Το έργο. Τέλη του
19ου αιώνα. Σε μία μικρή νορβηγική πόλη. Ο Χάλβαρντ Σόλνες. Αρχιμάστορα
θέλει να τον ονομάζουν -αρνείται τον τίτλο αρχιτέκτονας καθώς δεν έχει
σπουδάσει. Έκτιζε εκκλησίες και ψηλά καμπαναριά προς δόξαν του Κυρίου. Κάποια
στιγμή, μία νοσηρή ενδόμυχη επιθυμία του υλοποιήθηκε: το σπίτι του κάηκε -έγινε
στάχτη. Η γυναίκα του, η Αλίνε, και τα νεογέννητα δίδυμα αγόρια του σώθηκαν.
Αλλά το σοκ που η Αλίνε έπαθε, έγινε, μέσω του θηλασμού, δηλητήριο που σκότωσε
τα δύο μωρά. Ο Σόλνες έπαψε να κτίζει εκκλησίες και καμπαναριά. Τους
λογαριασμούς του με τον Θεό τους έκλεισε όταν κατάφερε, αν και ακροφοβικός, να
σκαρφαλώσει από τις σκαλωσιές στο τελευταίο καμπαναριό που έκτισε σε μία
γειτονική μικρή πόλη, για να κρεμάσει στην κορυφή του ένα λουλουδένιο στεφάνι -έθιμο
της εποχής και του τόπου του στα εγκαίνια. Από τότε πια άρχισε να κτίζει
σπίτια. Τα πρώτα τα έκτισε στη δική του έκταση γύρω από το καμμένο σπίτι, τα
πούλησε και σύντομα απέκτησε όνομα. Μεγάλο όνομα -σαν η πυρκαγιά να ήταν το
έναυσμα για μία καριέρα εντυπωσιακή.
Μεσήλικας πια, με δικό του γραφείο και τρεις υπαλλήλους -τον
γηραιό Κνουτ Μπρόβικ που κατέληξε στη δούλεψη του Σόλνες όταν αυτός του πήρε τη
δουλειά και τον ποδοπάτησε, τον γιο τού Μπρόβικ, τον Ράγκναρ, και την
αρραβωνιστικιά του Ράγκναρ, την Κάγια, ερωτευμένη με τον Σόλνες ο οποίος την
εκμεταλλεύεται και την έχει μεταβάλει σε τυφλό όργανό του- νοιώθει ανασφαλής
γιατί φοβάται πως η καριέρα του τελειώνει και πως ο Ράγκναρ, που έχει κάνει τα
πρώτα του σχέδια για ένα σπίτι, ετοιμάζεται να τον εκτοπίσει όπως ο ίδιος έπραξε
με τον πατέρα του. Γι αυτό και τον κρατάει δέσμιο μέσω της Κάγιας.
Δέκα χρόνια πια μετά το τελευταίο καμπαναριό του και ενώ
ετοιμάζονται να μετακομίσουν με την Αλίνε -που ποτέ δεν ξεπέρασε εκείνη τη
φωτιά και το θάνατο των παιδιών και έχει στεγνώσει νοιώθοντας συγχρόνως να
απειλείται από την Κάγια- στο καινούργιο σπίτι με τον ψηλό πύργο, που ο Σόλνες έκτισε,
δέχεται την απρόσμενη επίσκεψη της Χίλντε Βάνγκελ, κόρης του γιατρού στη μικρή
πόλη όπου ο Σόλνες έκτισε το καμπαναριό εκείνο. Ενός εικοσιδυάχρονου κοριτσιού, ελεύθερου, άναρχου πνεύματος, που μισεί τη λέξη καθήκον, τη λέξη η οποία, αντίθετα, αποτελεί την πυξίδα της Αλίνε
Σόλνες.
