September 22, 2014

Μπίτολα: Όταν η κάμερα θριαμβεύει

Τα 35 του χρόνια γιόρτασε φέτος (13 με 19 Σεπτεμβρίου) το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Διευθυντών Φωτογραφίας «Αδελφοί Μανάκη» της Μπίτολα -το πάλαι ποτέ Μοναστήριον, μία όμορφη πόλη που διατηρεί μέσα από τα παλιά αρχοντικά της ένα μελαγχολικά γλυκό παρόν, ευτυχώς σχεδόν άθικτο από καταστροφικά σχέδια «ανάπλασης» τύπου «Σκόπια 2014» της εκεί τρέχουσας κυβέρνησης…- στη γειτονική μας Δημοκρατία της Μακεδονίας -που εν Ελλάδι πρέπει (;) να την ονομάζουμε πΓΔΜ όπερ μεταφράζεται πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας…
Στο όνομα των αδελφών Γιαννάκη και Μίλτου Μανάκη, των φωτογράφων που έγιναν οι πρώτοι κινηματογραφιστές στα Βαλκάνια και που την εθνικότητά τους διεκδικούμε κι εμείς, είναι ίσως το μόνο στον κόσμο αφιερωμένο αποκλειστικά στους διευθυντές φωτογραφίας φεστιβάλ τιμώντας τους, ακριβώς, φωτογράφους αδελφούς Μανάκη: το όνομα της πρωτοποριακής για την εποχή της -αρχές του 20ου αιώνα- κάμερας Bioscope με αριθμό 300, που τολμηρά εισήγαγαν καταγράφοντας γεγονότα και στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής, φέρουν  τα βραβεία του Φεστιβάλ -Κάμερα 300-, ήτοι τρία -χρυσό, αργυρό και χάλκινο- που απονέμονται στους καλύτερους διευθυντές φωτογραφίας των διαγωνιζόμενων ταινιών μεγάλου μήκους συν ένα χρυσό στον καλύτερο διευθυντή φωτογραφίας σε ταινία μικρού μήκους, Χρυσή Κάμερα 300 είναι το ειδικό Βραβείο που δίνεται επίσης σε διευθυντή φωτογραφίας -ο Ιταλός Λούκα Μπιγκάτσι ήταν αυτός που τιμήθηκε φέτος-, το ίδιο όνομα έφερε το - επετειακό για τα 35 χρόνια του Φεστιβάλ- Βραβείο για Επίτευγμα Ζωής που δόθηκε στον Βρετανό Κρις Μέντζις το ίδιο φέρει και το επίσης καθιερωμένο -για λόγους γκλάμορ μάλλον…- Βραβείο για Εξαιρετική Συμβολή στην Τέχνη του Κινηματογράφου -εκτός διεύθυνσης φωτογραφίας- με το οποίο τιμάται κάποια προσωπικότητα του σινεμά -αποδέκτης του φέτος ήταν η Ζουλιέτ Μπινός- ενώ πρόεδρος της κριτικής επιτροπής άλλος ένας διάσημος διευθυντής φωτογραφίας ήταν, ο Ισραηλινός Γκιόρα Μπεγιάτς. Με δύο λέξεις: ο θρίαμβος -ένα δοξαστικό- της κάμερας!
