June 4, 2022

Στο Φτερό / Ριγκολέτο κουτσός, κουτσός «Ριγκολέτο»...

 
«Ριγκολέτο» του Τζουζέπε Βέρντι, λιμπρέτο (Βικτόρ Ουγκό) Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε / Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός. Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου.
 
16ος αιώνας και ο έκδοτος στις ηδονές Δούκας της Μάντοβα που, περιστοιχισμένος και υποστηριγμένος από τους διεφθαρμένους αυλικούς του -«φάρα καταραμένη»-, δεν σέβεται καμία γυναίκα, παρθένα ή παντρεμένη, εντοπίζει στην εκκλησία μία όμορφη κοπέλα την οποία φλερτάρει. Υποτίθεται ότι την έχει ερωτευτεί. Πάντως, εκείνη, σίγουρα, τον ερωτεύεται. Είναι η κόρη του Ριγκολέτο, του γελωτοποιού της 
Αυλής του Δούκα, ο οποίος την κρύβει και κανείς δεν ξέρει την ύπαρξή της και τη σχέση τους. Οι αυλικοί για να τον εκδικηθούν επειδή τους υπονομεύει -ένας τους, μάλιστα, ο Κόμης του Μοντερόνε, τον έχει καταραστεί, όταν ο Ριγκολέτο τον ειρωνεύτηκε για την κόρη του που ατίμασε ο Δούκας, κατάρα που τον έχει στοιχειώσει-, μαθαίνοντας για την 
κρυμμένη στο σπίτι του γελωτοποιού όμορφη νέα και πιστεύοντας πως είναι ερωμένη του, την απάγουν και μάλιστα με τη βοήθεια του ίδιου που του δένουν τα μάτια λέγοντάς του ότι θα κλέψουν τη γυναίκα ενός ευγενή. Και τη φέρνουν στον Δούκα που δεν γνωρίζουν ότι την έχει ήδη συναντήσει κρυφά στο σπίτι της, με τη βοήθεια της παραμάνας της, της Τζοβάνα, και, εκείνος, έχει μάθει ότι είναι κόρη του Ριγκολέτο,
κρύβοντας, όμως, τη δική του ταυτότητα -της έχει παρουσιαστεί ως φοιτητής. Αποπλανεί το κορίτσι και ο Ριγκολέτο, που αποκαλύπτεται πλέον σε όλους πως
πρόκειται για την κόρη του, ορκίζεται εκδίκηση. Καπαρώνει τον επαγγελματία δολοφόνο Σπαραφουτσίλε για να σκοτώσει τον Δούκα. Ο Δούκας, που ο έρωτάς του για την Τζίλντα φαίνεται να έχει... εκτονωθεί πια, σε μία κακόφημη ταβέρνα φλερτάρει με την Μανταλένα, την ελαφρών ηθών αδελφή του Σπαραφουτσίλε, την οποία, επίσης, γοητεύει. Γι αυτό και εκείνη προσπαθεί να πείσει τον αδελφό της, καθώς γνωρίζει το σχέδιο της δολοφονίας, να μη
σκοτώσει τον Δούκα. Ο Σπαραφουτσίλε αποδέχεται να σκοτώσει στη θέση του τον οποιοδήποτε που, τυχόν, θα χτυπήσει την πόρτα της ταβέρνας πρώτος. Η ερωτευμένη Τζίλντα που τους έχει κρυφακούσει δεν φεύγει στην Βερόνα, όπως είχε υποσχεθεί στον πατέρα της, αλλά αποφασίζει να θυσιαστεί για να σώσει τον άσωτο αγαπημένο της: ντύνεται ανδρικά και χτυπάει την πόρτα της ταβέρνας. Ο Σπαραφουτσίλε τον/την σκοτώνει και παραδίδει στον Ριγκολέτο το υποτιθέμενο πτώμα του Δούκα σε ένα σακί, 
