September 7, 2014

«Φιλοκτήτης»: όταν η ποίηση θριαμβεύει


Το έργο. Σε μία ακτή της ερημικής Λήμνου εγκατέλειψαν οι Έλληνες τον Φιλοκτήτη, βασιλιά της θεσσαλικής Μελίβοιας, πλέοντας εναντίον της Τροίας. Μαζί τους είχε εκστρατεύσει. Αλλά την Τροία ποτέ δεν την είδε. Ένα δηλητηριώδες ιερό φίδι τον δάγκωσε στο πόδι όταν σταμάτησαν στο νησί Χρυσή. Τα βογκητά του από τους αφόρητους πόνους που του προξενούσε η πληγή η οποία κακοφόρμισε και η ανυπόφορη αποφορά της οδήγησαν τον Αγαμέμνονα, τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα στην απόφαση -που ο τελευταίος εκτέλεσε- να τον αφήσουν στην Λήμνο.
Έχει ο καιρός γυρίσματα όμως. Η Τροία, δέκα χρόνια μετά, πολιορκημένη ακόμα από τους Έλληνες, παραμένει άπαρτη. Και ένας χρησμός λέει πως δεν θα πέσει παρά μόνον από το χέρι του γιου του νεκρού πια Αχιλλέα, του Νεοπτόλεμου, και μόνον εφόσον πολεμήσει με το τόξο του Ηρακλή. Το τόξο όμως είναι στα χέρια του Φιλοκτήτη. Του το κληροδότησε ο ήρωας όταν τον βοήθησε να βρει τη λύτρωση ανάβοντας τη νεκρική πυρά του.
Οι Έλληνες αναγκάζονται να στείλουν τον Οδυσσέα, που ο Φιλοκτήτης μισεί, μαζί με τον Νεοπτόλεμο να το πάρουν. Αλλά να το πάρουν μόνο με δόλο θα μπορέσουν. Ο «ειδικευμένος» στις πλεκτάνες Οδυσσέας καταστρώνει το σχέδιο: ο Νεοπτόλεμος, πού πήγε στην Τροία μετά το θάνατο του πατέρα του τον οποίο, άλλωστε, ο Φιλοκτήτης εκτιμούσε -άρα δεν είναι ύποπτος στα μάτια του-, εμφανίζεται στον εγκαταλειμμένο βασιλιά, που έχει επιζήσει ακριβώς χάρη στο τόξο του Ηρακλή, βρίζοντας τον Οδυσσέα και τους Ατρείδες ώστε να εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη του και λέγοντάς του πως επιστρέφει δήθεν δυσαρεστημένος από την Τροία στο νησί του, την Σκύρο. Απώτερος σκοπός του, να κλέψει το τόξο του.
Ο Φιλοκτήτης τον ικετεύει να τον πάρει μαζί του για να γυρίσει στην πατρίδα του. Και ο Νεοπτόλεμος υποκρίνεται πως θα το κάνει. Ένας ναύτης, μεταμφιεσμένος σε έμπορο και δασκαλεμένος από τον Οδυσσέα, έρχεται για να ενισχύσει την απόφαση του Φιλοκτήτη: αναγγέλλει πως οι Έλληνες δήθεν κυνηγούν τον Νεοπτόλεμο που έφυγε από τον πόλεμο και πως ο Οδυσσέας έρχεται να σύρει με τη βία τον Φιλοκτήτη στην Τροία γιατί ένας χρησμός το ζητάει. Ο Φιλοκτήτης τον πιστεύει αλλά παθαίνει μεγάλη κρίση από την πληγή του. Και πριν αναπαυτεί για να ηρεμήσει, εμπιστεύεται το τόξο του Ηρακλή στον Νεοπτόλεμο.
