Το έργο. Ιβάν Κουζμίτς Ποντκαλιόσιν -Ποτκαλιόσιν κατά τη μετάφραση που χρησιμοποιείται:
δημόσιος υπάλληλος στην Αγία Πετρούπολη, πρώτο μισό του 19ου
αιώνα, όταν ανθίζει η μικροαστική τάξη -δημόσιοι υπάλληλοι, έμποροι,
στρατιωτικοί… -, μίζερο, δειλό, αναποφάσιστο, άβουλο, παθητικό, τεμπέλικο
ανθρωπάκι που έχει φτάσει σε ηλικία γάμου -ίσως και να την έχει περάσει…-
χωρίς να έχει παντρευτεί. Διότι τρέμει το γάμο. Αλλά οι κοινωνικές συνθήκες το
απαιτούν. Γι αυτό και έχει αναθέσει -πρακτική συνήθης τω καιρώ εκείνω στην
Ρωσία- σε προξενήτρα, την Φιόκλα Ιβάνοβνα, να του βρει νύφη. Και την ταλαιπωρεί επί τρεις μήνες με την αναποφασιστικότητά του.
Πιο πρόσφατη πρότασή της την
οποία με επαγγελματική ζέση υποστηρίζει, η Αγάφια Τιχόνοβνα: κόρη εμπόρου, με
καλή προίκα, νέα, όμορφη… Ο Πο(ν)τκαλιόσιν παραμένει και πάλι αναποφάσιστος.
Όταν όμως εισβάλλει στο σπίτι ο φίλος του ο Ιλιά Φόμιτς Κατσκαριόφ και
ενημερώνεται επί του θέματος, παίρνει την υπόθεση στα χέρια του. Με δόλο αποσπά από την Φιόκλα τα στοιχεία της νύφης και, καθώς καθόλου δεν τη
συμπαθεί επειδή του έχει προξενέψει τη νυν γυναίκα του με την οποία δεν είναι
ευχαριστημένος, την παραμερίζει προς μεγάλη της οργή. Και κουβαλάει τον Πο(ν)τκαλιόσιν
στο σπίτι της Αγάφια που μένει με τη γεροντοκόρη θεία της Αρίνα
Παντελεΐμοβνα, όπου είναι συγκεντρωμένοι και άλλοι τρεις υποψήφιοι γαμπροί -ο
ένας χειρότερος από τον άλλον…- μαζί με την Φιόκλα που τους έχει προξενέψει.
Η Αγάφια, άτομο επίσης δειλό
και αναποφάσιστο, βρίσκεται στην πολύ δύσκολη θέση να αποφασίσει: ποιος θα
είναι ο τυχερός; Ο σατανικός Κατσκαριόφ επιδέξια θάβει τους αντίζηλους στην
Αγάφια και την Αγάφια στους αντίζηλους με αποτέλεσμα να αποσυρθούν κακήν κακώς.
Έτσι, αναγκαστικά, η νύφη επιλέγει τον Πο(ν)τκαλιόσιν. Αλλά δεν αποφασίζει
απλώς. Όταν βρίσκονται τετ α τετ, παρά την αμηχανία του, της αρέσει, επιπλέον,
και πολύ. Εκείνος, όμως, πάντα αναποφάσιστος και δειλός, δεν της κάνει την
πρόταση γάμου για την οποία ήρθε. Ο Κατσκαριόφ, που τα έχει όλα έτοιμα για
αυθημερόν τελετή, τον σέρνει δια της βίας και τελικά επεμβαίνει και κάνει την
πρόταση ο ίδιος εκ μέρους του φίλου του. Η Αγάφια λέει το ναι.
Αλλά, όταν γυρίζει, ντυμένη
πια με το νυφικό, στο δωμάτιο, ο Πο(ν)τκαλιόσιν έχει εξαφανιστεί. Η υπηρέτρια τους
ενημερώνει πως τον είδε να πηδάει από το παράθυρο: σε μία νέα κρίση δειλίας το έσκασε.
Η Φιόκλα που είχε παραμεριστεί θριαμβεύει.
Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ
με τα «Παντρολογήματα» (1842) έγραψε μία δίπρακτη φάρσα αλλά μέσα από την απλή
αυτή φόρμα και μέσα από την υπερβολή του γκροτέσκο, με ένα θέμα
πολυχρησιμοποιημένο και με ήρωες τύπους κοινόχρηστους, καταφέρνει να σατιρίσει,
να σαρκάσει κυνικά -και καίρια- την κοινωνία της εποχής του.
Η παράσταση. Ο
Γιάννης Μπέζος ανέλαβε τη μετάφραση και τη σκηνοθεσία. Η μετάφραση (που δεν
αναφέρεται από ποια γλώσσα έχει γίνει, στο προηγούμενο ανέβασμα του έργου από
τον Γιάννη Μπέζο είχε χρησιμοποιηθεί η παλαιότερη που συνυπέγραφαν ο Λεωνίδας
Καρατζάς και ο Δημήτρης Τάρλοου) έχει δώσει, όπως γίνεται πάντα, τον τόνο και
στη σκηνοθεσία. Μολονότι, ευτυχώς, συγκρατήθηκε και δεν έχει ακολουθήσει τον
ολισθηρό δρόμο της φτήνιας που επέλεξε
το χειμώνα για τον «Φιλάργυρο» του Μολιέρου, ο Γιάννης Μπέζος έχει προδώσει με
τη μετάφραση αυτή και το γράμμα και, κυρίως, το πνεύμα του Γκόγκολ. Η
γκογκολική δηκτική σάτιρα έχει μεταβληθεί σε ανόητες προσθήκες, εξυπνάδες και αστειάκια
τηλεοπτικής κωμικής σειράς. Και όχι επιτυχημένα: άνοστα, πλην ελαχίστων
εξαιρέσεων, και συχνά σαχλά, με τα «αδερφίστικα» υπονοούμενα να συνεχίζουν με
επιμονή να θεωρούνται ιδιαιτέρως γελαστικά -πολύ πασέ αντίληψη πια...
