Θα ξεκινήσω το κείμενο με μία απόλυτη γνώμη. Πιστεύω -κι ας είναι
αμφιλεγόμενος, ειδικά στα ελληνικά μουσικά χωρικά ύδατα… -πως ο έλληνας αρχιμουσικός
Θεόδωρος Κουρεντζής με τη διεθνή πια καριέρα δεν είναι απλώς χαρισματικός. Πιστεύω
-και επιμένω- πως αποτελεί Εθνικό μας Κεφάλαιο. Και πιστεύω, επίσης -ακράδαντα-,
πως είναι ό,τι σημαντικότερο έβγαλε η Ελλάδα στον τομέα αυτό μετά τον Δημήτρη
Μητρόπουλο. Ο χρόνος θα δείξει αν θα δικαιωθώ στα... προγνωστικά αυτά.
Η χτεσινή συναυλία του, επικεφαλής της Ορχήστρας και της
Χορωδίας Δωματίου «MusicAeterna»
που ο ίδιος έχει δημιουργήσει και που εδρεύουν στο Περμ της Ρωσίας, στερέωσε ακόμα
πιο γερά τη γνώμη μου.
Ξεκίνησε με το «Dixit Dominus (Ελέησον Κύριε)» (1707), έναν αριστουργηματικό ψαλμό του
Τζορτζ Φρίντερικ Χέντελ, καρπό της ιταλικής περιόδου του συνθέτη. Έργο με μελωδίες
που ξεπηδούν μέσα από μία βαθιά πνευματικότητα, με συγκρατημένες κορυφώσεις και
με αέρινες, εσωτερικότατες πινελιές, αποδόθηκε με απόλυτη γνώση του ύφους -παρά
τις ελευθερίες που ο μαέστρος πήρε-, με εξαιρετική προσοχή στις λεπτομέρειες,
με αυτοέλεγχο. Η -νεανικότατη- ορχήστρα και η έξοχα δουλεμένη από τον Βιτάλι Πολόνσκι
χορωδία, σε πλήρη αυτοσυγκέντρωση, οδηγήθηκαν, μαζί με τους καλούς σολίστ που
τα ονόματά τους δεν αναφέρονταν στο πρόγραμμα, μέσα, προφανώς, από εξαντλητική
δουλειά, σε μία -έξοχη, κατά τη γνώμη μου- (ανα)δημιουργική ερμηνεία. Τα
πιανίσιμι -μεταξύ ψίθυρου και σιωπής-, μαγευτικά.
Το δεύτερο μέρος ήταν αφιερωμένο στον Χένρι Πέρσελ. Με την παρουσίαση,
σε μορφή συναυλιακή, του «Διδώ και Αινείας», της πρώτης του (1688) όπερας -σε λιμπρέτο
του ποιητή Νέιαμ Τέιτ, βασισμένο στην «Αινειάδα» του Βιργίλιου- και πρώτου έργου
που έβαλε την Αγγλία στο χάρτη της όπερας: ο έρωτας της βασίλισσας της Καρχηδόνας
Διδώς και του Τρώα Αινεία που μετά την πτώση της Τροίας πλέει για την Ιταλία
αλλά οι τρικυμίες τον ρίχνουν στις αφρικανικές ακτές, στην Καρχηδόνα και στην
αγκαλιά της Διδώς. Ένας έρωτας που λήγει άδοξα όταν ο Αινείας, παρασυρμένος από
έναν ψευτο-Ερμή τον οποίο σκαρώνουν οι μάγισσες που μισούν την Διδώ, την
εγκαταλείπει για τον αρχικό προορισμό του και εκείνη πεθαίνει τότε από το μαράζι.
Ο Θεόδωρος Κουρεντζής που κατέχει πολύ καλά το έργο -του οποίου, βέβαια, δεν έχει διασωθεί κανένα μέρος της αρχικής παρτιτούρας αλλά εκ των υστέρων έχει «συγκολληθεί» ώστε να αμφισβητείται η αυθεντικότητά του- διηύθυνε το ειδικευμένο, άλλωστε, στην παλιά μουσική σύνολό του σε μία ερμηνεία της απεγνωσμένης αυτής όπερας συναρπαστική, πολύ πιο ώριμη από το 2007 όταν την παρουσίασε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών: ένα σφιχτό δέσιμο σολίστ, ορχήστρας και χορωδίας και περάσματα, όπως στον Χέντελ, από τον ψίθυρο στην έκρηξη, δεξιοτεχνικά. Με χέρι στιβαρό και βαθύτατη ευαισθησία σε μία και πάλι απολύτως προσωπική ερμηνεία.
Αλλά και οι σολίστ, αν εξαιρέσω τη σουηδή μέτζο Μαρία Φόρστρεμ/Μεγάλη
Μάγισσα που τη βρήκα κάπως σκληρή, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων: ο γερμανός
βαρύτονος Τομπίας Μπερντ/Αινείας, η αυστριακής καταγωγής γερμανίδα σοπράνο Άννα
Προχάσκα, ο ρώσος μπάσος Βίκτορ Σαποβαλόφ/Ναύτης, με κορυφαία την έξοχη καταλανή
σοπράνο Νούρια Ριάλ που έδωσε μία Μπελίντα (σ.σ. η ακόλουθος της Διδώς) κρυστάλλινης
διαύγειας.
Όσο για τους φωτισμούς με τους οποίους ο μαέστρος έπαιξε στη
διάρκεια της παρουσίασης, τους βρήκα όχι απλώς νόμιμους αλλά ιδέα εξαιρετική:
υπέβαλε ατμόσφαιρα.
Η συναυλία έκλεισε με δύο αποσπάσματα επίσης Πέρσελ ως ανκόρ. Εκ των οποίων το πρώτο, ένα α καπέλα, συ-γκλο-νι-στι-κό κομμάτι της χορωδίας, με
γοητευτική κίνηση, από την όπερά του «Η ινδιάνα βασίλισσα» που παρουσιάστηκε από
τα σύνολα πριν από λίγους μήνες στο Περμ πρώτα, στο Βασιλικό Θέατρο (Τεάτρο Ρεάλ)
-την Όπερα- της Μαδρίτης στη συνέχεια, ως συμπαραγωγή, σε σκηνοθεσία Πίτερ Σέλαρς
με τον Θεόδωρο Κουρεντζή στο πόντιουμ.
Το συμπέρασμα: Άλλη
μία μοναδική, για μένα, στιγμή από τον Θεόδωρο Κουρεντζή. Η συναυλία, ευτυχώς,
επαναλαμβάνεται απόψε. Η πρόκληση: να πάτε χωρίς προκαταλήψεις για να
διαπιστώσετε αν υπερβάλω.
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών/
Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», 18 Φεβρουαρίου 2014.
No comments:
Post a Comment