για να το πετάξει στο γειτονικό ποτάμι. Αλλά εκείνος, πριν το κάνει, ακούει από μακριά τη φωνή του Δούκα που τραγουδάει. Έκπληκτος ανοίγει το σακί και βρίσκει την κόρη του που πεθαίνει στα χέρια του. Η κατάρα του Μοντερόνε έπιασε. Ο Τζουζέπε Βέρντι -το έργο ήταν παραγγελία του Θεάτρου «Λα Φενίτσε» της Βενετίας- και ο λιμπρετίστας του Φραντσέσκο
Μαρία Πιάβε είχαν πολλά προβλήματα με την αυστριακή λογοκρισία -η Αυστρία τότε κατείχε την Βόρεια Ιταλία- επιλέγοντας ως βάση τους για το λιμπρέτο το έργο του Βικτόρ Ουγκό «Ο βασιλιάς διασκεδάζει» (1832) το οποίο, έχοντας ως ήρωα τον βασιλιά της Γαλίας (1515-1547) Φραγκίσκο Α΄, είχε 
απαγορευτεί στο Παρίσι, μετά την πρεμιέρα του. Τελικά συμβιβάστηκαν, ο βασιλιάς Φραγκίσκος έγινε Δούκας της Μάντοβα, έγιναν και κάποιες άλλες αλλαγές και η όπερα «Ριγκολέτο» έκανε την πρεμιέρα της το 1851. Το λιμπρέτο του Πιάβε έχει κενά και ασάφειες και αδυναμίες -τραβηγμένη από τα μαλλιά απιθανότητα, η συμμετοχή του Ριγκολέτο, με δεμένα μάτια, στην απαγωγή της Τζίλντα, για παράδειγμα...-  αλλά ο οδοστρωτήρας Βέρντι, ένα αρτεσιανό 
μουσικό φρέαρ, στην παραγωγικότατη μεσαία, τότε, περίοδο της δημιουργίας του, με τη μουσική του εκτίναξε τον «Ριγκολέτο» σε ένα από τα αριστουργήματά του αλλά και ένα από τα αριστουργήματα στην ιστορία της όπερας. Όπου το ένα μελωδικό  κομμάτι ξεπηδάει χωρίς κενό, χωρίς ανάσα, γεννιέται από το άλλο: άριες, ντουέτα, τρίο, τούτι, χορωδιακά, το αριστουργηματικό κουαρτέτο -Ριγκολέτο, Τζίλντα, Σπαραφουτσίλε, Μανταλένα- της τρίτης πράξης... Μία όπερα σπουδαία που έχει το χάρισμα να είναι και ένα άμεσο, λαϊκό έργο, απευθυνόμενο στο μεγάλο
κοινό. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου που ανέλαβε τη σκηνοθεσία επέλεξε, όπως, συνηθίζεται πια, να αλλάξει την εποχή του έργου: η Μάντοβα του 16ου αιώνα έγινε μία ιταλική επαρχιακή πόλη της δεκαετίας του ’80 και ο διεφθαρμένος περίγυρος -κόλακες, δολοφόνοι, ασυδοσία, πορνεία, μοιχείες, βιασμοί, ρουφιάνοι, η γυναίκα ως αντικείμενο...-, κάτι από την Μάφια της εποχής. Εξαιρετική ιδέα, που κολλάει σαν αυτοκόλλητο στο θέμα και την ατμόσφαιρα του έργου, αν επιχειρηθεί μεταφορά του. Αλλά...
Αλλά, πρώτον, τι κάνεις με το λιμπρέτο; Στο θέατρο υπάρχει η δυνατότητα της «διασκευής», της «δραματουργικής προσαρμογής», της «επεξεργασίας του κειμένου»..., ώστε, αν το επιδιώκεις, να φέρεις τα έργο στα επιδιωκόμενα μέτρα σου, στην άποψή σου. Στην όπερα όχι. Δεν μπορείς να επέμβεις στο δεμένο άρρηκτα με τη μουσική κείμενο. Οπότε όλες αυτές οι επεμβάσεις συγκρούονται με το κείμενο -άλλα τραγουδάνε οι επί σκηνής, άλλα συμβαίνουν. Χρειάζονται σκηνοθέτες όπως η Κέιτι Μίτσελ στην «Λουτσία ντι Λαμερμούρ ή ο Ντμίτρι Τσερνιάκοφ στον «Γιεβγκένι Ονιέγκιν»,