Βρέθηκα στην Μπίτολα για τρεις μέρες, με την ευγενική πρόσκληση του Φεστιβάλ που τη φρόντισε ο προθυμότατος συνεργάτης για θέματα Τύπου Ζάρκο Κουγιουντζίσκι. Έφτασα με το τρένο από τα Σκόπια και στην τόσο κοντινή με την Φλώρινα πόλη αποτοξινώθηκα από τα όσα είδαν τα μάτια μου στην πρωτεύουσα της χώρας: μία αρχιτεκτονική και γλυπτική κιτς διάρροια που καταστρέφει εν ψυχρώ, αδίστακτα και εν ονόματι της δημιουργίας εθνικού παρελθόντος, εδώ και κάπου τέσσερα χρόνια, την πόλη. Η Μπίτολα με ηρέμησε. Και οι ταινίες του Φεστιβάλ με γέμισαν. Οργανωτικές δυσκαμψίες -έλλειψη ακρίβειας στην ώρα έναρξης των προβολών, κάποια προβλήματα με τους υπότιτλους (στα αγγλικά και στην ντόπια γλώσσα) ή με τις προβολές καθαυτές, υποβαθμισμένες οι δύο αίθουσες (η ευρύχωρη Μεγάλη και η Μικρή) του Πολιτιστικού Κέντρου της Μπίτολα όπου το Φεστιβάλ διεξάγεται (τι κρίμα να μη διατίθεται ένα ελάχιστο μέρος από τα αμύθητα ποσά που με ύποπτο τρόπο σπαταλιούνται αφειδώς σε ημετέρους για τα «Σκόπια 2014»…) αλλά η καλλιτεχνική ποιότητα των επιλογών -από τον Μπλάγκογια Κούνοφσκι για το Επίσημο Πρόγραμμα, από τη συμπαθέστατη Γκένα Τεοντοσίεφσκα (την οποία γνώρισα και η οποία  διατηρεί δεσμούς με την Ελλάδα) για το Πρόγραμμα Ντοκιμαντέρ- απάλυνε τα προβλήματα.
Η Λαμπίνα Μίτεφσκα, μία -εξαίρετη- ηθοποιός του μακεδονικού κινηματογράφου, λαμπερή, πανέξυπνη και ιδιαίτερα επικοινωνιακή, η οποία κρατάει τα τελευταία χρόνια τα ηνία της διεύθυνσης του Φεστιβάλ δίνει, καθώς φαίνεται, τις σωστές κατευθύνσεις. Σε ένα Φεστιβάλ που, ναι, επαρχιακό είναι αλλά συνεχίζει την πορεία του -φετινό μότο του «Προς τα Αστέρια», με αφιέρωμα στον διασημότερο σκηνοθέτη της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, τον Μίλτσο Μάντσεφσκι («Πριν από τη βροχή»)- με αξιοπρέπεια και με όραμα.
Είναι κρίμα που ο κόσμος της Μπίτολα δεν το στηρίζει επαρκώς. Είδα προβολές ακόμα και με δέκα μόνον άτομα και σε καμία από τις εννιά που παρακολούθησα τις τρεις αυτές μέρες δεν κατάφερε το κοινό να γεμίσει αίθουσα εκτός της δεύτερης επίσημης πρεμιέρας. Η οποία, όμως, ως προς την ταινία με απογοήτευσε. 
Το εκτός συναγωνισμού «Μέχρι τη λαβή» του Στόλε Πόποφ, ντόπια «υπερπαραγωγή» με… κουστουρίτσιες επιδράσεις -η ιστορία μιας χειραφετημένης αγγλίδας φωτογράφου που βρίσκεται στην Μακεδονία μετά την εξέγερση του Ίλιντεν, το 1903, κατά των Τούρκων και γίνεται το αντικείμενο του πόθου τριών ανδρών (ενός παλικαρά μακεδόνα κομιτατζή, ενός, μακεδόνα επίσης, ξενέρωτου. βολεμένου νεαρού μεγαλοαστού από μία οικογένεια η οποία αρμονικά συνεργάζεται με τους Τούρκους και ενός άξεστου τούρκου αξιωματικού) που και οι τρεις θα έχουν τραγικό τέλος- με παρέπεμψε, παρά τις εγνωσμένες δυνατότητες του σκηνοθέτη της, στις ελληνικές «υπερπαραγωγές» της χουντικής περιόδου: μεγαλόστομη, φωνακλάδικη, με καλλιτεχνική διεύθυνση προβληματική -κοστούμια «κυριακάτικα», μακιγιάζ κάκιστο…-, με επίπεδη φωτογραφία και κάκιστη διεύθυνση των ηθοποιών -σπάνια έχω δει τόσο κακή υποκριτική και μάλιστα από ηθοποιούς που τους ήξερα και μου είχαν αρέσει ιδιαίτερα σε παλαιότερες ταινίες ή στο θέατρο- με την εξαίρεση του λιτού Σέρβου Μίκι Μανόιλοβιτς… Ένα ατυχές γουέστερν σπαγγέτι α λα μακεδονικά που θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω, για να είμαι πιο γλαφυρός, γουέστερν-παστραμαϊλία…
Από τη δική μας μεριά μάς εκπροσώπησε η Αννέτα Παπαθανασίου στο Πρόγραμμα Ντοκιμαντέρ με την ταινία της «Παίζοντας με τη φωτιά»: ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα -γυναίκες του Αφγανιστάν που με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής τολμούν να κάνουν θέατρο σε μία χώρα όπου οι φανατικοί το θεωρούν ανίερο-, επίπεδα όμως κινηματογραφημένο.
