Το έργο. Δεύτερο
μισό του 19ου αιώνα. Σε μία ανώνυμη μικρή επαρχιακή πόλη, κάπου στην
τσαρική Ρωσία. Ο Στεπάν Βερχοβένσκι, ηλικιωμένος διανοούμενος –μάλλον σύμφωνα
με την εικόνα που θέλει ο ίδιος να παρουσιάζει…- και παιδαγωγός, φορέας
φιλελεύθερων, σοσιαλιστικών ιδεών, δύο φορές χήρος, ζει ως παράσιτο στο σπίτι
της Βαρβάρα Σταβρόγκινα, πλούσιας χήρας στρατηγού, ερωτευμένος μαζί της επί
είκοσι χρόνια χωρίς να το ομολογεί και υποχείριό της σε μία σχέση ζήλειας,
αγάπης, μίσους και περιφρόνησης εκ μέρους της προς τον Βερχοβένσκι και δικής
του πίστης και αφοσίωσης. Η συνάντηση του Πιερ, του γιου του, που τον είχε
εγκαταλείψει σε μία θεία με την οποία το παιδί μεγάλωσε και που εμφανίζεται από
το πουθενά, με τον γοητευτικό Νικολάι Σταβρόγκιν, γιο της Βαρβάρας που επίσης
εμφανίζεται στο πατρικό του μετά από χρόνια κουβαλώντας τη φήμη μιας άστατης,
ακόλαστης και σκοτεινής ζωής, πυροδοτεί τις εξελίξεις.
Ο Πιερ, μηδενιστής, σκληρός, αμείλικτος, αδέκαστος, οργανώνει
μία νιχιλιστική ομάδα η οποία θέλει να δημιουργήσει χάος και να ανατρέψει την
καθεστηκυία τάξη. Και πιστεύει πως ο αντισυμβατικός Νικολάι, με τη «σπάνια
κλίση προς το έγκλημα» και με την ακτινοβολία του, είναι αυτός που πρέπει να
ηγηθεί της οργάνωσης. Έχει το σχέδιο να τον παρουσιάσει ως νέο Μεσία. Και τον
πιέζει να δεχτεί. Ο Νικολάι, όμως, πόλος έλξης όλων των γυναικών, μυστικά παντρεμένος
- ένας γάμος ανεξήγητος- με την Μαρία Λεμπιάτκιν, τη χωλή, μισότρελη,
θρησκόληπτη, ολιγαρκή, αθώα αδελφή -ένα πρόσωπο εξαγιασμένο-του Ιγνάτιου
Λεμπιάτκιν -ενός αποβράσματος, ενός εκβιαστή που την κακομεταχειρίζεται-,
επιβαρυμένος με ένα ερωτικό σκάνδαλο καθώς το έσκασε με τη γυναίκα του Σατόφ, ενός από τα μέλη της οργάνωσης, την άφησε έγκυο και μετά την παράτησε, με την Ντάρια, την αδελφή του Σατόφ και ψυχοκόρη της μάνας του, επίσης ερωτευμένη μαζί του και ατιμασμένη από τον Σταυρόγκιν -η Σταβρόγκινα σχεδιάζει, για να καλύψει το σκάνδαλο, να την παντρέψει με τον Στεπάν παρά τη διαφορά της ηλικίας τους- να τον ακολουθεί σαν σκυλάκι, με την Ελισαβέτα -Λίζα- Ντροσντόφ, πλούσια φίλη των Σταβρόγκιν, κι αυτή ερωτευμένη μαζί του, να το σκάει και να τον ακολουθεί, αν και αρραβωνιασμένη-, ψυχικά αδύναμος να αναλάβει το βάρος αποφάσεων, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις ευθύνες και αρνείται. Είναι, εξάλλου, επιβαρυμένος ο Σταβρόγκιν, με μία μεγάλη ενοχή: άφησε την Ματριόσα, ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι το οποίο προσέγγισε παιδεραστικά, να κρεμαστεί. Την αμαρτία του μόνο στο μοναχό Τύχωνα, έναν «άγιο άνθρωπο», θα την εξομολογηθεί.
