Το έργο. Ένας άντρας που κρατάει μια πέτρα βαριά και μας κοιτάζει. Από πάνω του ένας ουρανός γκρίζος, βαρύς, σκοτεινός, συννεφιασμένος. Που σου πλακώνει την καρδιά.
Ένας άλλος άντρας έρχεται στη σκηνή φορτωμένος με το βάρος ενός τοίχου. Περπατάει δύσκολα. Θα παλέψουν με τον τοίχο αυτό: προσπαθεί να τον τρυπήσει, να τον ξεσκίσει, γκρεμίδια σωριάζονται κάτω, άλλος ένας άντρας, μία γυναίκα συμμετέχει, η οπή που έχει δημιουργηθεί στον τοίχο γίνεται μήτρα που καταπίνει και γεννάει πάλι με δυσκολία τα κορμιά αυτά.
Μία γυναίκα. Κρατάει ένα διάφανο κομμάτι πλέξιγκλας που έχει το ύψος της. Με έναν άντρα που στέκεται πίσω της το κάνουν να πάλλεται. Το φως που πέφτει πάνω του σαν να παράγει αστραπές μιας κοσμικής καταιγίδας.
Και μετά πέτρες, πέτρες, πέτρες… Που τις κουβαλάνε και τις αφήνουν να πέφτουν στη σκηνή. Και τις ξαναμαζεύουν. Και πάλι τις αφήνουν να πέσουν -ένα σισύφειο μαρτύριο.
Και ύστερα συγκολλητικές ταινίες ατελείωτες, κολλημένες στο δάπεδο της σκηνής, που οι ηθοποιοί/χορευτές τις τραβούνε ορμητικά και τις ξεκολλάνε, και τις τραβούνε και τις ξεκολλάνε.
Κι ο ουρανός να χαμηλώνει αργά, απειλητικά, σαν να θέλει να τους συνθλίψει. Και κατόπιν ένα φως, ένας προβολέας -ένας ήλιος θολός; Ένα φεγγάρι;- στον ουρανό. Θα χαθεί σύντομα. Με παραπέμπει στον Μπέκετ και στο «Περιμένοντας τον Γκοντό»: «Ξεγεννάνε καβάλα σ’ ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι». Ο άντρας που έχει μείνει στη σκηνή θα ψάχνει το φως σπρώχνοντας με το μακρύ φτυάρι του τον πλαστικό θόλο του ουρανού και κάνοντάς τον να κυματίζει. Εις μάτην.
Θα τελειώσουν με ένα φορτωμένο τραπέζι που το φέρνουν στη σκηνή αργά, προσεκτικά, πομπικά, σαν Επιτάφιο, και το κατεβάζουν, ισορροπώντας το με τα πόδια του στα κεφάλια τους, στο χαμηλό ικρίωμα που έχει στηθεί στην πλατεία, ανάμεσα στους θεατές. Πάνω του -δίκην Καραβάτζο και Τσαρούχη-, ντομάτες κατακόκκινες, τυρί, μία φραντζόλα που την μοιράζονται. Θα φάνε ανέμελοι πια. Είναι η ζωή. Εμείς είμαστε, εμείς που ζούμε και χαιρόμαστε τη ζωή αυτή εκκρεμείς μέσα στο μηδέν, μέσα στο άπειρο, μέσα στο τίποτα, μέσα στο χάος. Χωρίς ούτε ένα μυστήριό της να έχουμε μπορέσει να λύσουμε.
Όταν τελειώσουν το δείπνο, ένα δείπνο που, αν και τόσο φανερό, παραπέμπει στον Μυστικό Δείπνο, οι πέτρες είναι ακόμα εκεί. Ο ένας από τους άντρες γυρίζει στη σκηνή και ανασηκώνει μία. Την αφήνει να πέφτει και μετά την πιάνει στον αέρα και τη σηκώνει πάλι και ξανά και ξανά. Ο Σίσυφος δεν έχει ολοκληρώσει το έργο του… Δεν θα το ολοκληρώσει ποτέ.
Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, στην καινούργια φάση της δουλειάς του, που την εγκαινίασε η «Πρώτη ΄Υλη», με το «Still Life» («Νεκρή φύση») έπλασε -ο Μπέκετ, για μένα, έμοιαζε πάντα παρών, σε μια ακρούλα, σε όλες τις παραστάσεις του- το πιο μπεκετικό θέαμά του: μία βαθιά, υπαρξιακή ενδοσκόπηση με μία μεταφυσική ενόραση ασυνήθιστη, νομίζω, στα έως τώρα σκηνικά πεπραγμένα του. Ένας Θεός που δεν υπάρχει μοιάζει να αιωρείται, να πλανάται μέσα στο άπειρον του ουράνιου θόλου του «Still Life». Και ο Αίρων τας Αμαρτίας του Κόσμου δεν είναι ο Υιός του, είμαστε εμείς οι ίδιοι, όλοι μας, αυτοί που οι ηθοποιοί/χορευτές κοιτάζουν έντονα.
