Στο χτεσινό «Τέταρτο
Κουδούνι», επισημαίνοντας την παρουσία της Ελληνίδας Κάθριν Χάντερ, μιας σχεδόν
άγνωστής μας σπουδαίας ηθοποιού μεγάλης καριέρας στον πρωταγωνιστικό ρόλο της καινούργιας
παράστασης του Πίτερ Μπρουκ «Η κοιλάδα των εκπλήξεων» που θα δούμε τον Νοέμβριο
του 2014 στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, παρέθεσα το link μιας συνέντευξης που της είχα κάνει
και που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» στις 23 Μαΐου 2009. Τα κείμενα, όμως, της εφημερίδας
είναι κλειδωμένα. Οπότε αναρτώ, πολύ ελαφρά χτενισμένο και με πολλές φωτογραφίες, το πρωτότυπο κείμενο της συνέντευξης, χωρίς, μάλιστα,
τις εκτεταμένες περικοπές που έγιναν λόγω χώρου, για όσους θα ήθελαν να τη διαβάσουν:
Η Κάθριν
Χάντερ (Χατζηπατέρα) εντυπωσίασε
στον «Πίθηκο του Κάφκα».
«Το θέατρο πρέπει να
πάει να βρει τους νέους»
Του Γιώργου Δ. Κ. Σαρηγιάννη
«Τρεις νύχτες δεν κοιμήθηκα.
Εντυπωσιάστηκα, συγκινήθηκα πολύ με την υποδοχή. Γιατί το έργο δεν ήταν
συνηθισμένο. Ήταν απαιτητικό».
«Ο πίθηκος του Κάφκα», ο
μονόλογος-διάλεξη στην Ακαδημία ενός «εξανθρωπισμένου» χιμπαντζή, τρεις βραδιές
στην Αθήνα, ήταν η αφορμή: το κοινό ανακάλυψε μία σπουδαία ηθοποιό που στην
Αγγλία ανήκει στην τάξη των διακεκριμένων και αναγνωρισμένων του θεάτρου εδώ
και είκοσι σχεδόν χρόνια αλλά στην Ελλάδα ελάχιστοι γνώριζαν. Την ερμηνεία της -την
ευελιξία της, το έξυπνο υποκριτικό της στίγμα, την αμεσότητα, την ανοιχτή
καρδιά της…- την ένοιωσε. Και αυτή, την άγνωστή του, την αποθέωσε.
Τιμημένη με το Βραβείο
«Ολίβιε» Καλύτερης Ηθοποιού, άλλες δύο φορές υποψήφια για το ίδιο Βραβείο,
τιμημένη και με άλλα βραβεία, με ρόλους σπουδαίους στο βιογραφικό της, από την
Σελεστίνα μέχρι την Μάνα Κουράγιο, από την Κατερίνα στο «Ημέρωμα της στρίγγλας»
μέχρι την Σεραφίνα στο «Τριαντάφυλλο στο στήθος», από Ηλέκτρα του Σοφοκλή και
Κασσάνδρα στις «Τρωάδες» μέχρι Λαίδη Μακμπέθ αλλά και από Βασιλιά Λιρ μέχρι
Ριχάρδο Γ΄, πλάι σε πολλούς σημαντικούς σκηνοθέτες με κορυφαίο τον Πίτερ
Μπρουκ, σκηνοθέτρια και η ίδια εδώ και αρκετά χρόνια, έχει κάνει τηλεόραση,
έχει κάνει κινηματογράφο -πιο πρόσφατη ταινία της «Ο Χάρι Πότερ και το Τάγμα
του Φοίνικα»-, και τι δεν έχει κάνει…
Η «λεπτομέρεια» που φορτίζει
την πρώτη παρουσία της στην Ελλάδα είναι πως η Κάθριν Χάντερ είναι Ελληνίδα.
Γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη αλλά από έλληνες γονείς -κλάδος της μεγάλης
εφοπλιστικής οικογένειας από τις Οινούσσες της Χίου- με το όνομα Αικατερίνη
Χατζηπατέρα. Αδελφός της μεγαλύτερος, ο διεθνής εικαστικός Μαρκ Χατζηπατέρας.