επιβαρυμένος με ένα ερωτικό σκάνδαλο καθώς το έσκασε με τη γυναίκα του Σατόφ, ενός από τα μέλη της οργάνωσης, την άφησε έγκυο και μετά την παράτησε, με την Ντάρια, την αδελφή του Σατόφ και ψυχοκόρη της μάνας του, επίσης ερωτευμένη μαζί του και ατιμασμένη από τον Σταυρόγκιν -η Σταβρόγκινα σχεδιάζει, για να καλύψει το σκάνδαλο, να την παντρέψει με τον Στεπάν παρά τη διαφορά της ηλικίας τους- να τον ακολουθεί σαν σκυλάκι, με την Ελισαβέτα -Λίζα- Ντροσντόφ, πλούσια φίλη των Σταβρόγκιν, κι αυτή ερωτευμένη μαζί του, να το σκάει και να τον ακολουθεί, αν και αρραβωνιασμένη-, ψυχικά αδύναμος να αναλάβει το βάρος αποφάσεων, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στις ευθύνες και αρνείται. Είναι, εξάλλου, επιβαρυμένος ο Σταβρόγκιν, με μία μεγάλη ενοχή: άφησε την Ματριόσα, ένα δωδεκάχρονο κοριτσάκι το οποίο προσέγγισε παιδεραστικά, να κρεμαστεί. Την αμαρτία του μόνο στο μοναχό Τύχωνα, έναν «άγιο άνθρωπο», θα την εξομολογηθεί.
Ο Πιερ σκοτώνει την Μαρία και τον αδερφό της πουλώντας
εκδούλευση στον Σταβρόγκιν ο οποίος έτσι απαλλάσσεται από τη γυναίκα που είχε παντρευτεί
από οίκτο. Θα σκοτώσει όμως και την Λίζα. Όταν ο Σατόφ ανακοινώσει πως αποχωρεί
από την οργάνωση ο Πιερ θα αποφασίσει να τον εκτελέσουν ως προδότη. Η απόφαση υλοποιείται
επίσης από τον ίδιο, τη στιγμή που ο Σατόφ έχει δεχτεί πίσω τη γυναίκα του, εκείνη
έχει γεννήσει το παιδί του Σταβρόγκιν, το οποίο ο Σατόφ έχει αποδεχτεί, και όλα
δείχνουν πως μπορούν να ξανακάνουν μία καινούργια αρχή. Ο αρχιτέκτονας Κιρίλοφ,
μέλος κι αυτός της οργάνωσης και θεωρητικός υπέρμαχος της αυτοκτονίας ως
ύψιστης πράξης, δέχεται να υπογράψει ένα σημείωμα πως αυτός ήταν ο δράστης,
πριν αυτοκτονήσει ο ίδιος. Τα μέλη της οργάνωσης, όμως, θα συλληφθούν όλα εκτός
του Βερχοβένσκι που καταφέρνει να περάσει τα σύνορα.
Ο γάμος του πατέρα του με την Ντάρια ματαιώνεται όταν αποκαλύπτεται
ένα γράμμα του Στεπάν στο γιο του όπου του ζητάει «να τον σώσει από το γάμο
αυτό» και η Βαρβάρα τον διώχνει από το σπίτι. Όταν όμως εκείνος φεύγει, τρέχει
πίσω του και τον ξαναφέρνει. Αλλά ο ταλαιπωρημένος Στεπάν πεθαίνει,
αφού, επιτέλους, της εξομολογηθεί τον έρωτά του. Ο Νικολάι Σταβρόγκιν γράφει το
τέλος: κρεμιέται. Όπως η μικρή Ματριόσα.
«Οι δαιμονισμένοι» (1959) του Αλμπέρ Καμί είναι η παράτολμη
απόπειρά του να μεταφέρει στη σκηνή το πολυπρόσωπο, πολύπλοκο, τιτάνιο ομώνυμο -αν
και πιο σωστός είναι, μάλλον, ο τίτλος «Οι
δαίμονες» - μυθιστόρημα (1871/1872) του Φιόντορ Μιχάιλοβιτς Ντοστογιέφσκι. Ένα
πολιτικό μυθιστόρημα, όπου οι νέες και οι παλιές ιδέες, η επανάσταση, η
τρομοκρατία, ο μυστικισμός, η ψυχολογία, τα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής
μπλέκονται με τον μοναδικό τρόπο του Ντοστογιέφσκι. Και στο οποίο, εμπνευσμένο
από την υπόθεση (1869) του -συνδεδεμένου με τον αναρχικό Μιχαήλ Μπακούνιν και
το κίνημα των νιχιλιστών- επαναστάτη και θεωρητικού της τρομοκρατίας Σεργκέι
Νετσάγιεφ που έδρασε μέσω της οργάνωσης «Λαϊκή Εκδίκηση» και που οργάνωσε τη
δολοφονία του μέλους της φοιτητή Ιβάνοφ όταν εκείνος διαφώνησε, ο Νετσάγιεφ
αναγνωρίζεται στον Πιερ Βερχοβένσκι και ο Μπακούνιν στον Νικολάι Σταβρόγκιν.
