January 25, 2023

Στο Φτερό / Στέλλα, φύγε, δεν κρατάει μαχαίρι...

 

«Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη / Σκηνοθεσία: Γιάννος Περλέγκας 

 

Η Στέλλα, μία νέα γυναίκα, λαϊκή τραγουδίστρια επειδή το γουστάρει, στο υπαίθριο, συνοικιακό νυκτερινό κέντρο «Της Μαρίας» -μία μίζερη αυλή, ουσιαστικά-, αρχές της μετεμφυλιοπολεμικής δεκαετίας του ’50, ελεύθερη, ατίθαση, ανεξάρτητη, αδιάφορη για τις κοινωνικές νόρμες, 

προπορευόμενη της εποχής της, έχει διαλύσει τη σχέση της με το νεαρό γιατρό Αλέκο, γιατί εκείνος ήθελε να την «αλλάξει» και να την εντάξει στο αστικό κοινωνικό του στάτους. Με τον Αλέκο που, για να την κερδίσει, της έχει αγοράσει πιάνο, εγκατεστημένο στο κέντρο, με πιανίστα να τη συνοδεύει τον 

ξεπεσμένο -από τα ωδεία, τον Καλομοίρη και τον Σκαλκώτα- Πίπη. Με τον Αλέκο που είναι αγιάτρευτα ερωτευμένος  μαζί της. Στο δρόμο της θα βρεθεί -και θα τον φράξει, κυριολεκτικά- ο Μίλτος, ένας εργάτης σε λατομεία μαρμάρου. Θα ερωτευτούν παθιασμένα. Ο Αλέκος θα σκοτωθεί σε δυστύχημα με το 

αυτοκίνητό του, δυστύχημα που πολλοί πιστεύουν πως είναι αυτοκτονία. Η Στέλλα θα κουβαλάει -και θα της φορτώνουν- ενοχές ότι ήταν η υπαίτια. Ο Μίλτος θα την πείσει να παντρευτούν. Μία συνάντηση, όμως, πριν από το γάμο, με την μητέρα του, που την επισκέπτεται, θα τη σιγουρέψει ότι και πάλι θέλουν να την «αλλάξουν». Και η Στέλλα δεν θέλει να «αλλάξει». Γι αυτό, την τελευταία στιγμή, θα αφήσει τον γαμπρό να την περιμένει μάταια στην εκκλησία και θα τον ρεζιλέψει φλερτάροντας με τον Αντώνη, έναν νεαρούλη μπογιατζή που μόλις έχει απολυθεί από τον στρατό, και πηγαίνοντας μαζί του σινεμά. Ο Μίλτος θα τη σκοτώσει. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έγραψε την «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» (1954, νέα εκδοχή/«αναστήλωση» 1990, πρώτη έκδοση 1992, πρώτο ανέβασμα 2007) με εμφανείς επιδράσεις από την «Κάρμεν» του Προσπέρ Μεριμέ, κυρίως,  

αλλά και από τον «Ματωμένο γάμο» του Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα (η σκηνή Μάνας-Στέλλας), έργα που μόλις (1953 και 1954, αντίστοιχα, είχε διασκευάσει για το ραδιόφωνο) και το «Λεωφορείο ο Πόθος» του Τένεσι Γουίλιαμς, που είχε ήδη ανεβάσει το 1949, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ο Κάρολος Κουν με το «Θέατρο Τέχνης» (η σκηνή της πρώτης συνάντησης Στέλλας-Αντώνη). Ο Καμπανέλλης, 

όμως, με την ικανότητα που διέθετε να μεταπλάθει το υλικό του, χώνεψε αυτά τα δάνεια και με υποδειγματική σκηνική οικονομία έπλασε ένα πρωτότυπο έργο που διαθέτει αμεσότητα, καλά χαρακτηρισμένα πρόσωπα και αστραφτερούς διαλόγους -το βασικότερο, ίσως, προσόν του συγγραφέα. Το έργο έκανε 53 χρόνια να ανεβεί, αφενός γιατί είχε χαθεί το χειρόγραφο και δεν υπήρχαν αντίγραφα, αφετέρου γιατί το καπέλωσε ο μετασχηματισμός του, από τον 