Δωδεκάχρονη μαθήτρια, ήταν παρούσα, τότε, στα εγκαίνια που
τη σημάδεψαν. Όπως τη σημάδεψαν -κι ακόμα περισσότερο- το φιλί που ισχυρίζεται
πως ο Σόλνες της έδωσε στο σπίτι της, στο δείπνο στον οποίο τον είχαν
προσκαλέσει, και η υπόσχεσή του να γυρίσει μετά από δέκα χρόνια να την πάρει μαζί
του και να της χαρίσει ένα βασίλειο. Εκείνος δεν επέστρεψε αλλά η Χίλντε,
ακριβώς πάνω στα δέκα χρόνια, ήρθε να τον διεκδικήσει -ένας έρωτας (;)
μυστήριος, εμμονικός, διεκδικητικός. Συνέβησαν όντως αυτά; Είναι φαντασιώσεις της; Ο Σόλνες δεν θυμάται σχεδόν τίποτα αλλά σκέφτεται μήπως ήταν επίσης ενδόμυχες επιθυμίες του -είναι τα τρολ,
τα δαιμόνια μέσα του, που τον κατατρώνε. Και τα αποδέχεται -το κορίτσι τον έχει
συνεπάρει σα θύελλα.
Παράλληλα, η Χίλντε καταφέρνει να τον πείσει να γράψει λίγα
λόγια θετικά -πράγμα που έως τότε αρνιόταν- κάτω από τα σχέδια του Ράγκναρ ώστε
να χαρεί και ο άρρωστος πια πατέρας του. Είναι αργά όταν το κάνει: ο
γέρο-Μπρόβικ δεν έχει πια επαφή με την πραγματικότητα. Ο Ράγκναρ, όμως, θα
ανοίξει τα φτερά του και μαζί με την Κάγια θα φύγουν από το γραφείο. Η εποχή
Σόλνες τελειώνει. Εκείνος θα την κλείσει ένδοξα: εμψυχωμένος από την Χίλντε που
σαν να τον ωθεί στο θάνατο -τα τρολ είναι επίσης φωλιασμένα μέσα της- αψηφά τη
φοβία που του προξενεί ίλιγγο, σκαρφαλώνει στον πύργο και κρεμάει, ενώ το
κορίτσι παραληρεί, το στεφάνι του εθίμου στην κορυφή του πριν χάσει την ισορροπία
του και συντριβεί στο έδαφος.
Ο «Αρχιμάστορας Σόλνες», έργο της ωριμότητας του Χένρικ Ίψεν
(1893), γερά δομημένο -βασικό χαρακτηριστικό της ιψενικής δραματουργίας η στέρεη, ανθεκτική δομή-, αλλά
σε μία επικίνδυνη ισορροπία -στην κόψη του ξυραφιού- μεταξύ αλήθειας και
ψέματος, διατηρεί την επίφαση ενός ποιητικού ρεαλισμού, πιστεύω, όμως, πως
σαφώς είναι ένα έργο συμβολικό. Το κοίταγμά του, άλλωστε, σήμερα μέσα σε ένα
ρεαλιστικό πλαίσιο θα το καθιστούσε ξεπερασμένο και την πλοκή του αφελή. Η
Ύβρις του Σόλνες που τολμάει να επιβάλει τους όρους του στο Θεό, Ύβρις που
τιμωρείται μέσα από έναν Άγγελο Θανάτου -την Χίλντε -, και η Κάθαρσις-θάνατός
του -αφού όμως ανεβεί στην κορυφή- φέρνουν το έργο κοντά στην αρχαία ελληνική
τραγωδία χωρίς να απουσιάζουν το θεολογικό -προτεσταντικό- πρίσμα και το
μεταφυσικό στοιχείο. Και όλα αυτά σε ένα σύνθετο πλέγμα συμβολισμών που
καθιστούν το έργο καθόλου εύκολα προσβάσιμο.