Από τις δέκα ταινίες του Επίσημου Προγράμματος είδα τις τέσσερις: επίπεδο υψηλότατο παρά επί μέρους αντιρρήσεις.
Στο «Μόμι» (Καναδάς) ο Ξαβιέ Ντολάν χειρίζεται τη σχέση ενός ηφαιστειώδους, ανεξέλεγκτης ενέργειας έφηβου διαγνωσμένου με ADHD (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής- Υπερκινητικότητα) και της επίσης εκρηκτικής, ανορθόδοξης μητέρας του, σχέση στην οποία υπεισέρχεται και μία γειτόνισσα, καθηγήτρια με πρόβλημα τραυλισμού, η οποία συνδέεται με το αγόρι με μία διάθεση ερωτική, με ένταση σχεδόν υστερική που σχεδόν σε εξοντώνει. Πολύ σύντομα, παρά την υπερένταση, αντιλήφθηκα πως μία τέτοια σχέση που καταλήγει με τον σπαρακτικό εγκλεισμό του έφηβου σε ψυχιατρικό κατάστημα μόνον αυτή την αντιμετώπιση μπορούσε να έχει. Μία γροθιά, ένα ντιρέκτ στα μούτρα. Η ερμηνεία του νεαρού Αντουάν Πιλόν, συγκλονιστική -βιωματική- αλλά εξαιρετικές και των δύο γυναικών -Αν Ντορβάλ και Σουζάν Κλεμάν.
Στο «Με σειρά εξαφάνισης» (Νορβηγία/Σουηδία/Δανία) ο Χανς Πέτερ Μόλαντ ένα ζοφερό θέμα -ο ηλικιωμένος, βραβευμένος οδηγός ενός μεγάλου εκχιονιστικού για τη διάνοιξη των παγωμένων νορβηγικών δρόμων, πατέρας ενός νεαρού που βρίσκεται νεκρός από, υποτίθεται, υπερβολική δόση ηρωίνης αλλά που έχει στην πραγματικότητα εξοντωθεί από μία συμμορία εμπόρων ναρκωτικών, αναλαμβάνει να πάρει εκδίκηση για το γιο του με «ριζικές» μεθόδους ενώ στο μακελειό αναμειγνύεται και μία συμμορία Σέρβων- επιδέξια το αναπτύσσει ως μαύρη κωμωδία με λεπτό, σκανδιναβικό, ψυχρό αλλά αποτελεσματικό χιούμορ. Και ας χάνει το σενάριο, μετά το μέσον της ταινίας, το κέντρο του το οποίο μετατοπίζεται από τον εκδικητή πατέρα στον αρχηγό της νορβηγικής συμμορίας. Ο Στέλαν Σκάαρσγκορντ ως ώριμος εκδικητής και ο Μπρούνο Γκαντς σε ένα ρόλο απρόσμενο, από τα ατού της ταινίας.