Στο σπίτι του, στο Παλαιό Ψυχικό,
τη συνάντησα. Ήρθε τρέχοντας η ίδια να μου ανοίξει την αυλόπορτα. Ένα
κοριτσάκι: λεπτή, μικροκαμωμένη, πολύ μελαχρινή, σκούρα, πυκνά μαλλιά αφημένα
γύρω από το πρόσωπο, τζιν, ένα μακό μαύρο μπλουζάκι που έγραφε «Young Vic»…
Καθίσαμε στο τραπέζι, μαζί μας, για να βοηθήσουν στη μετάφραση, η Ελένη
Μουσταΐρα και η Λένα Αργύρη της Αττικής Πολιτιστικής Εταιρείας που την έφεραν
στην Ελλάδα, στους τοίχους πίνακες του Μάρκου, όπως τον λέει -ανάμεσά τους και
ένα έξοχο πορτρέτο της…
Ξεκίνησε την κουβέντα στα ελληνικά
αλλά ένοιωθε ανασφαλής και συχνά κατέφευγε στα αγγλικά. Κάθε τόσο ρωτούσε με τη
βαθιά, ιδιόμορφη φωνή της, σαν παιδάκι: «Αυτό να το πω αγγλικά;». Δυο ζεστά
καστανά μάτια, γελαστά, που μοιάζουν όμως να ’χουν περάσει και πόνο, μια
ευγένεια πηγαία, μια αιδημοσύνη, ένα γέλιο ντροπαλό… -μια ομορφιά αναβλύζει από
τη γυναίκα αυτή.
Μου μίλησε για τα παιδικά της
χρόνια. Έχει και μια δίδυμη αδελφή. «Ήμασταν και είμαστε πολύ κοντά και πάρα
πολύ αγαπημένες. Η Άντζελα είχε πιο πολύ θάρρος, ήταν πιο ζωηρή, εγώ ήμουν
αρκετά ήρεμη».
Η Ελλάδα ήταν παρούσα στο
σπίτι σας;
«Ναι, πολύ. Μιλούσαμε
ελληνικά, τρώγαμε ελληνικά φαγητά, την Κυριακή πηγαίναμε στην ελληνική
εκκλησία, οι γάμοι και οι κηδείες, το Πάσχα ήταν ελληνικά… Είχαμε ελληνική
κουλτούρα. Και ήμασταν τυχεροί γιατί, ζώντας στην Αγγλία, είχαμε δύο
κουλτούρες».
Με την Χίο υπάρχουν δεσμοί;
«Δεν έχω πάει παρά μόνο
τέσσερις φορές. Δεν ήμασταν του στιλ να πηγαίνουμε κάθε καλοκαίρι όπως άλλοι
συγγενείς. Τριγυρνούσαμε σ’ άλλα νησιά. Τα παλιά τα ξέρω μέσα από τις ιστορίες
του πατέρα μου».
Το θέατρο στη ζωή σας πώς
μπήκε;
«Στο σχολείο είχα μια φίλη που
με έπαιρνε και με πήγαινε πάνω-πάνω, σε μια σοφίτα, και μου έπαιζε κομμάτια
θεατρικά. Αλλά εμένα ούτε που μου είχε περάσει από το μυαλό. Στο πανεπιστήμιο
άρχισε αυτό. Είχα πάει για γαλλική και αγγλική φιλολογία, τελικά μπήκα στο
τμήμα δράματος και γαλλικής φιλολογίας. Κάναμε τότε το έργο του Μπρεχτ «Στη
ζούγκλα των πόλεων». Δεν ήξερα καθόλου από θέατρο. Εκείνο που με συνεπήρε ήταν
οι τεχνικές πρόβες. Και με ενθουσίασε η ομαδικότητα: όλοι μαζί να ράβουμε τα
κοστούμια, να κάνουμε τους φωτισμούς… Ήταν μια φυσική ευχαρίστηση. Μετά παίξαμε
ένα έργο του Ανούιγ. Σε κάποια ατάκα σκάσανε από κάτω στα γέλια. Αυτό με
γέμισε. Έτσι βρέθηκα στο θέατρο. Ποιος ξέρει από πού πηγάζει αυτή η κλίση… Οι
θείοι μου, πάντως, από την πλευρά του πατέρα μου, είναι πολύ καλοί παραμυθάδες.
Όταν είπα στη γιαγιά μου, στα
εικοσιένα, ‘γιαγιά θέλω να γίνω θεατρίνα’ και όχι ‘ηθοποιός’ γιατί δεν είναι
καλά τα ελληνικά μου, η γιαγιά μου κάτι έπαθε. Ύστερα έμαθα πως η λέξη θεατρίνα
δεν είχε καλή έννοια». Γελάει. «Μετά όμως όλοι στην οικογένεια με υποστήριξαν
πολύ».
