Το έργο. Μια ζωή έζησε
στην καταπίεση και στην υποκρισία η
Ελέν Άλβινγκ. Μια ζωή δυστυχισμένη την
οποία -επιτυχώς-προσπαθούσε από όλους να κρύψει και να εξωραΐσει. Χήρα, πια,
του υπασπιστή Άλβινγκ την επομένη πρόκειται να εγκαινιάσει ένα ορφανοτροφείο που
η ίδια ίδρυσε και επιμελήθηκε το κτίσιμό του και που θα συντηρεί αντλώντας από την περιουσία που
της άφησε ο άντρας της. Ένα ορφανοτροφείο στη μνήμη του, το οποίο εγκαινιάζεται
με αφορμή τη δέκατη επέτειο από το θάνατό του Άλβινγκ. Μόνο που το
ορφανοτροφείο η Κυρία Άλβινγκ το δημιούργησε για να βουλώσει τα στόματα του
κόσμου…
Έχει φτάσει η στιγμή να αποκαλύψει την αλήθεια στον πάστορα Μάντερς
που φτάνει στο σπίτι της για την τελετή. Είναι ο πνευματικός της καθοδηγητής
αλλά και ο οικονομικός της σύμβουλος και διαχειριστής του κληροδοτήματος που θα
συντηρήσει το ορφανοτροφείο. Φίλος στενός του συζύγου της και έμπιστός της, ήταν
ο άντρας που θα είχε επιλέξει -γιατί καταλάβαινε πως και εκείνος την ήθελε-, αν
η οικογένειά της δεν την έδινε στον Άλβινγκ ο οποίος είχε μεγάλη περιουσία.
Στον Άλβινγκ που αποδείχτηκε σύζυγος ανάξιος -ακόλαστος, μέθυσος και τεμπέλης.
Στον πρώτο χρόνο του γάμου τους τον εγκατέλειψε και κατέφυγε στον Μάντερς αλλά
ο υποκριτής, άκαμπτος πάστορας της υπέδειξε το «καθήκον» της -θυμήθηκα τη
λέξη-έμβλημα της Αλίνε Σόλνες από τον «Αρχιμάστορα Σόλνες…- ως συζύγου: πως
έπρεπε να υπομείνει αυτό που η μοίρα της επεφύλασσε μέσα από «τα ιερά δεσμά του
γάμου». Και εκείνη, υποτασσόμενη στην προτεσταντική ηθική, γύρισε στη συζυγική
στέγη.
Ο πάστορας πίστευε πως ο Άλβινγκ είχε αλλάξει. Καθόλου δεν
άλλαξε. Το αντίθετο. Έφτασε όχι μόνο να κάνει ερωμένη του τη νεαρή υπηρέτριά
τους, την Γιοχάνα, αλλά την άφησε και έγκυο. Η Κυρία Άλβινγκ, για να καλύψει το
σκάνδαλο, της έδωσε ένα γερό ποσό και εκείνη έφυγε από το σπίτι και με τα
χρήματα έπεισε τον Γιάκομπ Ένγκστραντ, έναν γνωστό της, ύποπτο υποκείμενο, να
την παντρευτεί και να αναλάβει την ευθύνη της πατρότητας του παιδιού που θα
γεννιόταν, αποκρύπτοντάς του τίνος το παιδί ήταν.
Δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια ενός τέτοιου γάμου ανέχτηκε η
Ελέν. Που πήρε, όμως, τα ηνία στα χέρια της και αυγάτισε την περιουσία τους,
αφού απομάκρυνε από το σπίτι τον επτάχρονο γιο τους, τον Όσβαλντ, για να μη ζει
τη νοσηρή ατμόσφαιρα, κρύβοντάς του την αλήθεια και εξιδανικεύοντας στο
παιδί τον πατέρα του. Και αυτό το ψέμα, καταπνίγοντας προσωπικά της ερωτήματα και
ανησυχίες και υποταγμένη στην υποκρισία της αστικής τάξης της, συνεχίζει να
συντηρεί.
Ο Όσβαλντ, εικοσιεπτάχρονος καλλιτέχνης πια, έχει γυρίσει κι
αυτός, από το Παρίσι όπου ζούσε, στο σπίτι για την τελετή. Όμως δεν θα αργήσει να
εκμυστηρευτεί στη μητέρα του την αλήθεια:
πάσχει από σύφιλι η οποία έχει προκαλέσει αλλοιώσεις στον εγκέφαλό του. Το
μέλλον προβλέπεται ζοφερό: τον περιμένει μαλάκυνση του εγκεφάλου -ένα φυτό.
