Το έργο. Ο Τάσος
και η Γκόλφω. Παιδιά ακόμα _ εκείνη στα 17, ορφανή από πατέρα. Θεόφτωχοι. Και ερωτευμένοι
_ με όρκο αγάπης. Τέλος του 19ου αιώνα. Σ’ ένα ορεινό χωριό _ κάπου στην
Βόρεια Πελοπόννησο, στον Χελμό. Κοντά στην σημαδιακή πηγή της Στυγός _ κατά την
ελληνική μυθολογία πύλη του Κάτω Κόσμου και εκεί όπου οι θνητοί έδιναν τον όρκο
τον πιο ιερό. Τον κρύβουν τον έρωτά τους τα δυο παιδιά _ σε μία κοινωνία
πλούσιων τσελιγκάδων και φτωχών βοσκών ζουν… Αλλά όταν ο Τάσος δέχεται δώρο χρηματικό
αναπάντεχο από έναν άγγλο λόρδο που ο νεαρός βοσκός τον έσωσε από το θάνατο,
δημοσιοποιεί τον έρωτά τους και αρραβωνιάζεται την Γκόλφω. Στα σχέδιά τους,
γρήγορα να γίνει ο γάμος.
Οι κακοί όμως καιροφυλακτούν. Ο Κίτσος, ο πλούσιος ανηψιός του
πλούσιου αρχιτσέλιγκα Ζήση που θέλει την Γκόλφω για γυναίκα του αλλά εκείνη τον
αποκρούει κι αυτός προσβάλλεται, βάζει προξενητή να πείσει τον Τάσο να
παντρευτεί την κόρη του Ζήση _ και ξαδέλφη του _, τη μοχθηρή Σταυρούλα. Έτσι η
Γκόλφω, ελεύθερη πια, θα είναι ευκολότερο να πέσει _ πιστεύει _ στα δίχτυα του.
Λέγε – λέγε, μπροστά στη μεγάλη προίκα και στο άνετο μέλλον
που του εξασφαλίζεται, ο Τάσος, τελικά, πείθεται. Τσαλαπατάει τον όρκο του τον
ιερό και χαλάει τον αρραβώνα με την Γκόλφω. Εκείνης όμως ο έρωτας δεν σβήνει
έτσι εύκολα. Πέφτει στα πόδια του, σέρνεται πίσω του, τον παρακαλάει, με σύμμαχο
τον πατέρα του τον Θανάσουλα, τον καταριέται στο τέλος αλλά ο Τάσος δεν πείθεται
με τίποτα. Όπως με τίποτα δεν πείθεται και η Γκόλφω να δεχτεί την πρόταση του
Κίτσου. Την παραμονή του γάμου Τάσου και Σταυρούλας, παραλοϊσμένη, θα εμφανιστεί
στο γλέντι και θα πάρει πίσω τις κατάρες. Ο Τάσος, συγκλονισμένος από το ψυχικό
της μεγαλείο, θα τρέξει πίσω της. Είναι αργά. Η Γκόλφω έχει φαρμακωθεί. Θα
ξεψυχήσει στην αγκαλιά του κι εκείνος θα την ακολουθήσει: αυτοκτονεί.
Ένα ρομαντικό μελόδραμα είναι η «Γκόλφω» (1893), το έμμετρο «δραματικό
ειδύλλιο» του Σπυρίδωνος Περεσιάδη. Αλλά ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος του, που
αντλεί κατευθείαν από μία πλούσια λαϊκή παράδοση, μακριά από τη στομφώδη
καθαρεύουσα του «επίσημου» θεάτρου της εποχής, αποπνέει ποίηση _την ποίηση της
απλότητας και της αθωότητας, μια λαϊκή φρεσκάδα που θυμίζει εκείνα τα απλoϊκά στιχάκια των παλιών,
επιτοίχιων ημερολογίων. Και γεννάει μια καθαρή συγκίνηση. Γι αυτό, ίσως,
αγαπήθηκε τόσο από το λαϊκό κοινό.