Η παράσταση. Με το «Still Life» του ο Δημήτρης Παπαϊωάννου κάνει ένα βήμα ακόμα προς την κατάργηση του χορού όπως τον ξέρουμε. Τον αντικαθιστά με καθαρή κίνηση -δεν είναι τυχαίο ότι υπογράφει μόνο για σκηνοθεσία και ότι η λέξη «χορογραφία» δεν εμφανίζεται καθόλου στο πρόγραμμα της παράστασης-, κάνει ένα θέατρο σιωπής. Και υπογράφει ένα ακόμη διαμάντι στη σειρά των πολλών που έχει κατεργαστεί μέχρι τώρα. Ίσως το πιο ουσιαστικό. Και σίγουρα το πιο καθαρό -με τη μεγαλύτερη διαύγεια. Γιατί λάμπει μέσα στη γύμνια της λιτότητάς του. Χωρίς μουσικές, χωρίς τα «δεκανίκια» ενός Μπελίνι ή ενός Κουμεντάκη που ενεργοποιούν το συναίσθημα, άφοβα, με τόλμη ακουμπάει το θέαμά του στη σιωπή και σε ήχους μόνο. Ήχους που παράγονται πάνω στη σκηνή και οι οποίοι μεγεθύνονται με μικρόφωνα που κρατούν οι ηθοποιοί/ χορευτές στα χέρια τους -η ηχητική σύνθεση είναι του Γιώργου Πούλιου: τα πόδια τους που πατούν πάνω στα γκρεμίδια, οι πέτρες που βροντάνε κάτω, οι συγκολλητικές ταινίες που ο ήχος τους, καθώς τις ξεκολλούν, αφήνει μία όντως μεταφυσική αίσθηση -σαν να τρίζουν, να σείονται τα έγκατα-, οι ανάσες τους…
Όλα αυτά τυλιγμένα μέσα στη μοναδική εικαστικότητα του Δημήτρη Παπαϊωάννου που υπογράφει, όπως συνήθως, και την εικαστική σύλληψη: στα σκηνικά που σχεδίασε με τον Δημήτρη Θεοδωρόπουλο και την Σοφία Ντώνα -αυτός ο ουράνιος θόλος, ο αιθέριος, που μοιάζει ασήκωτος, που πλακώνει τις ψυχές, αυτός ο πανούργος λευκός τοίχος (τη γλυπτική και τη ζωγραφική υπογράφει ο Νεκτάριος Διονυσάτος), αυτό το συναρπαστικό τραπέζι, η μόνη φωτεινή, γεμάτη χρώμα «ανορθογραφία» μέσα στο σκοτεινό, γκρίζο περιβάλλον-, στα κοστούμια του -μαύρο, στενά, σφιχτά παντελόνια οι άντρες, γκρίζο, λίγο χακί, λίγο ιβουάρ στα γυναικεία…- που σχεδίασε με την Βασιλεία Ροζάνα, στους συγκλονιστικούς φωτισμούς του -ένα τοπίο Επόμενης Ημέρας, Αποκάλυψης… Και όλα προσεγμένα -σχεδιασμένα και υλοποιημένα- στην παραμικρή τους λεπτομέρεια.
Οι ερμηνείες. Το «Still Life» υπερασπίζονται με αυτοθυσία, υπηρετώντας την τελειότητα της κατασκευής, ηθοποιοί και χορευτές: η Παυλίνα Ανδριοπούλου ο Μιχάλης Θεοφάνους, ο Αργύρης Πανταζάρας, η Καλλιόπη Σίμου, ο Δρόσος Σκώτης και ο ίδιος ο Δημήτρης Παπαϊωάννου με το σκηνικό του κύρος, με προεξάρχοντα τον μπεκετικότερο όλων, συναρπαστικό Αριστείδη Σερβετάλη.
Το συμπέρασμα. Ένα αριστουργηματικό, κατά τη γνώμη μου, τεχνούργημα, βαθιά υπαρξιακό, τέλειο εικαστικά και άριστα εκτελεσμένο. Και μία συγκλονιστική παράσταση που σας συνιστώ να μη τη χάσετε με τίποτα. Θα σας βάλει σε σκέψεις.
Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών-Ίδρυμα Ωνάση/Κεντρική Σκηνή, 28 Μαΐου 2014.