May 9, 2014

Κάτι μου μυρίζει…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 9 Μαΐου 2014

Έκτακτες συνεντεύξεις Τύπου της διοίκησης του ΚΘΒΕ για τα οικονομικά του Θεάτρου, «επείγουσες διευκρινιστικές δηλώσεις» της «Ακροπόλ Α.Ε.» για τα 300.000 ευρώ που της χρεώνονται και που περιλαμβάνονται στις απαιτήσεις, όπως ανακοινώθηκαν, του ΚΘΒΕ -αφορά τις επί Σωτήρη Χατζάκη συμπαραγωγές με την «Ακροπόλ» η οποία επιμένει πως το ποσό αυτό «δεν είναι πραγματικό, μιας που σε αυτό συμπεριλαμβάνονται αμοιβές και ποσά που ακόμα δεν έχουν εκκαθαριστεί» -και τσουπ στην κουβέντα πάλι «η κλοπή (άνω των 80.000 ευρώ) από τα χέρια του ταμία του ΚΘΒΕ» που χρονολογείται απ’ τον Αύγουστο του 2012 κι ακόμα στοιχειώνει το παρελθόν -ποιος πληρώνει τον τζερεμέ; Σαν κάτι που κουκουλώθηκε να μυρίζει εκεί, στο βάθος του ορίζοντα. Ή μου φαίνεται;




Ήταν ένας άθλος. 1216 σελίδες ενός βικτοριανού μυθιστορήματος να γίνουν παράσταση. Και μάλιστα από έναν νεανικό θίασο κι ένα σκηνοθέτη με μικρή πείρα. Το «Αρμαντέιλ» του Ουίλκι Κόλινς για μένα παραμένει μια ιστορία μυστηρίου ενός λαϊκού συγγραφέα χωρίς να παίρνει τις διαστάσεις που του έχουν δώσει οι μελετητές του 20ου αιώνα. Αλλά μια ιστορία προσεκτικά, εξαιρετικά γραμμένη, με χαρακτήρες που αναπτύσσονται με σαφήνεια και δεξιότητα. Η διασκευή την οποία επιχείρησαν η Μαρία Κίτσου κι ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, πάνω στη μετάφραση του μυθιστορήματος που υπογράφει η Σάντυ Παπαϊωάννου και που κυκλοφορεί απ’ τις Εκδόσεις «Gutenberg», είναι με μεγάλη προσοχή επεξεργασμένη. Κι η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης και που είδα στο «Σύγχρονο Θέατρο» του Σταύρου Τσακίρη ήταν ένα επίτευγμα.
Για περισσότερο από τέσσερις ώρες εννιά νέοι ηθοποιοί ενορχηστρωμένοι άριστα, παρά τις επιμέρους αδυναμίες και απειρίες τους, με κράτησαν σε διαρκή ετοιμότητα ανανεώνοντας διαρκώς το ενδιαφέρον μου. Και το κείμενο ΝΑ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ -το σημαντικότερο. Πήγα κουρασμένος, με το φόβο πως δε θ’ αντέξω όλη αυτή τη διάρκεια, και βγήκα γεμάτος, ανανεωμένος. Ένα καλόγουστο, καλαίσθητο θέαμα -έχουν πολύ ταλέντο η Ηλένια Δουλαδίρη κι ο Παναγιώτης Λαμπριανίδης που υπέγραφαν τα ευφάνταστα κοστούμια, η πρώτη και τα λιτά σκηνικά-, οι καίριες όπως πάντα μουσικές του Δημήτρη Καμαρωτού και μια παράσταση υψηλών απαιτήσεων που δεν ήθελε να συμβιβαστεί με την κακώς εννοούμενη λιτότητα και τη συνήθη, πλέον, προχειρότητα και την ευκολία οι οποίες γίνονται αποδεκτές με τα άλοθι της έλλειψης πόρων και των καλών προθέσεων.
Η παράσταση αυτή, αφού δουλευτεί κι άλλο, κυρίως ως προς τους ηθοποιούς, πρέπει οπωσδήποτε να ξαναβρεί το δρόμο της σκηνής. Είμαι σίγουρος πως θα γίνει μεγάλη επιτυχία. Γιατί το αξίζει. Και γιατί το μπορεί.



