Το έργο. 1939.
Παραμονές του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου σε μία επαρχιακή πόλη. Απόστολος
Πετρόπουλος: ο απόλυτος Κακός. Αδίστακτος. Γόης αλλά «έκφυλος», όπως τους
έλεγαν τότε -δεν αφήνει γυναίκα για γυναίκα, όπου βρει. Κρυφή ερωμένη του, η Όλγα,
γυναίκα του συμβολαιογράφου Γιώργου Δελή, συνεταίρου του. Την οποία αφήνει και
έγκυο -το παιδί θα «καταλογιστεί» στον νόμιμο άντρα της. Και όμως ο Απόστολος παντρολογιέται με την αδελφή του Δελή, την Αγγελική -έχει, βλέπετε, προίκα. Και
την αρραβωνιάζεται.

Η Αγγελική εκούσα άκουσα πείθεται.
Ο γάμος γίνεται. Ένας γάμος δυστυχισμένος. Ο Απόστολος συνεχίζει να μπλέκει με
γυναίκες δεξιά και αριστερά και όταν έρχεται ο Πόλεμος και η Κατοχή κάνει όλων
των ειδών τις βρομοδουλειές:
τοκογλύφος, μαυραγορίτης, συνεργάτης των Γερμανών…
Το παιδί της Όλγας αρρωσταίνει και πεθαίνει. Εκείνη το θεωρεί τιμωρία Θεού και
μέσα στην απόγνωσή της αποκαλύπτει την αλήθεια για την πατρότητά του. Ο άντρας
της θα ενταχθεί στην Αντίσταση.
Παράλληλα με την ερωτική
ιστορία της Αγγελικής ξετυλίγεται και η ιστορία της συνομήλικής της Ρηνούλας -που
έχει χάσει τους γονείς της, την πήραν κοντά τους οι Δελήδες και την έχουν σαν
παιδί τους- με τον γιατρό Αλέξανδρο Δεμάρη: ατυχής η κατάληξη και αυτής της σχέσης.
Ο Δεμάρης, αν και αγαπάει την Ρηνούλα, πιεσμένος από τη μητέρα του που δεν εγκρίνει
το κορίτσι για νύφη της, την αφήνει και παντρεύεται άλλη. Θα γυρίσει από το μέτωπο
καταρρακωμένος και με κομμένο χέρι. Όταν οι Γερμανοί αρχίσουν να μαζεύουν τους
Εβραίους ο Μανιάς, που όλο και περισσότερο δένεται με την Αγγελική, αποκαλύπτει
στην Ρηνούλα πως είναι από τη μητέρα της Εβραία και πως θα τη συλλάβουν. Και τη
φυγαδεύει.
Ο Απόστολος θα βρει το τέλος
που του αξίζει -τον εκτελούν εν ψυχρώ οι αντάρτες. Ο Μανιάς, κατά βάθος τίμιος άνθρωπος,
θα συνειδητοποιηθεί, θα ενταχτεί στην Αντίσταση και θα το σκάσει για να μην τον
συλλάβουν. Η Απελευθέρωση θα τον ενώσει με την Αγγελική, όπως θα ενώσει και την
Ρηνούλα, που επιστρέφει από το κρησφύγετό της, με τον Δεμάρη: η γυναίκα του τού
δίνει την ελευθερία του καταλαβαίνοντας πως ποτέ δεν αγάπησε εκείνη.
Το -πρώτο- μυθιστόρημα της
Ντόρας Γιαννακοπούλου «Η πρόβα του νυφικού» (1993) είναι μία κατασκευή με «καλούς»
και «κακούς» - ερωτικές ιστορίες μέσα σε ταραγμένο περιβάλλον- σε περιποιημένη
συσκευασία, της κατηγορίας «ευπώλητα», που σαν απώτερο στόχο της -ομολογημένο ή
όχι- είχε να γίνει τηλεοπτική σειρά. Και έγινε -και μάλιστα με επιτυχία, η εικόνα
μπορεί να εξωραΐσει. Ο λόγος που το Εθνικό Θέατρο θέλησε να το ανεβάσει στη
σκηνή ήταν, προφανώς, ανάλογος: να κάνει μία παράσταση «ευπώλητη». Αν αυτός,
πλέον, είναι ο λόγος ύπαρξης ενός κρατικού Θεάτρου, πάω πάσο…