Πηγαίνει στην RADA -την
Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης. «Κλασική εκπαίδευση. Όταν τελείωσα έκανα
πολλά κλασικά πράγματα σε θέατρα ρεπερτορίου. Έπαιξα Έικμπορν, Κόνγκριβ… Ύστερα
συναντήθηκα μ’ ένα θίασο επηρεασμένο από τη δουλειά του Πίτερ Μπρουκ και του
Γκροτόφσκι, έπαιξα Ντιράς… Αλλά η μεγάλη έκρηξη ήταν όταν συνάντησα τους
‘Κομπλισιτέ» (σ.σ. η ομάδα που βρέθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του ’80
στην πρώτη γραμμή της βρετανικής θεατρικής πρωτοπορίας). Ήταν σαν μια δεύτερη
εκπαίδευση. Εκεί γνώρισα τη μέθοδο του Λεκόκ για το φυσικό θέατρο. Καταπληκτική
ευκαιρία: να μάθεις μια καινούργια θεατρική γλώσσα!».
Αλλάξατε τότε την οπτική
που βλέπατε το θέατρο;
«Όχι, ακριβώς. Ανέπτυξα αυτά
που ήξερα. Μου δόθηκαν άλλες δυνατότητες, μια τεράστια ελευθερία, μια
καινούργια γλώσσα για το σώμα και το χώρο. Αλλά δεν ήταν η μέθοδος μόνο, ήταν
και τα μέλη του ‘Κομπλισιτέ’ άνθρωποι πολύ ταλαντούχοι και πολύ αναρχικοί. Γι
αυτό μιλάω για ελευθερία που μου δόθηκε. Μου ανέθεσαν να παίξω την Κλερ Τσαχανασιάν
στην ‘Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας’ στα 33 μου. Δεν υπήρχαν όρια ηλικίας.
Εκεί θα γνωρίσει και τον Ιταλό
Μαρτσέλο Μάνι, συνιδρυτή των «Κομπλισιτέ». Επίσης εξαιρετικό ηθοποιό, που τον
είδαμε πριν από λίγες μέρες στην παράσταση «Θραύσματα» του Πίτερ Μπρουκ, και
ειδικευμένο σε θέματα κίνησης. Είναι μαζί δεκαεννιά χρόνια.
Άρχισε να παίζει ανδρικούς
ρόλους από το «Χειμωνιάτικο παραμύθι» του Σαίξπηρ που ανέβασαν στο «Κομπλισιτέ»
-έκανε Μαμίλιο και Βοσκό. «Ήταν η προετοιμασία μου, κάτι σαν η ‘ακρόασή’ μου
για τον Λιρ». Διότι αμέσως μετά έπαιξε -αυτή μια γυναίκα, στα 35 της,
πρωτοφανές!- Βασιλιά Λιρ και κατόπιν Ριχάρδο Γ΄.
«Έπαιζα συχνά παιδάκια και
ηλικιωμένους. Ίσως γιατί όταν ήμουν μικρή ενδιαφερόμουν για τους μεγάλους
ανθρώπους -είχα μια ιδιαίτερη επαφή μαζί τους.
Η ιστορία του Λιρ με είχε
ταράξει αφότου κάναμε το έργο στο σχολείο. Αλλά δεν είχε περάσει από το μυαλό
μου πως θα τον παίξω ποτέ. Όταν μου το πρότειναν δεν το σκέφτηκα καθόλου. Είπα
αμέσως το ‘ναι’. Είμαι άνθρωπος του ενστίκτου.
Έπρεπε να βρω μια φόρμα -την
εικόνα του Λιρ. Μια μέρα στο σούπερ μάρκετ είδα ένα μικρόσωμο, αδύνατο γεράκο
να βγαίνει. Αν εκείνη τη στιγμή μετασχηματιζότανε ο κόσμος του σούπερ μάρκετ σε
Αυλή θα μπορούσε αυτός να είναι βασιλιάς. Το σημαντικό στον Λιρ δεν είναι το
σωματικό μέγεθος, είναι το μέγεθος της ψυχής του. Δεν είχα πρόβλημα με τη
διαδρομή του, είχα μόνο με τη εικόνα που υπάρχει στον κόσμο για τον Λιρ:
άνδρας, δυναμικός, βασιλιάς...