Οι απώλειες του μετασχηματισμού του πεζού λόγου σε θεατρικό είναι
εμφανείς αλλά εντούτοις ο Καμί δεν έχει απιστήσει στον Ντοστογιέφσκι: το πνεύμα
του μυθιστορήματος σώζεται.
Η παράσταση. Ο
σκηνοθέτης της παράστασης Σταύρος Τσακίρης παρέλαβε τη διασκευή του Αλμπέρ Καμί
που μετέφρασε η Δήμητρα Πετροπούλου και την επεξεργάστηκε δραματουργικά, κυρίως
συμπυκνώνοντάς την. Το αποτέλεσμα: ένα κείμενο σε πολύ καλά ελληνικά, στο οποίο
θα προτιμούσα, όμως, τα ονόματα να είχαν μεταγραφεί όλα με τη ρωσική και όχι με
την γαλική προφορά τους -Πιοτρ και όχι Πιερ, Σάτοφ και όχι Σατόφ, Μαρία
Λεμπιάτκινα και όχι Λεμπιάτκιν, Ντάρια Σάτοβα και όχι Σατόφ…- και στο οποίο η αφήγηση, ίσως, παραείναι παρούσα και
το δείχνει πως προσπαθεί να συμπληρώσει τα κενά. Χωρισμένο σε πολλές -94-
σκηνές έχει μία φόρμα σεναρίου που προωθεί, πάντως, μαλακά και γρήγορα το έργο
χωρίς πλατειασμούς.
Πάνω στο κείμενο αυτό ο Σταύρος Τσακίρης έστησε μία παράσταση
-από τις καλύτερές του- με σταθερή ροή και σωστούς ρυθμούς, που το μεγάλο και
βασικό της προτέρημα είναι πως επιτρέπει στο έργο να ακούγεται καθαρά, άμεσα και
πως κρατάει, στις τρεις ώρες της διάρκειάς της, αμείωτο το ενδιαφέρον. Το
δεύτερο προτέρημά της είναι η εξαιρετική μιζ αν πλας: ο σκηνοθέτης, σε κάθε σκηνή, στήνει τους ηθοποιούς του, στον σχεδόν άδειο - τα απαραίτητα μόνο-, καλαίσθητο, πάντως, και περιτριγυρισμένο από κάποιες σκαλωσιές που χρησιμοποιούνται λειτουργικά, σκηνικό χώρο, με μία εύγλωττη γεωμετρία που αντλεί από το στιλιζάρισμα το
οποίο άλλοτε πολύ συνήθιζε αλλά αντλεί δημιουργικά, χωρίς αυτό να γίνεται μανιέρα.
Διασκευή και παράσταση, χωρίς κοιλιές, δεν βυθίζονται ίσως
στις ντοστογιεφσκικές αβύσσους ούτε απογειώνονται -έχω δει τους «Δαιμονισμένους»
του Λεβ Ντόντιν και του Θεάτρου «Μάλι» της Αγίας Πετρούπολης το 1997, στην
Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο του 6ου Φεστιβάλ της Ένωσης των Θεάτρων της
Ευρώπης, μία παράσταση που με έχει σημαδέψει, και έχω μέτρο σύγκρισης- αλλά
κρατούν την ισορροπία και ποτέ δεν καταντούν απλή εικονογράφηση.
Θα είχα να παρατηρήσω μία υποθερμία στις αφηγηματικές
παρεμβάσεις. Πιστεύω πως ο σκηνοθέτης επιζήτησε τους χαμηλούς τόνους για να μην
αφήσει την αφήγηση να επιβάλλεται κυριαρχικά, να την κατευθύνει έτσι ώστε να περνάει «αθόρυβα» αλλά το
αποτέλεσμα κινδυνεύει να εισπραχθεί ως έλλειψη νεύρου.