Προς το παρόν ερωτοτροπεί με την ψυχοκόρη του σπιτιού, την
Ρεγκίνε, όπως αντιλαμβάνεται έντρομη η Κυρία Άλβινγκ πληροφορώντας και τον
πάστορα: η Ρεγκίνε δεν είναι παρά η κόρη τής Γιοχάνα που δεν ζει πια και
-υποτίθεται- του μέθυσου ξυλουργού Γιάκομπ Ένγκστραντ που δουλεύει στην
ανέγερση του ορφανοτροφείου αλλά στην πραγματικότητα του Άλβινγκ, την οποία η Κυρία
Άλβινγκ περιμάζεψε στο σπίτι τους. Ερωτοτροπεί, δηλαδή, με την ετεροθαλή αδελφή του ο Όσβαλντ. Ο οποίος
πιστεύει, επιπλέον, πως η κοπέλα μπορεί να του σταθεί στο δύσκολο μέλλον που
τον περιμένει και θέλει να την κάνει γυναίκα του! Η Κυρία Άλβινγκ βλέπει πια
βρυκόλακες να ζωντανεύουν και την ιστορία Άλβινγκ-Γιοχάνα να επαναλαμβάνεται
στα πρόσωπα του γιου της και της κόρης τής Γιοχάνα, που, αυτοί, επιπλέον, είναι
αδέλφια. Απελπισμένη, όταν μαθαίνει από τι πάσχει ο Όσβαλντ, φτάνει στο σημείο
να είναι έτοιμη, προς φρίκην του Μάντερς, ακόμα και να αποδεχτεί τον ανόσιο αυτό
γάμο.
Η Ρεγκίνε, όμως, που έχει μάθει πια την αλήθεια και για το
ποιος είναι ο πατέρας της και για τον Όσβαλντ, όταν το ορφανοτροφείο για το
οποίο την προόριζε να εργαστεί η κυρία της καεί το ίδιο βράδυ, τους
εγκαταλείπει και φεύγει μαζί με τον Μάντερς που δείχνει να την ορέγεται: θέλει «να
ζήσει τη ζωή της». Εξάλλου, αν τα πράγματα δεν της πάνε καλά, ο «πατέρας» της
την περιμένει για «βοήθεια» στο «Σπίτι του Ναυτικού», ένα, προφανώς, χαμαιτυπείο
με… φιλανθρωπική προκάλυψη, που ο Ένγκστραντ σκοπεύει να ανοίξει «εις μνήμην
του υπασπιστή Άλβινγκ» -ω, της ειρωνείας!- με τα λεφτά που κέρδισε από τη
δουλειά του αλλά και με ενίσχυση από το κεφάλαιο του κληροδοτήματος Άλβινγκ που
θα μείνει ορφανό καθώς προοριζόταν για τη συντήρηση του ορφανοτροφείου. Το
διαχειρίζεται, βλέπετε, ο Μάντερς τον οποίο ο Ένγκστραντ με τρόπο εκβιάζει
ρίχνοντάς του την ευθύνη της πυρκαγιάς και της μη ασφάλισης του κτιρίου.
Ο Όσβαλντ, μόνος πια με τη μητέρα του, θα της δώσει ένα
κουτί με μορφίνες ζητώντας της να του υποσχεθεί πως, όταν περάσει στο τελευταίο
στάδιο, θα τον βοηθήσει δια της ευθανασίας. Το έργο κλείνει -πριν συμπληρωθεί σκηνικός
χρόνος εικοσιτεσσάρων ωρών, αρχίζει μεσημέρι και τελειώνει ξημερώματα της ίδιας
μέρας- με τον Όσβαλντ, όντως, να εισέρχεται στην τελευταία φάση και την Κυρία ΄Αλβινγκ
σε δίλημμα τραγικό: να τηρήσει την υπόσχεση που έδωσε στο γιο της ή όχι; Ο
Οίκος των Άλβινγκ καταρρέει αγγίζοντας την αρχαία ελληνική τραγωδία.
Ο Χένρικ Ίψεν στους «Βρυκόλακές» του (1882), έργο της
ωριμότητάς του, με τόλμη αξιομνημόνευτη για την εποχή και την κοινωνία στην
οποία ζούσε, ανατέμνει ηθικά προβλήματα, αμφισβητεί το θεσμό του γάμου,
αμφισβητεί τη θρησκεία και την εκκλησία, μιλάει για κοινωνική υποκρισία, για
αιμομειξία, για ευθανασία έως και για τη σύφιλι που μάστιζε την κοινωνία του -ασύλληπτο
πόσο προχωρημένος ήταν κι ας δείχνουν τα έργα του σήμερα, από κάποιες πλευρές,
ξεπερασμένα. Ενώ το ιδιαίτερο είναι πως τίποτα από αυτά όχι μόνο δεν λέγεται με
τη λέξη του -οι λέξεις σύφιλις, ευθανασία, έγκυος, λαγνεία… ποτέ δεν
ακούγονται- αλλά ούτε περιγράφεται. Αντιληπτό γίνεται από τα συμφραζόμενα, από νύξεις
και από τις αντιδράσεις του προσώπου που το ακούει -μία αναγκαστική, ιλιγγιώδης
ισορροπία στην κόψη του ξυραφιού. Που δεν κρύβει, όμως, την έντονα κριτική
ματιά του συγγραφέα σε μία κοινωνία μέχρι τις ρίζες της σαπισμένη και την πλήρη
αμφισβήτησή της από τον Ίψεν.