Όταν παίζω ανδρικούς ρόλους
δεν είναι γιατί θέλω να κάνω κάτι το διαφορετικό. Αλλά γιατί καταλαβαίνω τη
διαδρομή τους. Αφήστε που οι ανδρικοί ρόλοι είναι πιο ενδιαφέροντες από τους
ρόλους που έχουν γραφτεί για γυναίκες…». Γελάει.
Πώς βλέπετε το θέατρο
σήμερα; Στην Αγγλία ανθεί αλλά
λένε πως δεν γράφονται πια σημαντικά έργα.
«Δεν συμφωνώ. Στην Ενωμένο
Βασίλειο αντίθετα βγαίνουν πολλά έργα και μάλιστα με πολλούς διαφορετικούς
τρόπους γραφής. Έργα που πολλά τους γράφονται πια μαζί με τους ηθοποιούς».
Πιστεύετε στη συνέχεια του
θεάτρου; Μπορεί να κρατήσει
και να ελκύσει τους νέους; Οι καινούργιες τεχνολογίες δεν τους
απορροφούν; Δεν το θεωρούν ξεπερασμένο;
«Οπωσδήποτε πιστεύω στη
συνέχεια. Απλώς βρίσκεται σε αποφασιστική καμπή. Πρέπει κι εμείς στο θέατρο να
ανοίξουμε τις πόρτες στους νέους -τα εισιτήρια είναι πολύ ακριβά. Και να πάμε
εμείς να τους βρούμε. Γιατί το θέατρο προσφέρει κάτι το διαφορετικό, κάτι το
μοναδικό.
Στο Λονδίνο το ‘Ρόαγιαλ Κορτ’
κάνει πολύ καλή δουλειά για τους νέους συγγραφείς και τους νέους σκηνοθέτες,
Όπως και το ‘Γιανγκ Βικ’ και το ‘Σόχο Θίατερ’: προσφέρουν κίνητρα.
Σίγουρα δεν μπορεί να αγνοείς
την τεχνολογία. Υπάρχει και στο θέατρο μια έκρηξη συνδυασμού του με τις
σύγχρονες τεχνολογίες. Και υπάρχουν ορισμένοι σκηνοθέτες, όπως ο Ρομπέρ Λεπάζ ή
ο Σάιμον ΜακΜπέρνι, που εκμεταλλεύονται την τεχνολογία με φανταστικούς
τρόπους. Υπάρχει όμως και η άλλη άποψη: του Πίτερ Μπρουκ. Που στα ογδόντα κάτι
του είναι πάντα πιο μπροστά. Και που πιστεύει πως τίποτα από όλα αυτά δεν
χρειαζόμαστε παρά μόνο τον ηθοποιό».
Έχετε κάνει και ταινίες -πιο
πρόσφατη «Ο Χάρι Πότερ και το Τάγμα του Φοίνικα». Ο κινηματογράφος ζητάει τα ίδια με το θέατρο
από τον ηθοποιό;
«Όχι. Άλλο πράγμα είναι. Αλλά
πάρα πολύ ενδιαφέρον. Στον κινηματογράφο είναι μία η κάμερα, στο θέατρο είναι
πολλές -δεκάδες, εκατοντάδες, όσες και οι θεατές. Ο κινηματογράφος ζητάει μία
μεγαλύτερη διαύγεια σκέψης. Στο θέατρο πρέπει να προβάλεις αυτό που νοιώθεις,
στον κινηματογράφο έρχεται η κάμερα σε σένα».
Και «Ο πίθηκος του Κάφκα»;
«Μου το πρότεινε ο σκηνοθέτης.
Είχα διαβάσει το διήγημα του Κάφκα στην εφηβεία μου και μου είχε αρέσει πολύ.
Στην αρχή κάναμε το πρωί
πρόβες με τον υπεύθυνο για την κίνηση και το απόγευμα δουλεύαμε με το σκηνοθέτη
με αυτοσχεδιασμούς -πώς ο πίθηκος προσπαθεί να μην είναι πίθηκος, πώς προσπαθεί
να κρύψει την πιθηκίσια καταγωγή του. Προσπαθήσαμε να μην είναι απλώς μία
αναφορά στην Ακαδημία γιατί θα ήταν πολύ στεγνό αλλά να υπάρχουν και αναμνήσεις
του, να ξαναζεί την παλιά ζωή του. Σιχαίνεται τους ανθρώπους αλλά και ελκύεται
από αυτούς. Αυτό που ήθελα να δώσω είναι αυτό που λέει η Μιράντα στην
‘Τρικυμία’ του Σαίξπηρ: «Τι υπέροχος, καινούργιος κόσμος που έχει τέτοιους
ανθρώπους».