Μιχάλη Κακογιάννη, σε ταινία -η «Στέλλα», ίσως η καλύτερή του, με την Μελίνα Μερκούρη στον επώνυμο ρόλο, σε θριαμβευτική πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση. Ο Γιάννος Περλέγκας που ανέλαβε τη σκηνοθεσία για το Εθνικό Θέατρο -η προγραμματισμένη πρεμιέρα έπεσε μέσα στη δεύτερη καραντίνα, η παράσταση, τελικά, δόθηκε μία μόνο φορά σε live streaming και, τώρα, παρουσιάστηκε ζωντανά, με κάποιες 

αλλαγές, στο «ΘέατροΤέχνης», σε συμπαραγωγή με το Εθνικό- σεβάστηκε το κείμενο χωρίς να επηρεαστεί από την εμβληματική ταινία. Αλλά και χωρίς να την αγνοήσει, καθώς με ένα στοπ καρέ από το φινάλε της, σε αλλεπάλληλα κλικ,

σαν να φωτογραφίζεται  από διαφορετικές αποστάσεις, ανοίγει, την παράστασή του, τιμητικά. Τα βίντεο της Μαρίας Αθανασοπούλου από την Αθήνα της εποχής του έργου -μέσα δεκαετίας του ’50-, την

Αθήνα του Καραμανλή, της αντιπαροχής, των πολιτών β΄ κατηγορίας, των εκτελεσμένων και καταδικασμένων και φυλακισμένων και εξόριστων στα νησιά και αυτοεξόριστων σε χώρες του «Σιδηρού Παραπετάσματος» κομμουνιστών, που τη συνοδεύουν και τα εξαιρετικά εύστοχα κείμενα, τα αντλημένα από την Μαργκερίτ Ντιράς και τον Μάριου Χάκκα, που έχουν τρυπώσει απρόσκλητα ανάμεσα στο κείμενο του

έργου αλλά αποδεικνύεται ότι του έρχονται κουτί, το φωτίζουν από μία πιο πολιτική γωνία και το τοποθετούν με σαφήνεια εκεί που οφείλει να είναι. Τα πρόσωπά του δεν είναι λαμπεροί σταρ, είναι άνθρωποι της εποχής τους, μεροκαματιάρηδες, όπως τα πρόσωπα της «Αυλής των θαυμάτων» ή της «Ηλικίας της νύχτας», άλλου άδικα ξεχασμένου έργου του Καμπανέλλη. Ο Γιάννος Περλέγκας ανέσυρε από την «Στέλλα με τα κόκκινα 

γάντια» αυτά που «δεν λέγονται». Ενώ θέλησε να τονίσει τους χαρακτήρες με γκέστους -ο Αλέκος στην αρχή ισορροπεί σε μία στηριγμένη στα δύο πόδια της, αιωρούμενη καρέκλα και σε ένα γερμένο σιδερένιο τραπεζάκι, η παραληρηματική κίνηση/«χορός» του Μίλτου στο τέλος...- που μπορεί, εκ

πρώτης όψεως, να μοιάζουν μεταμοντέρνα σουσούμια αλλά εγώ, στην περίπτωση αυτή, τα βρήκα απόλυτα ισορροπημένα και ενταγμένα στο όλο σκεπτικό, εκτός, ίσως, από τις εύκολες μούτες του Μήτσου -του γκαρσονιού. Συν τοις άλλοις, το παιχνίδι με τις σκιές, εμπνευσμένο, προφανώς, από το θέατρο σκιών, και η μουσική, επιμελημένη από τον ίδιο τον -γνώστη- σκηνοθέτη -ρεμπέτικα και λαϊκά του Τσιτσάνη, του Παπαϊωάννου, του Χατζηχρήστου,

του Μητσάκη, του Απόστολου Καλδάρα, του Μπακάλη, της Γεωργακοπούλου-, έξοχα διδαγμένα από τον Στράτο Γκρίντζαλη και τραγουδημένα α καπέλα ή συνοδευόμενα από τον επί σκηνής Στράτο Γκρίντζαλη ή από πιάνο- αγκάλιαζαν, μαζί με την κίνηση, αντλημένη από τα ζεϊμπέκικα και τα χασάπικα αλλά πειραγμένη, και τόνιζαν αυτή την ατμόσφαιρα