Ο νέος μπροστά στον πόνο κλονίζεται. Δεν αντέχει άλλο να ψεύδεται. Εξομολογείται την αλήθεια στον Φιλοκτήτη. Αλλά επιμένει πως πρέπει να εκτελέσει το καθήκον του: να μεταφέρει το τόξο του Ηρακλή στην Τροία. Ο Οδυσσέας εμφανίζεται επιθετικός: θέλει να εξαναγκάσει με τη βία τον Φιλοκτήτη που ξέρει καλύτερα την τέχνη του τόξου του Ηρακλή να γυρίσει στην  Τροία. Σε απόγνωση ο Φιλοκτήτης προσπαθεί να αυτοκτονήσει. Τότε ο Νεοπτόλεμος μεταστρέφεται εντελώς και, αφού συγκρουστεί με τον Οδυσσέα, επιστρέφει στον ανήμπορο άντρα το τόξο, προσπαθώντας να τον πείσει με επιχειρήματα να τον πάρουν μαζί τους στην  Τροία όπου θα μπορέσουν να γιατρέψουν και την πληγή του. Ο Φιλοκτήτης και πάλι αρνείται. Αλλά το είδωλο του Ηρακλή που εμφανίζεται τον πείθει. Ο Φιλοκτήτης, με το τόξο του στο χέρι, ακολουθεί συμβιβασμένος τον Οδυσσέα και τον Νεοπτόλεμο στην Τροία.
Ο Σοφοκλής με τον «Φιλοκτήτη» του (409 π.Χ.) -όπου, κατά τη γνώμη μου, έχει δεχτεί επιδράσεις από τον Ευριπίδη- προβάλλει ένα ηθικό ζήτημα: τι σημαίνει καθήκον και τι εντιμότητα. Σε ένα έργο μεστό -έργο ωριμότητας-, χωρίς ίσως το μέγεθος των κορυφαίων του αλλά που σήμερα μπορεί να διαβαστεί ως κείμενο μπεκετικών αποχρώσεων.
Η παράσταση. Ο Κώστας Φιλίππογλου ανέλαβε τη σκηνοθεσία χωρίς καμία πείρα στο αρχαίο δράμα. Ίσως αυτό να ήταν ένα πλεονέκτημά του: αντιμετώπισε την τραγωδία με αθωότητα. Η πρώτη σοφή του κίνηση ήταν να ακουμπήσει στη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα: λόγος καθαρός, κρυστάλλινος, άμεσος, βαθύτατα ποιητικός -διαφώνησα μόνο με εκείνο το «ποτέ των ποτών»- χωρίς αυτό να αποβαίνει εις βάρος της θεατρικότητας. Μία μετάφραση από έναν ποιητή που δεν αντιμετωπίζει τη μετάφραση ως φασόν.
Στα χνάρια αυτής της καθαρότητας, της λιτότητας της μετάφρασης πορεύτηκε και η παράσταση. Ο Φιλίππογλου φάνηκε να έψαξε το κείμενο του Σοφοκλή με τους ηθοποιούς του μέσα από όλες τις πτυχές του, φανερές και κρυφές. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας τα έφερε στο φως όπως είναι: χωρίς τερτίπια, χωρίς σκηνοθετισμούς και εξυπνακισμούς, χωρίς καμία διάθεση να εντυπωσιάσει, χωρίς να προσπαθήσει να αποδείξει πόσο πιο έξυπνος είναι από το κείμενο του Σοφοκλή. Απλώς τα φώτισε.
