Το έργο. Η
Τροία, μετά από δεκαετή πολιορκία των Ελλήνων, έχει πέσει. Όλοι οι άντρες της
έχουν σφαχτεί. Και οι γυναίκες της, με πρώτες τις επιζώσες της βασιλικής της
οικογένειας, αιχμάλωτες, ριγμένες στην ακτή, έξω από τα τείχη της συλημένης
πόλης, περιμένουν να μάθουν την τύχη τους. O Ποσειδώνας που
στάθηκε δίπλα στους Τρώες και η Αθηνά, που είχε πάρει το μέρος των Ελλήνων αλλά
τους είδε να βεβηλώνουν τους ναούς της καθώς κατέστρεφαν την Τροία και έχει
οργιστεί, συμμαχούν με ένα στόχο: να τιμωρήσουν σκληρά την έπαρση των νικητών κατά την επιστροφή τους
στην Ελλάδα.
Εκείνοι, όμως -τραγική η ειρωνεία…-, προς το παρόν συνεχίζουν το έργο
τους. Η Εκάβη, η τρωαδίτισσα βασίλισσα, χήρα πια του Πριάμου, μαθαίνει από τον
κήρυκά τους, τον Ταλθύβιο, τα μαντάτα: θα συρθούν όλες στον εξανδραποδισμό. Η
ίδια προορίζεται για σκλάβα του μισητού Οδυσσέα που με το τέχνασμα του Δούρειου
Ίππου του έγινε ο μοχλός για την πτώση της Τροίας. Την κόρη της, την Κασσάνδρα,
τη σεβάσμια ιέρεια/προφήτισσα του Απόλλωνα, θα την πάρει μαζί του ως παλλακίδα ο
Αγαμέμνονας, ο αρχιστράτηγος των Ελλήνων, που ήδη τη βίασε και τη μίανε. Τη
νύφη της, την Ανδρομάχη, χήρα του πρωτότοκού της Έκτορα, ο γιος του Αχιλλέα, ο
Νεοπτόλεμος.
Η Κασσάνδρα σε έκσταση
προφητεύει το άδοξο τέλος του Αγαμέμνονα και το δικό της από φονικό χέρι όταν
γυρίσουν στο Άργος και το ξεθεμελίωμα των Ατρειδών. Η Ανδρομάχη φέρνει το νέο
πως οι Έλληνες έχουν ήδη σκοτώσει την άλλη κόρη της Εκάβης, την Πολυξένη -θυσία
στον τάφο του Αχιλλέα-, αλλά την περιμένει το χειρότερο: οι νικητές θα της πάρουν
από τα χέρια το παιδάκι της, τον Αστυάνακτα. Για να το σκοτώσουν. Είναι γιος
του Έκτορα, είναι ο μόνος αρσενικός Τρώας που έχει επιζήσει, ίσως κάποτε ξαναέχτιζε
την Τροία. Όταν εμφανιστεί ο Μενέλαος με
την Ελένη, τη σύζυγό του, που η -με τη βούλησή της- απαγωγή της από τον Τρώα Πάρη έγινε η αφορμή
του φονικού πολέμου και που την έχει πάρει πίσω με το σκοπό να τη σκοτώσει, οι
γυναίκες αδειάζουν όλο το μίσος τους πάνω της και ζητούν την άμεση σφαγή της. Ο
Μενέλαος, όμως, την παίρνει μαζί του στην Ελλάδα, μεταθέτοντας την τιμωρία της.
Όλα δείχνουν πως η αδάμαστη Ελένη στο πλοίο της επιστροφής θα πείσει με τα
επιχειρήματά της και την ομορφιά της -το βασικότερο των επιχειρημάτων της…- τον
διστακτικό, άβουλο μπροστά της, απατημένο σύζυγο για την «αθωότητά» της και θα
κερδίσει το παιχνίδι.
Η τραγωδία θα κλείσει με τις Τρωαδίτισσες,
αφού νεκροστολίσουν με τη γιαγιά του, την Εκάβη, το νεκρό πια κορμάκι του
Αστυάνακτα, να σύρονται στα ελληνικά καράβια ενώ, πίσω τους, η συλημένη πόλη
παραδίδεται στη φωτιά και τα υπολείμματα των τειχών της συντρίβονται.
Ο Ευριπίδης, με τις «Τρωάδες»
του (415 π.Χ.), γραμμένες λίγο μετά τον αφανισμό από τους Αθηναίους της Μήλου -τη
σφαγή και τον εξανδραποδισμό των κατοίκων της ως τιμωρία γιατί θέλησαν να
μείνουν ουδέτεροι στον πόλεμο τους με τους Σπαρτιάτες- δεν υπέμνησε μόνον οικεία
κακά, όπως πιστεύεται. Μιλώντας για τα δεινά, για τις αγριότητες του πολέμου
άφησε μία τραγωδία η οποία μπορεί να μην είναι η αρτιότερη που έχει γράψει
καθώς της λείπει η συνοχή αλλά παρέμεινε και παραμένει δυστυχώς πάντα συγκλονιστικά
επίκαιρη: ο Πόλεμος ποτέ δεν τελειώνει.