που έχουν άποψη αλλά την ανασύρουν από τα σπλάχνα του έργου, δεν το καπελώνουν με την άποψη. Η Κατερίνα Ευαγγελάτου δεν με έπεισε. Όλα αυτά τα ευρήματα -ο δύσμορφος, θλιβερός Ριγκολέτο-μπάρμαν που βάφεται κλόουν (δεύτερο επάγγελμα: γελωτοποιός) στην εισαγωγή, κουτσός μετά από κάποιο καυγά, λέει, και όχι εκ γενετής καμπούρης, όπως στο πρωτότυπο, το φάντασμα, στην αρχή και στο τέλος, του Μοντερόνε που η κατάρα του κινεί το έργο, η Κόμησσα του Τσεπράνο ως εξώλης και προώλης θηλυκό, ο στραγγαλισμός 
του Μοντερόνε, με τον υπέρβαρο μπράβο να παρακολουθεί αδιάφορος μασουλώντας τη φραντζόλα του, η χορωδία με μάσκες-κεφάλια α λα Ντον Βίτο Κορλεόνε / Μάρλον Μπράντο στον «Νονό» του Κόπολα και η μάσκα-κεφάλι πάπιας α λα Ντάφι Ντακ του Ριγκολέτο στη σκηνή της απαγωγής της Τζίλντα...- μου φάνηκαν συνεπή, μεν, προς τη γενική 
σκηνοθετική γραμμή αλλά, πρακτικά, ξεκρέμαστα, συχνά αφελή και, μερικά, απροετοίμαστα και άτεχνα ή δήθεν «άσεμνα». Όσο για το χιούμορ που αναζητήθηκε στο έργο, το βρήκα εκτός ύφους -τουλάχιστον ως εκτέλεση. Το δεύτερο θέμα είναι η αισθητική που επιλέγεις. Η αισθητική που δένει με 80’s και Μάφια είναι, βέβαια, το κιτς. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν το κιτς αυτό, καταρχάς, δένει με τους τοίχους του Ηρωδείου και, κατόπιν, αν ελέγχεται. Στην παράσταση που είδα δεν ελέγχεται, κατά τη γνώμη μου. Τα παρατακτικά σκηνικά της Εύας Μανιδάκη μοιάζουν εντελώς ξεκάρφωτα, όσο
κι αν προσπαθεί να τα στηρίξει η Ελευθερία Ντεκώ με τους φωτισμούς της. Τα κοστούμια του Σλοβένου Άλαν Χράνιτελ, σε συνδυασμό με το μακιγιάζ, τα βρήκα εξαιρετικά κακόγουστα με αποκορύφωμα τα κολάν-τραπουλόχαρτα των χορευτριών και, κυρίως, την τιγρέ κιλότα της Μανταλένα, την οποία η δύστυχη Μαίρη Έλεν Νέζη αναγκάζεται να επιδεικνύει. Τη χαριστική βολή δίνουν η αφελής χορογραφία και η ακόμα πιο αφελής κινησιολογία της Πατρίσιας Απέργη: φτηνό, αισθησιακό, υποτίθεται, καμπαρέ α λα κωλάδικα από το μπαλέτο και μιουζικαλίστικα χορευτικούλια ή βηματάκια των ηθοποιών που δεν προσθέτουν τίποτα, 
μάλλον αφαιρούν. Αλλά και μουσικά η παράσταση ατύχησε, πιστεύω. Ο Λουκάς Καρυτινός, μαέστρος εγνωσμένης δυναμικότητας -κάποτε και μεγαλύτερης από όσο χρειάζεται-, εδώ διηύθυνε μία Ορχήστρα της ΕΛΣ καθόλου σε φόρμα, επιλέγοντας αργά τέμπι σαν να επρόκειτο για λυρικό Μασνέ και όχι για δραματικό Βέρντι. Ορχήστρα όχι καλά συντονισμένη, σκληρότητες, προβλήματα τονικότητας και, ακόμη περισσότερα, συμπόρευσης με τις φωνές, Η διεύθυνση 