Η παράσταση. Η σκηνοθέτρια
Κατερίνα Μπερδέκα σεβάστηκε το κείμενο στην καλή, αν και με κάποιες επί μέρους
αδυναμίες, μετάφραση που υπογράφει η Έρι Κύργια και αναζήτησε με άκρα λιτότητα
τα κρυμμένα του επίπεδα κατεβάζοντάς το με υποδειγματική διαύγεια στο θεατή. Έχει
βάλει όλους τους ήρωες -μιλούν, δεν μιλούν- επί σκηνής, τυλιγμένους μέσα σε μία
ψυχρή, μυστηριακή, υποβλητική ατμόσφαιρα, με τις άδηλες, αδιευκρίνιστες,
διφορούμενες προθέσεις και σκέψεις τους να σκιάζουν, να στοιχειώνουν το
παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του Σόλνες. Ενός Σόλνες που δεν αγιοποιείται
αλλά διατηρεί τις ανθρώπινες διαστάσεις του -πολλές οι αρνητικές, μικρόψυχες έως
απωθητικές πλευρές του, όπως και του Πέερ Γκιντ- διατηρώντας, όμως, και το
τραγικό μέγεθός του. Και τους κινεί με μία αυστηρή γεωμετρία -ευθείες γραμμές, καμία
καμπύλη, γωνίες…- απόλυτα συμβατή με το επάγγελμα του Σόλνες.
Την επίλογή της αυτή στηρίζει υποδειγματικά ο Νίκος
Αναγνωστόπουλος με το αυστηρό, λιτό, γραμμικό σκηνικό του -που, σοφά φωτισμένο
από τον Σάκη Μπιρμπίλη, προβάλλει ανάγλυφα και αναδεικνύει αυτό τον σιωπηλό
κόσμο των σκιών που κρύβεται κάτω από το κείμενο, αυτό το μεταφυσικό ρίγος που
διαπερνά την παράσταση- και με τα κοστούμια του - μαύρο, γκρίζο και λίγο άσπρο-
που συνδέουν το έργο με το σήμερα και υπηρετούν το πνεύμα της σκηνοθεσίας. Στο ίδιο
πνεύμα και ο Δημήτρης Παπαλάμπρου με τις πολύ ενδιαφέρουσες μουσικές του.
Οι ερμηνείες. Ο
Άκις Βλουτής, ηθοποιός εξελισσόμενος, με μέγεθος, υποστηρίζει σθεναρά τον
επώνυμο ήρωα. Οι τόνοι του κάποιες στιγμές μου θύμισαν Λευτέρη Βογιατζή. Η
Βασιλική Τρουφάκου σαφώς και είναι ταλαντούχα ηθοποιός αλλά νομίζω πρέπει να
βάλει σε κάποια καλούπια την υποκριτική της. Η Χίλντε είναι χύμα αλλά πιστεύω
πως δεν πρέπει να είναι χύμα και το παίξιμο της ηθοποιού που την ερμηνεύει.
Πάντως το δέσιμο που έχουν πετύχει οι δυο τους είναι αξιομνημόνευτο.
Βρήκα πολύ σωστούς τον Ιερώνυμο Καλετσάνο και την Αθηνά
Μπερδέκα, με καλές στιγμές τον Κωνσταντίνο Μωραΐτη αλλά αδύναμο, σχεδόν
ερασιτεχνικό, τον Ερρίκο Λίτση.
Την παράσταση, πάντως, πιστεύω πως κλέβει η Διώνη Κουρτάκη.
Ατσάλινη, ψυχρή, παγωμένη, με μία παγωνιά θανάτου να τη διαπερνά -και να μας
διαπερνά-, απόλυτα ακριβής, δεν ερμηνεύει την Αλίνε, είναι η Αλίνε του Καθήκοντος,
ήδη, προ πολλού, νεκρή.
Το συμπέρασμα. Μία
καθαρή, καθηλωτική παράσταση.
Από Μηχανής Θέατρο, 13
Μαρτίου 2014.
No comments:
Post a Comment