Το έργο. Η Τατιάνα, νέα, όμορφη, ευαίσθητη και αθώα, που περνάει τον καιρό της διαβάζοντας μυθιστορήματα, κόρη της χήρας Λαρίνα, ερωτεύεται με την πρώτη ματιά, στο κτήμα τους, στην εξοχή όπου ζουν, τον Γιεβγκένι Ονιέγκιν _ τον φέρνει στο σπίτι τους ο ποιητής Λένσκι ο οποίος πολιορκεί με προθέσεις σοβαρές την αδελφή της Όλγκα. Ο έρωτάς της είναι τόσο σφοδρός που χάνει τον έλεγχο και κάνει μία κίνηση απαράδεκτη για την κοινωνική της τάξη και την εποχή στην οποία ζει _ δεκαετία του 1820: του γράφει μία επιστολή όπου του εξομολογείται τον έρωτά της. Ο Ονιέγκιν, ένας αλαζόνας, εγωιστής και κυνικός νεαρός δανδής, όταν ξανασυναντηθούν, απορρίπτει, με τρόπο ευγενικό βέβαια, την πρόταση, ζητάει από την καταρρακωμένη κοπέλα να μείνουν μόνο φίλοι και της κάνει και ένα μάθημα πώς να ελέγχει τα συναισθήματά της.
Λίγους μήνες μετά, στη γιορτή της Τατιάνας, ο Ονιέγκιν δέχεται την πρόταση να συνοδεύσει τον Λένσκι και πάλι στο σπίτι των Λαρίν πιστεύοντας ότι πρόκειται απλώς για μία συγκέντρωση σε στενό κύκλο. Εκεί βρίσκεται ενώπιον μιας μεγάλης δεξίωσης την οποία βαριέται αφόρητα. Για να πικάρει τον Λένσκι που τον «παρέσυρε», φλερτάρει επιδεικτικά με την Όλγκα. Ο Λένσκι προσβάλλεται, φιλονικεί με τον Ονιέγκιν, του μιλάει πολύ άσχημα δημοσίως, η γιορτή λήγει άδοξα και οι δύο φίλοι καταλήγουν σε μονομαχία. Και οι δύο έχουν μετανοιώσει αλλά δεν κάνουν πίσω έως την τελευταία στιγμή. Ο Λένσκι σκοτώνεται.
Ύστερα από μερικά χρόνια ο Ονιέγκιν, που μετά το θάνατο του Λένσκι περιπλανιέται άσκοπα, επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη. Στο χορό του συγγενή του πρίγκιπα Γκρεμίν τον παρουσιάζουν στη σύζυγο του οικοδεσπότη: η πριγκίπισσα Γκρεμίνα είναι η Τατιάνα. Ο Ονιέγκιν συνειδητοποιεί _ πολύ αργά… _ πως είναι ερωτευμένος μαζί της. Την επισκέπτεται και της ζητάει να το σκάσουν μαζί. Η Τατιάνα, παγερή αρχικά, θα ομολογήσει τελικά πως τον αγαπάει ακόμα. Αλλά υπάρχουν ηθικές αξίες. Τις οποίες θέτει πάνω από τον έρωτά της _ ο καιρός της Καρένινα δεν έχει φτάσει ακόμα…: δεν πρόκειται να εγκαταλείψει ποτέ τον σύζυγό της. Ο Ονιέγκιν μένει μόνος και απελπισμένος.

Η παράσταση. Την
όπερα αυτή έχει μέσα μου σημαδέψει η παράσταση του Ντμίτρι Τσερνιάκοφ την οποία
παρουσίασε η Όπερα «Μπαλσόι» στο Μέγαρο Μουσικής και στο πλαίσιο του Φεστιβάλ
Αθηνών το καλοκαίρι του 2011 _ ίσως η σημαντικότερη παράσταση όπερας που έχω
δει. Φοβόμουν πως ποτέ δεν θα μπορούσα να ξαναδώ τον «Ονιέγκιν» σε άλλη
σκηνοθεσία. Και όμως! Η παράσταση που μεταδόθηκε _ σε άριστα σκηνοθετημένη από
τον Γκάρι Χάλβορσον ζωντανή κάλυψη _ στο πλαίσιο του Metropolitan Opera Live από
την Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης με διέψευσε.


Τα έξοχα, ευλύγιστα σκηνικά του Τομ Πάι, συναρπαστικά φωτισμένα από τον Ζαν Καλμάν, αλλά, κυρίως, τα μοναδικά κοστούμια της δικής μας Χλόης Ομπολένσκι που αποπνέουν αυθεντικότητα, γαιώδη στις δύο πρώτες πράξεις _ της εξοχής _, βαρύτιμα, μεγαλοπρεπή στην τρίτη, σχεδιασμένα με ένα γούστο όχι συνηθισμένο, με απίστευτη προσοχή στη λεπτομέρεια, σε ευτυχή σύζευξη με τα σκηνικά, και, πάνω απ’ όλα, διακριτικά, χωρίς να επιζητούν να πρωταγωνιστήσουν και να κλέψουν την παράσταση, παίζουν τον αποφασιστικό ρόλο τους στο αποτέλεσμα αυτό. Ακόμα και τα βίντεο (Φιν Ρος, Ίαν Γουίλιαμ Γκάλαγουέι), ακόμα και οι χορογραφίες του Κιμ Μπράντστρουπ, άψογα εκτελεσμένες. Τις οποίες _ βαλς, μαζούρκα, πολονέζα, εκοσέζ… _ η σκηνοθεσία, έξυπνα, σοφά θα έλεγα, δεν προβάλλει καταστρέφοντας τη ροή της όπερας αλλά τις δένει οργανικά _ καθώς ακόμα και σε δεύτερο πλάνο τις περνάει _ με τα επί σκηνής δρώμενα.

Οι ερμηνείες. Η
παράσταση ευτυχεί και στη διανομή. Η ρωσίδα σοπράνο Άνα Νετρέμπκο – Τατιάνα, ο
πολονός τενόρος Μάριους Κβιέτσιεν στον επώνυμο ρόλο, ο συμπατριώτης του τενόρος
Πιοτρ Μπετσάλα (Λένσκι), η λευκορωσίδα μέτζο Οκσάνα Βόλκοβα (Όλγκα), η ρωσίδα μέτζο Γιελένα
Σαρέμπα (Λαρίνα), η επίσης ρωσίδα μέτζο Λαρίσα Ντιάντκοβα (Φιλίπιεβνα), ο λευκορώσος
μπάσος Αλεξέι Τανόβιτσκι (Γκρεμίν) ακόμα και οι καλλιτέχνες στους βοηθητικούς ρόλους
είναι καταρχάς προικισμένοι με εξαιρετικές φωνές _ αυτό το σκούρο, σλάβικο
φωνητικό μέταλλο… _ οι οποίες στη συγκεκριμένη περίπτωση ανθίζουν: ο ένας καλύτερος
από τον άλλο. Αλλά και η σκηνοθεσία, όπως γίνεται φανερό, τους οδήγησε σε πολύ σωστούς
υποκριτικούς δρόμους καθώς, επιπλέον, διαθέτουν, κατά το μάλλον ή ήττον, φιζίκ,
που, έστω και αν δεν είναι τα ιδεώδη για τους ρόλους τους, είναι πειστικά.
Το συμπέρασμα.
Μία παράσταση υψηλού επιπέδου, μουσικά και θεατρικά. Με καθήλωσε και την απόλαυσα.
Μέγαρο Μουσικής
Αθηνών / Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», 5 Οκτωβρίου 2013
No comments:
Post a Comment