Και όλα αυτά μέσα σε ένα εκπληκτικό θεατρικό αρχιτεκτόνημα,
πυκνό, σκοτεινό, κτισμένο ψηφίδα-ψηφίδα, τεχνουργημένο με απίστευτη προσοχή
στις λεπτομέρειες, μέσα σε απόλυτη ενότητα χρόνου και τόπου, με πλήθος πτυχώσεων προς εξερεύνηση και με
σκιτσαρισμένους με λεπτότατες πινελιές τους πέντε χαρακτήρες.
Η παράσταση. Ο
Στάθης Λιβαθινός θέλησε να συμπορευτεί με το κείμενο -που έχει μεταφράσει με
ακρίβεια, διαύγεια και θεατρικότητα ο Γιώργος Δεπάστας- χωρίς να το καπελώσει
με σκηνοθετικές απόψεις δίνοντάς του έναν σύγχρονο αέρα. Μέσα από τα λιτά αλλά επιτυχή
-και σωστά φωτισμένα από τον Αλέκο Αναστασίου- σκηνικά και, κυρίως, τα
κοστούμια -που χαρακτηρίζουν άψογα τους ήρωες- της Ελένης Μανωλοπούλου. Το
πιάνο που παίζει ο Όσβαλντ προσθέτει στη μουσικότητα του κειμένου, όπως και οι
μουσικές της Μαρίνας Χρονοπούλου. Και η παράσταση, στην οποία θετικά συντελούν
ο Λάμπρος Πηγούνης με τον ηχητικό σχεδιασμό του και η Pauline Huguet με την κίνηση που έχει
επιμεληθεί, έχει καλούς ρυθμούς -είναι καλά σφιγμένη.
Εκείνο που δεν μπόρεσα
να καταλάβω είναι γιατί ο Στάθης Λιβαθινός, εφόσον ήθελε να δώσει στο έργο
αυτόν τον σύγχρονο αέρα, διάλεξε τόσο παλιούς τρόπους για να πραγματώσει
σκηνικά την ιδέα του. Οι εντάσεις και οι υπερβολές κυριαρχούν με αποτέλεσμα η
υλοποίηση, εμένα τουλάχιστον, να με παραπέμψει σε παλαιές εποχές. Επιπλέον
ένοιωσα να μην έχουν ψαχτεί εξαντλητικά οι τόσες κρυμμένες πτυχές του κειμένου.
Και η παράσταση να μη μπορεί να αποκολληθεί από τη συμβατικότητα.
Οι ερμηνείες.
Ακριβώς εδώ βρίσκεται, πιστεύω, το κουμπί. Ο σκηνοθέτης οδήγησε – ή φρενάρησε- τους
καλούς και σωστά επιλεγμένους ηθοποιούς του σε μία υποκριτική περασμένων δεκαετιών. Ο ιδανικός για τον Όσβαλντ Κώστας Βασαρδάνης
και ο Νίκος Χατζόπουλος καταφεύγουν σε τόνους υψηλούς, σε ένα παλιό παίξιμο που
δεν το σώζει το χιούμορ που ενσταλάζουν -κυρίως ο δεύτερος. Η Μαρία Κίτσου,
τόσο νέα και καλή ηθοποιός, απορώ πως βρήκε τόσο παλιό τρόπο να παίξει: παίζει
μία-μία τις λέξεις, χρωματίζοντας την καθεμία ξεχωριστά, με κινήσεις για
καθεμία ξεχωριστά, με εκφράσεις για καθεμία ξεχωριστά.
Αντίθετα η Μπέττυ Αρβανίτη, φιγούρα κυριαρχική, δείχνει
ανάμεσά τους λιτή έως υποτονική. Μέχρι που στο τέλος ακολουθεί και εκείνη τη
γενική γραμμή και αγγίζει το μελόδραμα. Βρήκα μόνο τον Γιώργο Κέντρο, αν όχι
μοντέρνο, τουλάχιστον πιο ισορροπημένο υποκριτικά.
Το συμπέρασμα.
Ένα αριστουργηματικό έργο με δεκάδες προεκτάσεις σε μία παλαιάς κοπής παράσταση
που δεν τις εκμεταλλεύεται και δεν απογειώνεται.
Θέατρο «Οδού
Κεφαλληνίας», 23 Μαρτίου 2014.
No comments:
Post a Comment