Η παράσταση ακολουθεί τη
γραμμή αυτή: χωρίς καμία καινούργια άποψη, αβασάνιστη και εντελώς συμβατική.
Έχει καλούς ρυθμούς, τσουλάει, τηρεί τα προσχήματα αλλά δεν αποφεύγει την ευτέλεια
και την ευκολία -τόσο που απορείς. Περί γκογκολικού ύφους ούτε λόγος να γίνεται.
Το γκροτέσκο του Γκόγκολ μετατρέπεται σε χοντροκοπιά -τι φτηνές καρικατούρες ο
Ζεβλάκιν και ο Σταρικόφ…- και η σάτιρα σε καλαμπούρια -ο Γιάννης Μπέζος σαν να
έχει χάσει το χιούμορ του.
Ο Άγγελος Μέντης έχει
σχεδιάσει ένα άνισο σκηνικό, επαρκώς, πάντως, φωτισμένο από την Ελευθερία
Ντεκώ: κομψό και αρκετά λειτουργικό -το κλουβί της κοινωνίας όπου είναι
κλεισμένοι ο ήρωες- αλλά με κάποιες ατέλειες στην εφαρμογή και, κυρίως, σε ένα ύφος που δεν
δένεται με την παράσταση. Άνισα βρήκα και τα κοστούμια του: τα γυναικεία πολύ ενδιαφέροντα, τα αντρικά ατυχή -του
Ζεβάκιν θέλει να είναι γκροτέσκο αλλά καταντάει κακόγουστο.
Πιο ενδιαφέρον στοιχείο της
παράστασης θεωρώ τη μουσική του Θοδωρή Οικονόμου: ισορροπεί ανάμεσα στο κείμενο
και στη σκηνοθεσία, είναι διακριτική και τα τραγούδια, καλά βαλμένα από τη
σκηνοθεσία ως πρόλογος και επίλογος, αποδίδονται άψογα.
Οι ερμηνείες.
Ο Χρήστος Λούλης δεν έχει καμία σχέση -πόρρω απέχει- ως διάθεση και ως εμφάνιση
με τον Πο(ν)τκαλιόσιν, το μίζερο αυτό ανθρωπάκι. Αλλά είναι ένας εξαιρετικός
ηθοποιός. Ο οποίος πλάθει, μέσω της τεχνικής του, ρόλο και προσπαθεί να κάνει
όσο καλύτερα μπορεί κωμωδία. Η προσπάθειά του είναι όμως εμφανής και το σχέδιο
του ρόλου ορατό. Αν, ίσως, είχε σκηνοθέτη ικανό να τον οδηγήσει αποφασιστικά,
θα μπορούσε να πετύχει ουσιαστικά αποτελέσματα. Τώρα, πιστεύω, πως είναι απλώς
χαριτωμένος -παίζει (με) τον Πο(ν)τκαλιόσιν, δεν είναι.
Ο Γιάννης Μπέζος με την άνεση
και την πείρα του, με το χιούμορ του–που στο ρόλο δεν έχει χάσει- και χωρίς,
αυτή τη φορά το «αφ’ υψηλού» που, πολλές φορές, τον χαρακτηρίζει στη σκηνή δίνει έναν καλό Κατσκαριόφ.
Εντελώς ακατάλληλη ως επιλογή
και η Ναταλία Τσαλίκη για την Φιόκλα -ουδεμία σχέση με γριά προξενήτρα του
Γκόγκολ η επί σκηνής ξανθή, επιμελώς χτενισμένη, όμορφη, κομψή κυρία. Επειδή,
όμως, είναι, επίσης, πολύ καλή ηθοποιός, παρά την κάποια απόσταση που πάντα
διατηρεί από το κοινό, τα καταφέρνει να βγάλει πέρα το ρόλο με πολύ σφιχτούς ρυθμούς
και χιούμορ.
Η Κατερίνα Λυπηρίδου είναι
μία σωστή, στο πλαίσιο της σκηνοθεσίας, Αγάφια. Η Σύρμω Κεκέ, όμως, σαν μαύρο
αρπακτικό πουλί θεία Αρίνα, νομίζω πως -επίσης καλή ηθοποιός- είναι πιο κοντά
στο γκροτέσκο του Γκόγκολ και πιο αποδοτική. Ο Κώστας Μπερικόπουλος -πάντα στο
πλαίσιο της σκηνοθεσίας- είναι ικανοποιητικός. Το ίδιο και ο Παναγιώτης Κατσώλης -ως Στεπάν, όχι
στον γελοία παρουσιασμένο από το σκηνοθέτη Σταρικόφ- και η Όλγα Ιωσηφίδου.
Βρήκα αδύναμο τον Δημήτρη
Δεγαΐτη και εγκαταλειμμένο στη μανιέρα και σε φτηνά κολπάκια τον Τάσο Γιαννόπουλο που έχω τη γνώμη πως χαραμίζει
χωρίς σκέψη το τάλαντό του.
Το συμπέρασμα.
Μία παράσταση διεκπεραιωτική και άγευστη, που δεν θα σας προσβάλλει αλλά και που
ουδεμία σχέση έχει με Γκόγκολ.
Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», Φεστιβάλ «Στη Σκιά
των Βράχων», 1 Σεπτεμβρίου 2014
No comments:
Post a Comment