεται και μεταστρέφεται, ο Δικαιόπολης οριοθετεί ανεξάρτητη ειρηνική περιοχή γύρω από το σπίτι του και ανοίγει ιδιωτική αγορά όπου πολλοί, ευπρόσδεκτοι και ανεπιθύμητοι, προσέρχονται για να συναλλαχθούν μαζί του, που άλλους τους δέχεται και άλλους τους ξεφορτώνεται -ανάμεσα στους καλοδεχούμενους ένας Μεγαρίτης που του πουλάει τις δύο κόρες του ως… γουρουνίτσες -μια γκροτέσκα σκηνή, εντυπωσιακός πρώιμος προάγγελος του σουρεαλισμού.
Η κωμωδία κλείνει με ένα πανηγύρι για να γιορταστεί η ειρήνη -φαγοπότι και κρασί και ηδονές-, όπου ο Δικαιόπολης κερδίζει βραβείο οινοποσίας. Αντιστικτικά, στο πλαϊνό σπίτι, ο Λάμαχος ετοιμάζεται για τον πόλεμο και σύντομα γυρίζει πληγωμένος, βογκώντας, ενώ ο Δικαιόπολης και οι φίλοι του βογκούν από τις ηδονές της ειρήνης -μία εξαιρετική σκηνή, από τις καλύτερες αριστοφανικές.
Ο Αριστοφάνης με τους «Αχαρνής» του (425 π.Χ.), την παλαιότερη από τις σωζόμενες κωμωδίες του, γράφει, κοντά, όπως υπολογίζεται, στα είκοσί του, μόλις, χρόνια, αιχμηρός, επιθετικός, επηρμένος ίσως αλλά χωρίς να χαρίζει κάστανα, χωρίς να χαρίζεται στους σύγχρονούς του πολιτικούς και στη διαφθορά που κυριαρχεί, ένα ένθερμο κήρυγμα υπέρ της ειρήνης ενώ, παράλληλα, προχωράει στην αναμόρφωση της κωμωδίας της εποχής του τονίζοντας τα πολιτικά της στοιχεία.
Η παράσταση. Πρώτα αυτό που μου έκανε εντύπωση: στο πρόγραμμα της παράστασης δεν αναφέρεται μεταφραστής. Μόνο «δραματουργική επεξεργασία». Την υπογράφει -άρα φέρει και την ευθύνη του κειμένου- ο σκηνοθέτης της Γιάννης Κακλέας. Ο οποίος εφάρμοσε και στους «Αχαρνής» τη γραμμή που εδώ και χρόνια ακολουθεί στον Αριστοφάνη: να «σκοτεινιάζει» την εκάστοτε κωμωδία του που ανεβάζει μέσα σε μία γκόθικ αισθητική, σε συνεργασία με το σκηνογράφο του Μανώλη Παντελιδάκη. Αλλά ενώ πέρσι, με τους «Βατράχους» του, έδειχνε να έχει προχωρήσει, να έχει κατασταλάξει, να έχει κατακτήσει και επιβληθεί στη μανιέρα του και να έχει στερεώσει, να έχει καρφώσει την ιδέα που είχε για την παράσταση γερά πάνω στο έργο, εδώ, στους «Αχαρνής» -που ανοίγουν με το απόσπασμα για τον λοιμό από την «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου» του Θουκυδίδη και κλείνουν με το ποίημα «Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος» του Τάσου Λειβαδίτη- μοιάζει, αν και με συνεργάτισσα την ίδια θεατρολόγο Εύα Σαραγά -η οποία εδώ υπογράφει τη θεατρολογική έρευνα-, να έχει πισωγυρίσει: να επαναλαμβάνεται χωρίς έμπνευση, άγονα και απλώς να στριμώχνει με το ζόρι εντυπωσιοθηρικές εικόνες πολέμου ανάμεσα στα επεισόδια και στα στάσιμα. Σκηνές βίας, εύκολες και ξώπετσες, αφελείς
και εφετζίδικες -πρόσφυγες, ειδικές δυνάμεις, αντιασφυξιογόνες προσωπίδες…-, προσπαθούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον, μία ατμόσφαιρα επιφανειακά απειλητική ενώ, ανάμεσα, αναγκαστικά πέφτουν τα συνήθη αστεία -οι «κουνιστές αδερφές» κλπ.- χωρίς η συνταγή, κατά τη γνώμη μου, να δένει επιτυχώς. Βρήκα, ακόμη, εντελώς αφελές ο Αμφίθεος, επειδή το πρώτο συνθετικό του ονόματός του είναι το «αμφί», να έχει ανατεθεί σε γυναίκα -φορέας της ειρήνης; Πρέπει, όμως, και να αναγνωρίσω πως το σύνολο το διέπει το μέτρο και ποτέ δεν ξεφεύγει σε φτήνιες και χυδαιότητες.
Ο Μανώλης Παντελιδάκης με τα κοντέινερ και τη «βιομηχανική ατμόσφαιρα» επίσης επαναλαμβάνεται στα σκηνικά του ενώ η ικανότατη Εύα Νάθενα δεν βρέθηκε, νομίζω, σε καλή στιγμή της. Δεν βρήκα ομοιογενή τη δουλειά της στα κοστούμια: μερικά, όπως των Πρέσβεων, εντυπωσιακά, άλλα ατυχή -όπως του Ευριπίδη- ενώ τα «άδεια» κεφάλια των Πρυτάνεων -χαρτόκουτες και πάνω τους ζωγραφισμένα, με μαύρο μαρκαδόρο, μάτια, φρύδια και γυαλιά- τα έχω δει απαράλλαχτα σε ιντερνετική γκαλερί.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη βοηθούν περισσότερο από αποτελεσματικά την παράσταση. Η κινησιολογία της Αγγελικής Τρομπούκη, ικανοποιητική, αν και η κλασικίζουσα χορογραφία του Αμφίθεου μου φάνηκε παράταιρη.
Ο Σταύρος Γασπαράτος είναι μουσικός ικανοτήτων. Δεν ξέρω αν ήταν πρωτοβουλία του ή επιθυμία και επιταγή του σκηνοθέτη να πνίξουν την παράσταση με μουσικές -όσο ενδιαφέρουσες και να είναι. Έχω πάντα την ακράδαντη πεποίθηση πως, και στον κινηματογράφο και, κυρίως, στο θέατρο, οι πολλές μουσικές που κατακλύζουν την ταινία ή την παράσταση και που μέσα τους «κολυμπάει» η εικόνα ή το κείμενο είναι πρόβλημα της σκηνοθεσίας η οποία προσπαθεί να καλύψει τις αδυναμίες της μπουκώνοντας το συναίσθημα του θεατή.