Με το «Λεβιάθαν» (Ρωσία) ο Αντρέα Ζβιάγκιντσεφ κάνει μία σαφέστατα πολιτική ταινία: ο Δήμαρχος μιας μικρής ρωσικής


πόλης, με την αστυνομία και τη δικαιοσύνη πιόνια στα χέρια του και σε διάλογο διαπλοκής, μέσω του μητροπολίτη της περιοχής του, με την Εκκλησία, βάζει στο μάτι το σπίτι και τη γη του Κόλια, ενός ιδιοκτήτη συνεργείου αυτοκινήτων που ζει με τη δεύτερη γυναίκα του και τον έφηβο γιο του από τον πρώτο του γάμο. Εκείνος ανθίσταται σθεναρά, μέσω ενός φίλου του δικηγόρου που έρχεται από τη Μόσχα να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του, και δείχνει να κερδίζει στα σημεία. Η εξουσία, όμως, υπό το πορτρέτο του προέδρου Πούτιν -ένα πολύ εύγλωττο σχόλιο…- θα συσπειρωθεί. Και ο Κόλια θα πληρώσει. Χάνει τα πάντα. Η μετατόπιση του άξονα από το ισχυρό πολιτικό κομμάτι στην ερωτική ιστορία του δικηγόρου με τη γυναίκα του Κόλια, η οποία γίνεται από όλους αντιληπτή, και ο μανιχαϊστικός χαρακτηρισμός των προσώπων -προβλήματα του σεναρίου- αφαιρούν από το τελικό αποτέλεσμα που δεν παύει, πάντως, να παραμένει σφριγηλό. Το σαρκαστικό φινάλε, με τα θυρανοίξια ενός μεγάλου ναού που κτίστηκε πάνω στα ερείπια του ξεριζωμένου σπιτικού του Κόλια, και με το κήρυγμα του μητροπολίτη, παρουσία όλων των διαπλεκομένων, απατεώνων, μπράβων, δολοφόνων κλπ, περί Αλήθειας, συγκλονιστικό. Η φωτογραφία του Μιχαήλ Κρίτσμαν κατατάσσεται στις μεγάλες ποιητικές στιγμές του κινηματογράφου.

Η Πίριο Χονκασάλο στην ταινία της «Νύχτα πηχτή» (Φινλανδία/Σουηδία/Δανία) φλερτάρει με τον ναρκισσισμό. Η ιστορία του έφηβου -οι έφηβοι πρωταγωνιστούσαν στις ταινίες του Φεστιβάλ- Σίμο που σκοτώνει χωρίς αποχρώντα λόγο έναν ομοφυλόφιλο ο οποίος τον καλεί στο σπίτι του για να τον φωτογραφίσει, και που κατόπιν αυτοκτονεί και οι σχέσεις του με τον μεγαλύτερο αδελφό του που εκτίει ποινή φυλάκισης και βρίσκεται στο σπίτι τους με άδεια και με την απρόβλεπτη μάνα τους δεν καταφέρνουν να στηρίξουν αποτελεσματικά μία ταινία που φλυαρεί και πλατειάζει και που μόνο μετά τον ντοστογιεφσκικής χροιάς φόνο «κινείται». Η -ασπρόμαυρη- φωτογραφία, πάντως, του Πέτερ Φλίνκενμπεργκ, από μόνη της ένα επίτευγμα.

Από το Πρόγραμμα «Νέα Οράματα« είδα το «Λευκή σκιά» (Γερμανία) του Νόαζ Ντέσε. Ένας -και πάλι- έφηβος αλμπίνος σε μία
αδυσώπητη μπροστά στη διαφορετικότητα αφρικανική χώρα, την Τανζανία, μετά το φόνο του επίσης αλμπίνου πατέρα του από μία συμμορία που διοχετεύει καθόλου αφιλοκερδώς σε κάποιο ντόπιο μάγο την περιζήτητη καρδιά του αλμπίνου, φυγαδεύεται από τη μητέρα του, που φοβάται πως το παιδί θα έχει την ίδια τύχη, σε έναν νταλικιέρη θείο του και γίνεται μικροπωλητής -πάντα καταδιωκόμενος για τη διαφορετικότητά του. Όταν οι κάτοικοι του χωριού του θα ξεσηκωθούν κατά των δολοφόνων του πατέρα του, θα φτάσει η στιγμή που θα οπλίσουν το χέρι του αγοριού με ένα μαχαίρι και θα το πιέσουν για την εκδίκηση. Ο αλμπίνος έφηβος, όμως, δεν θα δεχτεί να συνεχίσει τον κύκλο του αίματος. Ταινία γεμάτη δύναμη, ασθματικά κινηματογραφημένη, με μία αίσθηση ντοκιμαντέρ.