Η κίνηση είναι από τα βασικά στοιχεία στις σκηνοθεσίες του -το λεγόμενο «σωματικό θέατρο». Ο φόβος είναι μήπως αυτό μεταβληθεί σε μανιέρα -διά πάσαν νόσον… Με τη συγκεκριμένη παράσταση ο Κώστας Φιλίππογλου απέδειξε πως διέφυγε τον κίνδυνο. Και πως μπορεί πολύ καλά να χειριστεί το στοιχείο αυτό της σκηνοθετικής του ταυτότητας. Τα τρεχαλητά του Χορού και των ηθοποιών δεν ήταν του «τρέχω για να τρέχω»: ήταν βγαλμένα, ξεκολλημένα από το υπο-κείμενο και ενταγμένα στο κείμενο με απόλυτο έλεγχο, χωρίς ούτε μία στιγμή να περισσεύουν, να ξεχειλίζουν. Η Φρόσω Κορρού που είχε την επιμέλεια της κίνησης απεδείχθη πολύτιμη συνεργάτισσα του σκηνοθέτη: απέφυγε τα άγονα στιλιζαρίσματα και πολύ σωστά κατέληξε, με το σκηνοθέτη προφανώς, σε μία κίνηση ελεύθερη, «ακατέργαστη» -για Χορό ναυτών πρόκειται άλλωστε-, μαλακή, ρέουσα -ακόμα και στις αλλαγές των σκηνικών-, που κάποιες στιγμές γινόταν δικαιολογημένα εκρηκτική -συναρπαστικά εκρηκτική.
Αλλά δεν τελειώνει εδώ ο κατάλογος των πολύτιμων συνεργατών της παράστασης -θα ήταν πολύ τυπικό να μιλήσω απλώς για συντελεστές μετά το σκηνικό αποτέλεσμα που είδα. Ο Κένι ΜακΛέλαν, για άλλη μια φορά μέσα στο πνεύμα της σκηνοθεσίας, φιλοτέχνησε ένα καλόγουστο σκηνικό: σχεδίασε, κλεισμένο με έναν ελαφρό, χαμηλό μεταλλικό φράχτη σαν στεφάνι, ένα αλώνι/ρινγκ μέσα στο οποίο διεξάγεται ο αμφίρροπος αγώνας -μία από τις μπρεχτικές νότες της παράστασης- των τριών ηρώων και του Χορού. Και έδειξε ακριβώς πόσο αμφίρροπος είναι με τα μαδέρια που, τοποθετημένα πάνω σε μεταλλικές βάσεις -τα μέταλλα σε χρώμα σκουριάς- μετατρέπονταν σε τραμπάλες. Το κοστούμια του, σε αποχρώσεις γαιώδεις, σκοτεινές, ολοκλήρωναν μία υψηλής αισθητικής πρόταση που δεν κραύγαζε όμως την υψηλή αισθητική της - διακριτικότητα όχι επιφανειακή. Το σκηνικό αναδείκνυαν οι έξοχα σχεδιασμένοι από τον Νίκο Βλασόπουλο φωτισμοί, με τις απόκοσμες σκιές που αναπτύσσονταν πάνω στον τοίχο του Ηρωδείου. Οι μουσικές των Lost Bodies που έστιξαν εξαίρετα το κείμενο των Σοφοκλή/Μπλάνα ολοκλήρωναν μία άποψη ουσιαστικά μοντέρνα που δεν επεδείκνυε, όμως, τη μοντερνικότητά της.
Μέσα στο περίβλημα αυτό ο Κώστας Φιλίππογλου κίνησε με τέλειους ρυθμούς και με μερικές αποτελεσματικότατες παύσεις -μουσικήν εποίησε- μία παράσταση ποιητικότατη, αν και πάνω σε ένα έργο σκληρό. Μία παράσταση με μέτρο σε όλα, όχι απλώς συνεπή, αλλά -δεν μετράω τα λόγια μου όταν ενθουσιάζομαι- έξοχη. Με πολλές συγκλονιστικές σκηνές. Κορυφαία, το μοίρασμα του ρόλου του είδωλου του Ηρακλή στα μέλη του Χορού με σελίδες χαρτιού, ως έπεα πτερόεντα, να ίπτανται πάνω από τη σκηνή -τι πιο καίριο σχόλιο για τη θεϊκή παρέμβαση που οδηγεί στο συμβιβασμό και εξουδετερώνει κάθε έννοια ελευθερίας και ανεξαρτησίας…
Οι ερμηνείες. Πολύ καλή η σκηνική σχέση που είχαν αναπτύξει οι ηθοποιοί των τριών βασικών ρόλων.