Η σκηνοθεσία σάς ενδιαφέρει
πάντα;
«Ναι, βέβαια. Αλλά τελευταία
το ένστικτό μου μού έχει πει να ριχτώ στην ηθοποιία και να προσπαθήσω να
εξελιχθώ ως ηθοποιός, να αναπτύξω αυτά που έχω».
Ο «Οθέλος» ήταν η πιο πρόσφατη παράστασή σας. Με ποια οπτική είδατε αυτή τη σαιξπηρική τραγωδία;
«Διάλεξα για το ρόλο έναν μαύρο
ηθοποιό από την Σιέρα Λεόνα, πολύ σέξι». Γελάει. «Δεν επικέντρωσα στο θέμα της
ζήλιας αλλά στο θέμα του ξένου. Πιστεύω πως ο Οθέλος πέφτει στην παγίδα των
ψεμάτων του Ιάγου γιατί έχει διαφορετική κουλτούρα. Ο Ιάγος, διαβάλλοντας την
Δυσδαιμόνα, του λέει: ‘Δεν ξέρετε τις γυναίκες μας, δυστυχώς έτσι είναι» Και ο
Οθέλος τον πιστεύει».
Τα επόμενα δυόμισι χρόνια θα
είναι στον Βασιλικό Σαιξπηρικό Θίασο ως καλλιτεχνική συνεργάτρια με ευθύνη για
τον προγραμματισμό και με τη δυνατότητα να κάνει δύο σκηνοθεσίες ενώ παράλληλα
ανήκει στο ανσάμπλ των 44 ηθοποιών του. Είναι προγραμματισμένο να παίξει σε ένα
σύγχρονο ουκρανικό έργο -πάνω στο τραπέζι βρίσκεται το κείμενο που ήδη το
μελετάει-, την Ιουλιέτα σε μία μεταγραφή από ένα νέο συγγραφέα του «Ρωμαίος και
Ιουλιέτα» με μόνα πρόσωπα τους δύο ήρωες σε μεγάλη ηλικία, Τρελό σε ένα
καινούργιο ανέβασμα του «Βασιλιά Λιρ»
και Κλεοπάτρα στο «Αντώνιος και
Κλεοπάτρα» -«όχι, δεν θα παίξω τον Αντώνιο» λέει και γελάει. Κάτι μαγειρεύουνε
και με την Αττική Πολιτιστική Εταιρεία για επανεμφάνισή της στην Ελλάδα.
Τι σας αρέσει να κάνετε
εκτός από θέατρο;
«Μου αρέσει πάρα πολύ να
ταξιδεύω. Παντού. Έχω, ειδικά, έρωτα με την Ινδία όπου έχω πάει πολλές φορές».
Κυρία Χάντερ, αν δεν είχατε την οικονομική άνεση που έχετε,
θα μπορούσατε να ακολουθήσετε την πορεία που έχετε κάνει στο θέατρο;
«Θα ήταν διαφορετικά, ίσως, αλλά, πιστεύω, πως το αποτέλεσμα το ίδιο θα ήτανε. Γιατί είχα ένα πείσμα γι’
αυτό, μια έντονη περιέργεια, μια πείνα, μια παρόρμηση…».
Με λίγα λόγια
1956. Γεννιέται στην Νέα Υόρκη.
1958. Η οικογένεια εγκαθίσταται στο Λονδίνο.
Αρχές δεκαετίας ’80. Αποφοιτά από την Βασιλική Ακαδημία Δραματικής
Τέχνης (RADA) και πρωτοεμφανίζεται στο θέατρο.
1987. Στο «Τεάτρ ντε Κομπλισιτέ».
1990. Βραβείο «Λόρενς Ολίβιε» Καλύτερης Ηθοποιού για
την ερμηνεία της ως Κλερ Τσαχανασιάν στο έργο του Ντίρενματ «Η επίσκεψη της
γηραιάς κυρίας».
2008. Γίνεται Καλλιτεχνική Συνεργάτρια του Βασιλικού
Σαιξπηρικού Θιάσου.
No comments:
Post a Comment