Καθόλου δεν σνομπάρισα το Διαγωνιστικό Πρόγραμμα Ταινιών Μικρού μήκους: είδα τις έξι από τις εννιά -εκ των οποίων δύο ήταν μακεδονικές και οι υπόλοιπες επτά επιλογή από το πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους του Κλερμόν Φεράν με το οποίο το Φεστιβάλ Μανάκη συνεργάζεται εδώ και έξι χρόνια.
Δεν μου είπε κάτι το ιδιαίτερο το «Ο απίστευτος ζαρωμένος άντρας» (Νότια Κορέα) της Μπαΐκ Κιμ -ένας νέος άντρας που απολύεται από τη δουλειά του αλλά δεν τολμάει να το πει στη γυναίκα του τη βλέπει να κάνει έρωτα με έναν γείτονα αλλά δεν αντιδρά.
Βαθύτατα τρυφερό -μία ελεγεία στη μοναξιά- το «37˚4 S» (Γαλία) του Αντριάνο Βαλέριο: δύο ερωτευμένοι έφηβοι -ένα αγόρι και
ένα κορίτσι- στο νησί Τριστάν ντα Κούνια, χαμένο στη μέση του Ατλαντικού, χωρίζουν όταν το κορίτσι φεύγει να σπουδάσει στο Λονδίνο.
Στο «Βουνό στη σκιά» (Ισπανία), πειραματικό ντοκιμαντέρ του Λόις Πατίνιο που υπογράφει και τη διεύθυνση φωτογραφίας, επί
δεκατέσσερα λεπτά παρακολουθούμε από μακριά, με την κάμερα στημένη σε μία κορυφή, σχεδόν στη σιωπή, ένα χιονοδρομικό κέντρο -τις πίστες του και τους σκιέρ του να κινούνται σαν μυρμήγκια- με το φως να αλλάζει και τη φωτογραφία να το «πειράζει». Ένα εικαστικό αριστούργημα.
Στο ιδιαίτερο, πολύ ενδιαφέρον «Ντίνολα» (Γεωργία) της Μαριάμ Κχατσβανί σε ένα χαμένο στον Καύκασο χωριό της Γεωργίας, κάποια περασμένη εποχή, μία νέα γυναίκα, όταν χάσει τον άντρα της, αναγκάζεται να ακολουθήσει, σύμφωνα με άγραφο νόμο, έναν ξένο άντρα που τη θέλει για γυναίκα του, αρκεί που εκείνος το δήλωσε μεγαλοφώνως μόλις η κοπέλα έμεινε χήρα, αναγκάζοντάς την να εγκαταλείψει στους παππούδες του το κοριτσάκι της. (Ο διευθυντής της ατμοσφαιρικής φωτογραφίας της Κονσταντίν Μίντια Εσάτζε τιμήθηκε με τη Μικρή Χρυσή Κάμερα 300).
Ανολοκλήρωτο, αν και με θέμα δυνατό, βρήκα το «Λευκές ώρες» (Γαλλία/Καναδάς-Κεμπέκ) του Καρίμ Μπενσαλά -μία μάνα απεγνωσμένα ψάχνει, κολλώντας παντού τη φωτογραφία του και παντού ρωτώντας μήπως κάποιος τον είδε, τον χαμένο της έφηβο γιο ενώ -τραγική ειρωνεία- οδηγός στο ταξί που τη μεταφέρει είναι η δολοφόνος του παιδιού που εμείς γνωρίζουμε από την αρχή της ταινίας την τύχη του ενώ η μάνα την αγνοεί.
Ενδιαφέρουσα βρήκα αλλά χωρίς να με κατακτήσει την παραβολή «Εύφλεκτο» (Καναδάς) του Σαμουέλ Πλαντ, όπου ένας άνδρας, ο οποίος δεν ξεκαθαρίζουμε αν ζει αυτά που συμβαίνουν γύρω του ή αν έχει παρανοήσει, προσπαθεί να ξεφύγει από την παράλογη οργή και τη βία που ξεσπάει παντού για να βρεθεί ο ίδιος, από παρεξήγηση, ένοχος πράξεων βίας.