Με ενόχλησε στην αρχή η εξεζητημένη εκφορά του λόγου με τα έντονα συριστικά από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Αλλά στη συνέχεια ο ηθοποιός με αποστόμωσε και με ανάγκασε να τα ξεχάσω. Ο Μαρμαρινός έπιασε το ρόλο εκεί όπου, ίσως, άλλοι τον αφήνουν, τον κατέκτησε και ακολουθώντας με πίστη και αφοσίωση πρωτάρη τη σκηνοθεσία -αυτός, ένας, κατά βάση, σκηνοθέτης και μάλιστα με πολύ ισχυρό προσωπικό στίγμα!-, με κίνηση που μιλούσε, έδωσε ένα Φιλοκτήτη, βασανισμένο, καταρρακωμένο, πονεμένο όχι μόνο σωματικά, που αναγκάζεται να ταπεινωθεί αλλά δεν το βάζει κάτω. Και στο τέλος έγινε βαθιά συγκινητικός.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης έκανε τον καλύτερο, ίσως, ρόλο του δίνοντας τον Οδυσσέα με μία σαφή αλλά και με μέτρο ειρωνεία και τον Έμπορο, που κατά τη σκηνοθεσία είναι ο ίδιος ο Οδυσσέας μεταμφιεσμένος, με χιούμορ.
Αφήνω τελευταίο τον Αιμίλιο Χειλάκη. Επαναλαμβάνω για άλλη μία φορά πως τον θεωρώ όχι απλώς το μείζον τάλαντο της γενιάς του αλλά και έναν από τους σημαντικούς ηθοποιούς που έχουν περάσει από την  ελληνική σκηνή. Δεν είναι μόνο η εμφάνισή του, η φωνή, η κίνησή του, το Μέγεθός του. Γεννημένος για τους μεγάλους ρόλους, τους αντιμετωπίζει χωρίς την -καταστροφική όταν προηγείται και του ρόλου… -έπαρση «είμαι ο μοναδικός». Τους αντιμετωπίζει εις βάθος και πλάτος, καίρια. Αυτό έκανε και με τον Νεπτόλεμο: μία ερμηνεία ουσιώδης, που δεν επιδεικνύεται αλλά εξυπηρετεί το συνολικό παραστασιακό αποτέλεσμα.
Το συμπέρασμα. Μία εξαίρετη, κατά τη γνώμη μου, παράσταση. Η καλύτερη του φετινού Φεστιβάλ Επιδαύρου -έστω και αν δυστυχώς ήταν η μόνη που δεν είδα στην Επίδαυρο-, η καλύτερη παράσταση του φετινού καλοκαιριού -ελάχιστες δεν έχω δει- και μία νέα πρόταση στην ερμηνεία της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας από τις εντελώς ελάχιστες ολοκληρωμένες των τελευταίων δεκαετιών, ισάξια σχεδόν με τον «Οιδίποδα τύραννο»-τομή του Τσέζαρις Γκραουζίνις, που, σημειώστε, πως και πάλι ήταν παραγωγή πρωτοβουλίας Αιμίλιου Χειλάκη. Πολύ λυπάμαι που δεν την είδα νωρίτερα για να σας τη συστήσω παρά μόνο στη χτεσινή, τελευταία της παρουσίαση. Θέλω να ελπίζω πως μετά τη θριαμβευτική υποδοχή της οποίας έτυχε θα την επαναλάβουν το επόμενο καλοκαίρι. Πρέπει! Αν συμβεί αυτό, μην τη χάσετε με τίποτα.

Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Φεστιβάλ Αθηνών, από την Aρτivities και το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Πάτρας, 6 Σεπτεμβρίου 2014.

No comments:

Post a Comment