Η παράσταση έχει την τύχη να διαθέτει τρεις δυνατούς συμμάχους:
τα έξοχα στη διακριτικότητά τους κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ -ιδιαίτερα
καλόγουστα-, τις επίσης διακριτικές μουσικές παρεμβάσεις που υπογράφει ο
Μίνως Μάτσας και που τη διακριτικότητά τους μόνο με τη διακριτικότητα της μουσικής
της Ελένης Καραΐνδρου στις παραστάσεις του Αντώνη Αντύπα μπορώ να τη συγκρίνω -και
μάλιστα σε ένα έργο που εύκολα θα μπορούσε να οδηγήσει σε στομφώδεις, δραματικές
υπογραμμίσεις και παρεμβολές που να καταπλακώσουν την παράσταση- και -last but not least- τους φωτισμούς που έχει
σχεδιάσει η Κατερίνα Μαραγκουδάκη. Πιστεύω ακράδαντα πως στους φωτισμούς αυτούς
οφείλει ένα μεγάλο μέρος της επιτυχία της: σκιές, φωτοσκιάσεις, ημίφωτα, φωτισμοί
χαρακτήρων, ηθοποιοί με το ένα προφίλ σκοτεινό και με το άλλο να αναδύει ένα
εσωτερικό, μεταφυσικό, απόλυτα ντοστογιεφσκικό φως… Μία δουλειά αριστουργηματική,
η καλύτερη, νομίζω, της Κατερίνας Μαραγκουδάκη.
Οι ερμηνείες. Η
διανομή έχει συγκεντρώσει αρκετούς πολύ καλούς ηθοποιούς αλλά η διδασκαλία δεν
πέτυχε, νομίζω, τις μέγιστες αποδόσεις τους.
Ο Αλέξανδρος Σταύρου κάνει μία καλή προσπάθεια. Ο Σταβρόγκιν
του είναι ευπρεπής αλλά δεν φλέγεται, δεν ματώνει από ντοστογιεφσκικό πάθος. Ο
Βερχοβένσκι του ικανότατου Ιωάννη Παπαζήση, παρά κάποιους υπερβολικά γρήγορους
ρυθμούς του, είναι πολύ πιο πειστικός. Ο Στάθης Μαντζώρος και ο Αλμπέρτο Φάις,
ηθοποιοί καλοί, πλάθουν ρόλους, ειδικά ο δεύτερος, αλλά τους έχω δει και σε
καλύτερες στιγμές τους.
Ικανοποιητική η Ντάρια της Έφης Ρευματά, όπως και ο
Λεμπιάτκιν του Δημήτρη Μαύρου αλλά βρήκα αδύναμη την Ελισαβέτα της Βίκυς Μαραγκάκη.
Με καλές αλλά και αδύνατες στιγμές ο Αλέξανδρος Μπαλαμώτης και με σκηνικό κύρος
και αποδοτικό λόγο αλλά κάπως άνευρος ο Σταύρος Καραγιάννης.
Η Δήμητρα Χατούπη έχει αρπάξει το ρόλο από τα κέρατα: δίνει
έγκυρα, με χιούμορ και με στιβαρότητα την Σταβρόγκινα αλλά κάποιες στιγμές διέκρινα
το προσχέδιο του ρόλου -σαν να μην έχει ωριμάσει εντελώς μέσα της.
Συγκλονιστική Μαρία η Κερασία Σαμαρά. Παρά τις υψηλές τονικότητες που κάποτε
ηχούν με οξύτητα τις οποίες χρησιμοποιεί πότε-πότε στις φωνητικές μεταπτώσεις της,
η ποιότητα της εκφραστικότητας και η εσωτερικότητά της κυριαρχούν. Ο Κώστας Καστανάς
κάνει μία δυναμική επιστροφή στα σκηνικά χωρικά του ύδατα με όλη την πείρα και
την εντυπωσιακή σκηνική άνεση που διαθέτει: ακμαιότατος, με πλήρη έλεγχο των μέσων
του, με χιούμορ, δίνει, αν και η υποκριτική του είναι κάπως παλιά και κάποτε ο
λόγος του ηχεί υπερβολικά μελίρρυτος, το στίγμα ενός ηθοποιού πολύ χρήσιμου
ακόμα.
Το συμπέρασμα. Μία
ικανοποιητικότατη παράσταση που σας γνωρίζει -ή σας ξαναθυμίζει-, χωρίς
μεγαλοστομίες, το αριστούργημα του Ντοστογιέφσκι. Θα άξιζε να τη δείτε.
«Σύγχρονο Θέατρο», 6
Μαρτίου 2014.
No comments:
Post a Comment