Η παράσταση. Ο
Νίκος Καραθάνος αγάπησε κι αυτός πολύ το «αφελές» αυτό έργο, το φθαρμένο από την πολυχρησία, το σωσίβιο των μπουλουκιών, το κατασυκοφαντημένο, το σνομπαρισμένο
ως φτηνό, βουκολικό εργάκι κατάλληλο για χωριάτες και το ανέβασε με σεβασμό. Αλλά
και με πνοή ανανεωτική. Και το ανέδειξε _ το εκτόξευσε. Αφήνοντάς το να
ακουστεί καθαρό, χωρίς να το καπελώσει με σκηνοθετισμούς. Στο δημιουργικά
επεξεργασμένο από την Γιούλα Μπούνταλη κείμενο, έκανε περικοπές, κάποιες
μικροπροσθήκες, τον ύμνο / θρήνο της αγάπης τον έδεσε αρμονικά με μερικούς
έξοχους στίχους της Λένας Κιτσοπούλου και αφέθηκε _ καθόλου, όμως, ανεξέλεγκτα
_ σε έναν δημιουργικό οίστρο.
Το εύρημα με τα τρία ζευγάρια Γκόλφως - Τάσου σε τρεις
διαφορετικές ηλικίες δεν είναι πρωτότυπο, ποτέ όμως δεν έχω δει καλύτερη
ανάπτυξή του: το νεαρό ζευγάρι της αθωότητας, που πετάει στα σύννεφα, το ώριμο
της προσγείωσης στην πραγματικότητα και της προδοσίας και της απόγνωσης και το
γηραιό _ στην ηλικία που δεν πρόλαβαν να φτάσουν οι δύο ήρωες αλλά την έφτασε
και την ξεπέρασε το έργο τους διασχίζοντας τρεις αιώνες _, σιωπηλό, μελαγχολικό _ σαν άγγελοι προαναγγελθέντος θανάτου _, κατακαθισμένο, με την
παραδοχή και την κατανόηση για τα ανθρώπινα γραμμένες πάνω του, που σφραγίζει καθοριστικά
με το σιωπηλό φιλί του το άνοιγμα της παράστασης και αναδεικνύεται
σε σύμβολο πολυσήμαντο.

Το επίσης συγκλονιστικό φινάλε «Τρέχα Τάσο, τρέχα», που
αφήνει, με τρόπο ιδιοφυή, ανοιχτό το τέλος του έργου _ οι ήρωες του Περεσιάδη
στο έργο πεθαίνουν αλλά η ιστορία που το έργο έγραψε και γράφει δεν τους αφήνει
να πεθάνουν, ο Καραθάνος με την παράσταση αυτή κάνει ένα ευφυές παράλληλο
σχόλιο πάνω σ’ αυτό καθαυτό το θέατρο _ είναι η αμέσως επόμενη σημαντική στιγμή
της παράστασης. Αλλά δεν είναι οι μόνες _ είναι δύο από τις πολλές.

Αν βρήκα ελαττώματα; Ναι, κάποια. Ας πούμε η εμφάνιση της
Σταυρούλας ως αρκούδας μού φάνηκε ένα πολύ γκροτέσκο στοιχείο. Και, ορισμένες
στιγμές, είδα κάποιες αμηχανίες, Αλλά, μπροστά στο σύνολο, παρωνυχίδες θα
μπορούσα να τα χαρακτηρίσω.