της μπάντας είναι της Κάτιας Μολφέση. Χωρίς εξάρσεις, η Χορωδία της ΕΛΣ, με διευθυντή τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο. Ούτε η διανομή νομίζω ότι ευτυχεί. Ο Δημήτρης Τηλιακός-Ριγκολέτο, ευπρεπής υποκριτικά, φωνητικά δεν βρέθηκε σε καλή μέρα: μπαλάρισμα, εκτός τόνου κάποιες στιγμές... Η Χριστίνα Πουλίτση, καθόλου πειστική εμφανισιακά ως μικρούλα Τζίλντα με το μακιγιάζ με το οποίο την έβαψαν και με τα κοστούμια με τα οποία την έντυσαν, με έξοχες ψηλές νότες
στο «Caro nome» («Αγαπητό όνομα») διέπρεψε- αλλά με προβληματικές χαμηλές, δεν έχει το φωνητικό μέγεθος που απαιτεί ο ανοιχτός χώρος. Μετριότατος, επίσης με «μικρή» φωνή και επίσης με μπαλάρισμα, ο μετακλημένος ιταλός τενόρος Φραντσέκο ντε Μούρο, ως Δούκας, ρόλο που απαιτεί φωνάρα. Νομίζω ο πιο αποτελεσματικός της διανομής, υποκριτικά και φωνητικά, είναι ο Σπαραφουτσίλε του Πέτρου Μαγουλά. Η εξαίρετη μέτζο Μαίρη Έλεν Νέζη, σε ένα ρόλο που 
δεν της ταιριάζει, τα καταφέρνει ικανοποιητικά ως Μανταλένα. Από τους υπόλοιπους, ξεχώρισα τον Μαρούλο του βαρύτονου Νίκου Κοτενίδη -υγιής φωνή-, την Τζοβάνα της μέτζο Μαργαρίτας Συγγενιώτου -έβγαλε καλύτερα από όλους το χιούμορ που ζήτησε η σκηνοθεσία, εξαίρετο το ειρωνικό «ognor si sta» («ναι, πάντα»)- και την μέτζο Διαμάντη Κριτσωτάκη ως Κόμησσα του Τσεπράνο. Εντυπωσιακή αλλά δυσκίνητη η φιγούρα του μπάσου Δημήτρη Κασιούμη ως Κόμη του Μοντερόνε. Μία παράσταση χωρίς συγκίνηση, που, παρά την, καταρχάς, σκηνοθετική συνέπειά της, χώλαινε, κούτσαινε. Όπως ο Ριγκολέτο της. Και που με απογοήτευσε εντελώς (Φωτογραφίες: Valeria Isaeva).

(Αντιθέτως καθόλου δεν με απογοήτευσε το έντυπο -δίγλωσσο, ελληνικά και αγγλικά-  έντυπο πρόγραμμα-βιβλίο της παράστασης -υπεύθυνος έκδοσης Νίκος Α. Δοντάς. Θαυμάσιο!).

Ωδείο Ηρώδη του Αττικού, Εθνική Λυρική Σκηνή, Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, 2 Ιουνίου 2022.

(Την παράσταση παρακολούθησα με πρόσκληση που είχε την ευγένεια να μου παραχωρήσει το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων, Προβολής, Επικοινωνίας και ΜΜΕ της Εθνικής Λυρικής Σκηνής).

No comments:

Post a Comment