Έκλεισα το τριήμερο με τρεις από τις μικρού μήκους ταινίες του Μακεδονικού Πανοράματος, δημιουργίες παιδιών στη αρχή της καριέρας τους.
Στο φιλόδοξο «Η τελευταία πράξη» η Ντίνα Ντούμα προσπαθεί να δέσει δύο ιστορίες από την εποχή της ιταλικής Κατοχής: την εκτέλεση από τους παρτιζάνους της ιταλίδας ηθοποιού Μαρίας που έρχεται στην Μακεδονία το 1942 για να επισκεφθεί το στρατηγό εραστή της αλλά πέφτει στα χέρια τους και της Μακεδόνισας Άννας που μάταια θα περιμένει να γυρίσει ζωντανός ο παρτιζάνος αγαπημένος της, ένας από αυτούς που στα χέρια τους έπεσε η Μαρία αλλά που και ο ίδιος έχασε τη ζωή του. Δύσκολο το εγχείρημα και φοβάμαι πως δεν πετυχαίνει.
Ο Βλάντιμιρ Μίτρεφσκι στο «Οδός Σέξπιρ 9/1» υπογράφει μία μαύρη κωμωδία με τρεις νεκρούς και έναν, από παρεξήγηση, πιθανό ύποπτο φόνου, που είναι όμως, παντελώς αθώος: τον υποτακτικό σύζυγο μιας ανυπόφορης συζύγου, ο οποίος επισκέπτεται, κατ’ εντολή της και μαζί με τον άτακτο μικρό γιο τους, ένα διαμέρισμα το οποίο σκέπτονται να αγοράσουν, την ημέρα που η ιδιοκτήτριά του έχει πεθάνει ενώ στην ιστορία εμπλέκονται δύο γείτονες: μία καρδιακή γριά και ένας παραλογισμένος γέρος με όπλο στο χέρι. Ταινία με χιούμορ, που μου θύμισε την υπέροχη σέρβικη μαύρη φάρσα «Θάνατος ενός άνδρα στα Βαλκάνια» του Μίροσλαβ Μομτσίλοβιτς 
που είχα δει πρόπερσι στην Μπίτολα αλλά… άλλα τα μάτια του λαγού.
Πιο ολοκληρωμένο από τα τρία ταινιάκια, η «Ακρόαση» της Λαβίνια Σοφρονίεφσκα: ένας νεαρός πιανίστας δίνει ακρόαση σε μία τριμελή επιτροπή ενώ κομμάτια της ζωής του ξεπηδούν από τη μνήμη του και ζωντανεύουν.

Υ.Γ.1. Έφυγα λίγο μετά από την αρχή της προβολής της εξαίρετης ταινίας του Στίβεν Ντόλντρι «The Reader» («Σφραγισμένα χείλη»). Η επιλογή μιας απαράδεκτης κόπιας -ή dvd;- που προβλήθηκε με εξωφρενικά κατεστραμμένο ήχο ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ του βραβευόμενου Κρις Μέντζις, ο οποίος υπέγραφε τη διεύθυνση φωτογραφίας της, ως ενδεικτική της δουλειάς του ήταν τουλάχιστον ατυχής αν όχι προσβλητική. Και μεγάλο φάουλ του Φεστιβάλ.
Υ.Γ.2. Καλόγουστο, εξαιρετικής ποιότητας το πρόγραμμα-βιβλίο του Φεστιβάλ που επιμελήθηκε η Futura 2/2. Αλλά ένα ευρετήριο των ταινιών στο τέλος θα το έκανε περισσότερο χρηστικό.

Πολιτιστικό Κέντρο της Μπίτολα / 35ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Διευθυντών Φωτογραφίας «Αδελφοί Μανάκη» της Μπίτολα, 14, 15, 16 Σεπτεμβρίου 2014.

No comments:

Post a Comment