Η παράσταση.
Ο Σωτήρης Χατζάκης παρέλαβε το κείμενο με τις αμηχανίες αυτές και έστησε εκ των
ενόντων μία επίπεδη, άνευρη παράσταση στο όχι κακόγουστο αλλά δύσκαμπτο, καθόλου λειτουργικό,
συμβατικό σκηνικό της Έρσης Δρίνη -η οποία υπογράφει και τα γενικώς ευπρεπή
αλλά «κυριακάτικα» και όχι πάντα προσεγμένα στις λεπτομέρειες κοστούμια. Τα
μετωπικά στησίματα περισσεύουν και οι ρυθμοί δεν είναι πάντα οι καλύτεροι.
Επιπλέον οι μουσικές που συνέθεσε και επιμελήθηκε ο Βασίλης Δρογκάρης, αν και
ταιριαστές και παρά τις πολύ καλές φωνές των ηθοποιών -Κατερίνα Γιαμαλή, Σεβίλλη
Παντελίδου…- που τραγουδούν (μουσική διδασκαλία Μελίνα Παιονίδου) και την
παρουσία επί σκηνής δύο μουσικών, μοιάζουν ξένο σώμα, δεν έχουν ενταχθεί
λειτουργικά στην παραστασιακό αποτέλεσμα. Όλα δημιουργούν την αίσθηση μιας παράστασης η οποία,
πέρα από τις αντοχές της -που δεν τις έχει-, δεν έχει λιώσει. Σαν να
παρακολουθούμε πρόβα. Συμβατικά την εξυπηρετούν η χορογραφία της Κικής Μπάκα
και οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου.
Ο εθνικός ύμνος στη σκηνή της Απελευθέρωσης, ενοχλητικά λαϊκίστικη κορόνα, από αυτές που συνηθίζει ο
σκηνοθέτης. Και το φινάλε με τις δύο σημαίες, την ελληνική και την κατακόκκινη,
ως συμβολικό προανάκρουσμα του Εμφύλιου που επέρχεται, πολύ εύκολο εύρημα.
Όμορφη, με παρουσία ευγενική
αλλά άχρωμη, επίπεδη η Ευγενία Δημητροπούλου δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις
πρωταγωνιστικές απαιτήσεις του ρόλου της. Με πολύ πιο ισχυρή προσωπικότητα η
Δανάη Σκιάδη τα καταφέρνει καλύτερα χωρίς να απογειώνεται. Επαρκώς
διεκπεραιώνουν τους ρόλους τους η Θέμις Μπαζάκα, ο Γιώργος Κοτανίδης -με
χιούμορ- , ο Θέμης Πάνου- δείχνει ο λιγότερο πεπεισμένος και ο πιο διεκπεραιωτικός
από όλους, νομίζω-, ο Νίκος Μαγδαληνός, η Ανδρομάχη Δαυλού, η Ελεάνα
Στραβοδήμου -στον εντελώς άχαρο ρόλο της Ευανθούλας. Πιο αδύναμοι ο Δημήτρης
Μαύρος, ο Γρηγόρης Σταμούλης, ο Πέτρος Πετράκης, ο Ευάγγελος Χαλκιαδάκης... Στεγνή,
σπασμωδική βρήκα την Αλεξάνδρα Παλαιολόγου και υπερβολικά παλιό τον Δημήτρη
Κοτζιά.
Θέλω, όμως, να ξεχωρίσω την
Τζένη Σκαρλάτου -έξοχη ηθοποιός!-, την Ντίνα Αβαγιανού, έστω και σε ένα μικρό
ρόλο, και την Κατερίνα Γιαμαλή, αν και φοβάμαι πως επαναλαμβάνεται.

Το συμπέρασμα.
Μία επιλογή που δεν έχει θέση στο ρεπερτόριο ενός κρατικού Θεάτρου και μία
παράσταση της σειράς.
Εθνικό Θέατρο/Θέατρο «Rex»/Σκηνή
«Μαρίκα Κοτοπούλη», 16 Μαΐου 2014.
No comments:
Post a Comment