Ο Νίκος Καραθάνος είχε βέβαια και συνεργάτες που τους
ενέπνευσε _ ή και που τον ενέπνευσαν. Η Έλλη Παπαγωργακοπούλου μ’ αυτούς τους
μαύρους, μαλακούς σαν μαξιλάρια, ακατέργαστους αλλά τόσο ευλύγιστους όγκους τους
ριγμένους στη σκηνή, που αλλάζουν διαρκώς σχήματα, δεν έκανε μόνο στιλ και δεν δημιούργησε μόνον ένα
λειτουργικό σκηνικό. Μετέφερε την αίσθηση αυτών των ξερόβραχων του Χελμού όπου
το έργο διαδραματίζεται αλλά ταυτόχρονα και την αίσθηση της τρυφερότητας, του
ερωτισμού που πλανάται. Και τα έξοχα κοστούμια της, με ρίζες στην παράδοση, _
απηχήσεις από φουστανέλες και φαρδομάνικα _, όλα μαύρα, που μετατρέπουν τους
ηθοποιούς σε κοπάδι μαύρων πουλιών με απλωμένες φτερούγες και συντελούν
αποφασιστικά σ’ αυτά τα μοναδικά γκρουπαρίσματα τα οποία ο σκηνοθέτης επαναφέρει
τακτικά, δεν είναι μόνον υψηλή αισθητική. Βοηθούν και στην ανάπτυξη της
συνεχούς κίνησης, του στροβιλισμού αυτού που την σοφή επιμέλειά του είχε η
Αμάλια Μπένετ.

Οι ερμηνείες. Ο
Νίκος Καραθάνος δεν είχε μόνο στη διάθεσή του μία πολύ καλή διανομή. Ήξερε να
διδάξει και να κατευθύνει τους καλούς ηθοποιούς του.
Εύη Σαουλίδου, Άγγελος Τριανταφύλλου, Γιάννης Κότσιφας,
Γιώργος Μπινιάρης, Μαρία Διακοπαναγιώτου αποφασιστικά βοηθούν. Έχω δει σε
πολλές εξαιρετικές ερμηνείες την Αλίκη Αλεξανδράκη. Ποτέ δεν την έχω δει να
γίνεται τόσο λιτή και άμεση. Για την Χριστίνα Μαξούρη θα έγραφα πως υποκριτικά
είναι άριστη. Αλλά θα αρκούσε και μόνο το δημοτικό που τραγουδάει
συγ-κλο-νι-στι-κά για να μείνει αξέχαστη. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου κάνει τον
καλύτερο και πιο ώριμο ρόλο του χωρίς να χάνει το υποδόρειο χιούμορ του. Ο
Μιχάλης Σαράντης, φιγούρα που γράφει μοναδικά, κίνηση θαυμάσια, δείχνει να έχει
εξελιχθεί ουσιαστικά. Ο Χάρης Φραγκούλης επιβεβαιώνει όλες στις ελπίδες που
έχει γεννήσει η παρουσία του στη σκηνή: παλλόμενος, φτερωμένος, εφηβικός Τάσος,
δίνει μία ερμηνεία εκ βαθέων.
Ο Γιάννης Βογιατζής θα πρέπει να είναι ευτυχής
επισφραγίζοντας την καριέρα του με το ρόλο του _ γέροντα _Τάσου. Είναι ο καλύτερός
του.
Άφησα τελευταία την Λυδία Φωτοπούλου. Τα δύο μεγάλα της σόλι
_ η «Αγάπη» και ο «Κομμός» _, στα οποία άφοβα φτάνει το επικίνδυνο κρεσέντο που
της ζητήθηκε στο ξεφωνητό, στο «τελάλημα», ξεκολλούν από τα σπλάχνα της. Σπουδαία
ηθοποιός. Αφοπλιστική. Χωρίς την Λυδία Φωτοπούλου η παράσταση αυτή δεν θα ήταν
η ίδια.

Εθνικό Θέατρο /
θέατρο «Rex» / Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», 6 Απριλίου
2013 και Κτίριο Τσίλερ / Κεντρική Σκηνή, 25 Οκτωβρίου 2013.
Εξοχη δουλειά! Να προσθέσω δύο ακόμα ευφυείς στιγμές...τους 'ξεκαρδιστικούς' ξένους περιηγητές, και το συγκλονιστικό τσάμικο, εικόνα όλης της σύγχρονης Ελλάδας.
ReplyDelete