Να σταθώ λίγο περισσότερο στην πρωταγωνίστρια του «Αρμαντέιλ» που μαζί με τον ίδιο τον, εξαίρετο και ως ηθοποιό, Κωνσταντίνο Ασπιώτη κρατούσαν το κύριο βάρος. Την Μαρία Κίτσου, που είχε ήδη πρωτοεμφανιστεί στον πρώτο «Ηλίθιο» του Στάθη Λιβαθινού, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, την ξεχώρισα όταν επωμίστηκε την Βαρόνη Στραλ στην «Μασκαράτα» του Λέρμοντοφ που ο Λιβαθινός έκανε για το Φεστιβάλ Αθηνών: Μέγα Τάλαντο και πανέμορφη -μια σκοτεινή, μυστηριώδης ομορφιά. Έκανε έκτοτε πολλές ενδιαφέρουσες έως εξαιρετικές ερμηνείες, έκανε την Μαρία Πολυδούρη με επιτυχία στην τηλεόραση, πήρε το 2012 το Βραβείο «Μελίνα Μερκούρη»… Φέτος την είδα Ρεγκίνε στους «Βρυκόλακες» του Στάθη Λιβαθινού, πλάι στην Μπέττυ Αρβανίτη. Για πρώτη φορά με απογοήτευσε -γνώμη μου, ουδείς αλάνθαστος. Αλλά απανωτά ήρθε το «Αρμαντέιλ» και η Δεσποινίς Γκουίλτ της -ένας ρόλος που σα να γεννήθηκε γι αυτόν. Και όχι μόνο με αποζημίωσε. Με θάμπωσε, με κατάκτησε το κορίτσι αυτό: μια συγκλονιστική ερμηνεία που έδωσε βάθος και πλάτος και κύρος στο ρόλο. Και που θα χαρώ ν’ απολαύσω και πάλι.



Για να πω την αλήθεια περίμενα απ’ το Μέγαρο Μουσικής περισσότερη ευαισθησία. Και μια ανακοίνωση. Η οποία να ζητάει συγγνώμη -τουλάχιστον- απ’ όσους -πολλούς- αγόρασαν εισιτήριο για τον «Λιρ» που μεταδόθηκε ζωντανά απ’ το Λονδίνο -απ’ το εκεί Εθνικό Θέατρο- και πήγαν να παρακολουθήσουν τη μετάδοση. Για το κομφούζιο που ’γινε με τους ελληνικούς τίτλους. Τραγικό, όπως μου το περιέγραψαν μια και δεν ήμουν παρών, κατέστρεψε την παράσταση -φωνές, διαμαρτυρίες, κακό… Αλλά σιγή. Δεν είναι, όμως, πάντα κρείττον το σιγάν…




Μινιατούρες -τρένα που ’τρεχαν και ράγες και σταθμοί, χιόνια και θολωμένα τζάμια, ανεμόσκαλες και δεντράκια, ουρανοί και νερά… Και χέρια μόνον, δάχτυλα μόνον σε κίνηση, που αναπαριστούσαν ανθρώπινες υπάρξεις. Σε μια μεγάλη οθόνη. Οι καλλιτέχνες κι οι ευαίσθητες κάμερες να τρέχουν μέσα στο σκοτάδι της σκηνής. Κι η χορογράφος Μισέλ Αν ντε Με κι ο σκηνοθέτης σύντροφός της Ζακό βαν Ντορμάλ έπλασαν ένα αλλιώτικο, βουτηγμένο στις μουσικές, ποίημα για τους πέντε έρωτες της ζωής της που αναπολεί μια γηραιά κυρία καθισμένη στο παγκάκι ενός σιδηροδρομικού σταθμού. Ένα υπέροχο ποίημα νοσταλγικό, βαθύτατα μελαγχολικό αλλά και γεμάτο γλύκα, που οι ρίζες του μπορεί να βρίσκονται στο χορό με τα πιρούνια του Τσάρλι Τσάπλιν στον «Χρυσοθήρα» του ή στο Μαύρο Θέατρο, ήταν το «Kiss and Cry» που είδα στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Ενταγμένο, κι αυτό, στο ιδιαίτερα επιτυχημένο «Fast Forward Festival» της.




Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ξέσπασε και πάλι. Ο Θουκυδίδης εισβάλλει στο ελληνικό θέατρο. Ορμητικά. Με δυο παραστάσεις: «Εγώ ο Θουκυδίδης, ένας Αθηναίος» -τέως «Εγώ ο Θουκυδίδης του Ολόρου, Αλιμούσιος», άλλαξαν τον τίτλο- ως μονόλογος της Άννας Κοκκίνου, σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία της ίδιας με συνεργάτη τον Νίκο Φλέσσα, που παίζεται ήδη στην «Σφενδόνη» της, 
αλλά και «Πελοποννησιακός πόλεμος (Μέρος Α΄)» σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη το καλοκαίρι στην Μικρή Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου, με κύριο πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Λιγνάδη και με την πρόθεση ν ακολουθήσουν άλλα δυο μέρη -το 2015 και το 2016- ώστε μέσα σε μια τριετία να ολοκληρωθεί το project -που λέμε πια.



«Η τέχνης της Κρίσης: Η περίπτωση του θεάτρου», ο τίτλος. Η σκηνοθεσία, της Κατερίνας Πατρώνη, η ιδέα, η έρευνα κι η επιμέλεια της πολύ καλής συναδέλφου Ίλιας Παπασπύρου. Και είδα ένα ντοκιμαντέρ 55 λεπτών, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικό. Άψογα ισορροπημένο και καίριο. Που, μέσα στη γενική καντήφλα, αποπνέει αισιοδοξία για το μέλλον του θεάτρου μας. Από Ολιβιέ Πι ο οποίος μιλάει, με φόντο μετανάστες και άστεγους, για το «Vitrioli» του Γιάννη Μαυριτσάκη που έστηνε τότε στο Εθνικό μέχρι τον Βασίλη Μπισμπίκη που, μαζί με φίλους ομοτέχνους του, έχτισαν με «σκουπίδια» το «Cartel» τους, εκεί, στην Αγίας Άννης, απ’ τον Στάθη Λιβαθινό που ετοίμαζε τότε την «Ιλιάδα» του μέχρι την Γεωργία Μαυραγάνη της κατάληψης του «Εμπρός», όλοι πικρά αλλά αποφασιστικά καταλήγουν: «Δε θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη».
Δείτε το! Ως δίπτυχο με το ανάλογου θέματος «Ηθοποιοί: Ημερολόγιο σπουδής» του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου παίζονται ακόμα στην «Ταινιοθήκη».


Το «πολλά περισσότερα» εξαπλώνεται ταχύτατα -ανεξέλεγκτα πια θα ’λεγα: σε δημοσιογραφικά κομμάτια, σε λογοτεχνικά πονήματα, σε μεταφράσεις, επί σκηνής κι από στόματος ηθοποιών, σε σημειώματα θεατρολόγων, σε προγράμματα Θεάτρων, ακόμα και του Εθνικού, στην τηλεόραση βέβαια… -, κάτι σαν επιδημία. Μήπως πρόκειται για ιό; Όταν δεν το ακούω με τα ίδια μου τ’ αυτιά κι απλώς το διαβάζω με τα ίδια μου τα μάτια, αναρωτιέμαι, έκπληκτος μερικές φορές απ’ τις υπογραφές που το… στηρίζουν το «πολλά περισσότερα», μπας και τη δουλειά τούς την έκαναν των ανθρώπων διορθωτές με άποψη -του τύπου «έχει ως φόντο ιστορικά γεγονότα-σταθμοί»…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

No comments:

Post a Comment