Οι ερμηνείες. Η παράσταση διαθέτει μία καλή διανομή αλλά πιστεύω πως κανείς από τους ηθοποιούς δεν ξεπερνάει τα όριά του. Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, συμπαθέστατος, εκφραστικότατος, χαριτωμένος, με χιούμορ, μέτρο και καλό γούστο, δεν καταφεύγει, όπως ποτέ δεν το κάνει, σε μπαλαφάρες, δεν καταφέρνει όμως και να εκτινάξει τον Δικαιόπολη. Βρήκα πιο αποτελεσματικό, επίσης με χιούμορ αλλά και με μεγαλύτερο μέγεθος, ταιριαστό Λάμαχο, τον Φάνη Μουρατίδη.

Άνισο ηθοποιό θεωρώ τον Άρη Σερβετάλη. Ηθοποιός με μία ενδιαφέρουσα μπαστερκιτονική αγέλαστη, φάτσα, που παίζει, όμως, μόνος του, ερήμην των άλλων, μετά τις παραστάσεις του Δημήτρη Παπαϊωάννου στις οποίες έχει μετάσχει, εμμονικά έχει κάνει μανιέρα την ιδιαίτερη κίνηση στην οποία διαπρέπει. Αλλά δεν μπορεί να παίζει όλους τους ρόλους έτσι. Το χειμώνα ήταν ένας εξαίρετος Γκολιάντκιν στον αντλημένο από τον Ντοστογιέφσκι «Σωσία» αλλά ακριβώς γιατί η παράσταση, σχεδόν χοροθεατρική, ήταν κουρδισμένη πάνω στο στιλ του αυτό. Εδώ, ως Ευριπίδης, είναι σα να βγαίνει να κάνει το νούμερό του -κίνηση σχεδόν υστερική, κάτι σαν νευρόσπαστο του θεάτρου γκινιόλ- το οποίο καμία σχέση δεν έχει με την παράσταση -προς εντυπωσιασμόν μόνο του κοινού.
Βρήκα συμπαθητικό, στο πλαίσιο της μανιέρας του, τον Χρήστο Χατζηπαναγιώτη και με ικανότητες αλλά άπειρο ακόμα τον Λεωνίδα Καλφαγιάννη. Επιτυχημένο το… ειδικού βάρους ντουέτο Σωτήρη Πατσίκα-Θάνου Μπίρκου ως μεγαρίτισσες γουρουνίτσες. Ικανοποιητικοί, χωρίς εξάρσεις, οι υπόλοιποι -ξεχώρισα τον Στέλιο Ιακωβίδη, τον Βαγγέλη Χατζηνικολάου, τον Κωνσταντίνο Γαβαλά…
Η Αγγελική Τρομπούκη, με λευκό κοστούμι, πασπαλισμένη γκλίτερ και με βυζάκια έξω λοιπόν, καλή χορεύτρια, εξυπηρέτησε, ιδιαίτερα προβεβλημένη, αυτό που της ζητήθηκε: τον θηλυκό Αμφίθεο.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση ικανοποιητικά στημένη αλλά και μία από τα ίδια, που θέλει να το παίξει πιο σοβαρή από όσο είναι (Οι φωτογραφίες της Μαριλένας Σταφυλίδου).

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Φεστιβάλ Επιδαύρου, «Φιλοθέατον» Α.Ε, 11 Ιουλίου 2015.

No comments:

Post a Comment