παράλληλα προς την εγγενή μουσικότητα της παράστασης -έτσι την εισέπραξα: ο Γιάννος Περλέγκας είχε συνθέσει ένα ρέκβιεμ της εποχής αυτής η οποία πολλούς πλήγωσε αλλά τα τραύματα που άφησε εισπράττονται σήμερα ως νοσταλγία. Η Λουκία Χουλιάρα με τα λιτά σκηνικά της που συνυπογράφει ο σκηνοθέτης, φωτισμένα από τον Τάσο

Παλαιορούτα, και με τα εξαιρετικά χαρακτηρισμένα κοστούμια της -το εμπριμέ της Μαρίας, το μαύρο της Στέλλας, το χαχόλικο του ρατέ πιανίστα Πίπη...- είχε δώσει αποφασιστικό χέρι βοήθειας. Όλα, κατ’ εμένα, συντελούσαν στην εμβρυουλκία από το συλλογικό ασυνείδητο, μέσω της «Στέλλας με τα κόκκινα γάντια», της ουσίας. Οι ηθοποιοί φαίνονταν να έχουν πειστεί και να υπηρετούν με αφοσίωση την άποψη αυτή. Η Στέλλα της Εύης Σαουλίδου, ο Μίλτος του Μιχάλη Τιτόπουλου, κόντρα στο μάτσο πρότυπο Φούντας της ταινίας, που, μοιραία, περιμέναμε -εδώ δεν είναι παρά ένας άξεστος εργατάκος προσκολλημένος στη μαμά του-, η Μαρία της Σοφίας

Κόκκαλη -εξαιρετική ηθοποιός-, αν και νέα για το ρόλο, αν και με κάποια μονοτονία στην εκφορά του λόγου της, η Αννέτα της Κατερίνας Λυπηρίδου, ο σαν χαμένος Πίπης του ίδιου του Γιάννου Περλέγκα, ο Μήτσος του Θοδωρή Σκυφτούλη, παρά τις συνεχείς μούτες, η επιβλητική Ανθή Ευστρατιάδου ως Μάνα του Μίλτου αλλά και ως «Αφηγήτρια» των ένθετων κειμένων -ένα είδος Χορού- ήταν απόλυτα ενταγμένοι στην παράσταση. Ξεχώρισα τον Γιάννη Παπαδόπουλο. Αν και είχε κάνει αντικατάσταση στη διανομή της πρώτης εκδοχής για το καινούργιο αυτό ανέβασμα, ήταν ικανοποιητικός Αλέκος αλλά, κυρίως, έξοχος Αντώνης. Το φινάλε, με τον Μίλτο να μη μαχαιρώνει την Στέλλα αλλά να την καταπλακώνει  

-που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως βιασμός- ολοκλήρωνε την όχι τυχαία άποψη του σκηνοθέτη. Κρίμα που το «Θέατρο Τέχνης» ζει στον αστερισμό του παραστασιακού πληθωρισμού, κρίμα που δεν  μπορεί να κάνει ρεπερτόριο και που οι παραστάσεις έληξαν -κάτι ανάλογο με τη σοφόκλεια «Αντιγόνη» της Μαρίας Πρωτόπαπα (Φωτογραφίες: Ελευθερία Νικολαΐδου).

(Έντυπο πρόγραμμα για την παράσταση δεν υπήρχε καθώς το «Θέατρο Τέχνης» κατάργησε -πολύ κακώς...- τα προγράμματα. Το έργο περιλαμβάνεται στον τόμο Ε΄ (1992) της σειράς Ιάκωβος Καμπανέλλης Θέατρο -Εκδόσεις Κέδρος). 

«Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν/ Σκηνή Φρυνίχου, Θέατρο Τέχνης-Εθνικό Θέατρο, 21 Φεβρουαρίου 2023.

No comments:

Post a Comment