Η παράσταση. Ο Θέμης Μουμουλίδης θέλησε να «αποτραγωδιοποιήσει» τις «Τρωάδες» πιστεύοντας
πως θα τις φέρει πιο κοντά μας. Επενέβη ελαφρά στο κείμενο της επαρκούς
μετάφρασης του Κ. Χ. Μύρη και το επεξεργάστηκε με την Παναγιώτα Πανταζή
προσθέτοντας κάποια κείμενα σύγχρονων μαρτυριών πολέμου, κατέβασε τους δύο
θεούς του προλόγου, παρά τις μάσκες που τους έβαλε, σε επίπεδα καθημερινά, σχεδόν
αγοραία -ο Ποσειδώνας εμφανίζεται να κάνει ποδόλουτρο σε μία τσίγκινη λεκάνη-, περίπου
εξαφάνισε το Χορό μετατρέποντας τα στάσιμα σε μέρη διαλογικά και αντικαθιστώντας
ένα από αυτά αποκλειστικά με τις μαρτυρίες, πρόσθεσε έναν διαχρονικό στρατιώτη
που ανοίγει και κλείνει το έργο και έδωσε ένα ρεαλιστικό ύφος στην όλη
παράσταση.
Σε έργα τόσο πολυπαιγμένα
κάθε πρακτική νομιμοποιείται πια με αιτούμενο την ανανέωσή τους και την
ανανέωση του ενδιαφέροντος του κοινού. Το θέμα είναι η υλοποίηση της κάθε
άποψης. Πιστεύω πως ο σκηνοθέτης εδώ δεν πέτυχε. Χάνεται το τραγικό μέγεθος
αλλά τίποτα δεν έχει βρεθεί να το αντικαταστήσει, να το αντιστοιχίσει -πράγμα
που είχε καταφέρει ο Γιάννης Τσαρούχης το 1977 όταν ανέβασε την ίδια τραγωδία.
Το αποτέλεσμα, όπως εγώ τουλάχιστον το εισέπραξα, είναι άχρωμο, άνευρο και
αδιάφορο. Μία παράσταση επίπεδη, χωρίς εσωτερική ένταση, άσφαιρη.
Ο Γιώργος Πάτσας ύψωσε ένα μεταλλικό
τείχος με κάγκελα φυλακής, σκηνικό ταιριαστό με την παράσταση, που, καλά φωτισμένο,
γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον αλλά τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού, χωρίς
προσωπικότητα, δεν κομίζουν κάτι ιδιαίτερο. Ο Θύμιος Παπαδόπουλος με τις
μουσικές του και ο Γιάννης Λαμπρόπουλος που σχεδίασε τους απειλητικούς ήχους
έχουν συμπορευτεί αποτελεσματικά με τη σκηνοθετική γραμμή.
Οι ερμηνείες. Η
σκηνοθεσία δεν κατάφερε να οδηγήσει στην υπέρβαση και τους καλούς έως πολύ
καλούς ηθοποιούς της διανομής.
Η Φιλαρέτη Κομνηνού, νέα
ακόμη, ίσως, για να παίξει Εκάβη αλλά ιδανική για την τραγωδία -εμφάνιση,
φωνητικό μέταλλο, κίνηση, μέγεθος- παίζει το ρόλο με τη γυμνασμένη τεχνική της
αλλά στεγνά, ατσαλάκωτα, τυποποιημένα, καθωσπρεπικά, χωρίς να μεταδίδει -σε
μένα τουλάχιστον δεν μετέδωσε- συγκίνηση, χωρίς να βγάζει τα σπλάχνα της.
Συγκίνηση ένοιωσα μόνο στο θρήνο της πάνω από το νεκρό κορμάκι του Αστυάνακτα.
Αλλά δεν μου ήταν αρκετή.
Συγκίνηση αντίθετα μου
μετέφερε η Μαρία Πρωτόπαππα-Ανδρομάχη, η μόνη, κατά τη γνώμη μου, που ξεχωρίζει
στην παράσταση. Η Ιωάννα Παππά ζορίζεται και ζορίζει τη φωνή της άκαρπα ως
Κασσάνδρα. Και τα μικροφωνικά τερτίπια -έκο κλπ- που της πρόσθεσε η σκηνοθεσία αντί
να μεγεθύνουν, πιστεύω ότι μειώνουν το αποτέλεσμα, το κάνουν τεχνητό. Η Ζέττα
Δούκα, μείζον τάλαντο, έχει παράστημα Ωραίας Ελένης αλλά η σκηνοθεσία την
περιόρισε στην πόζα.
Ο Στέλιος Μάινας στον
Ταλθύβιο, τον πιο άχαρο ίσως ρόλο του αρχαίου ελληνικού δραματολογίου, δεν
καταφέρνει παρά να διεκπεραιώσει. Ο Άρης Λεμπεσόπουλος, στον Ποσειδώνα με αλλοιωμένη
φωνή και ήχους Λευτέρη Βογιατζή, είναι αποδοτικότερος στον Μενέλαο χωρίς να
υπερβαίνει τα συνήθη του μέτρα. Η Λένα Παπαληγούρα εδώ περιορίζεται σε μία
άχρωμη παρουσία. Σωστός σ’ αυτό που του ζητήθηκε ο Χρήστος Πλαΐνης.
Το συμπέρασμα.
Ένα ακόμα περιττό ανέβασμα των «Τρωάδων».
Κατράκειο Θέατρο Νίκαιας, από το θίασο «5η
Εποχή Τέχνης» και το ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας, 5 Σεπτεμβρίου 2014.
No comments:
Post a Comment